ΠΡΙΝ από δύο περίπου χρόνια, όταν συνελήφθη (εκ νέου) ο ακροδεξιός βομβιστής Ν. Παναγόπουλος επειδή βρέθηκαν όπλα και εκρηκτικά σε διαμέρισμα που διατηρούσε στο Κουκάκι, οι αξιωματικοί της «Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας» άρχισαν να ξεσκονίζουν και πάλι τους φακέλους της ακροδεξιάς τρομοκρατίας στην Ελλάδα που είχαν κλείσει ουσιαστικά πριν από 20 χρόνια.


Ο λόγος, όπως μου είχε αποκαλύψει τότε αξιωματικός των διωκτικών Αρχών, ήταν διπλός: Ο πρώτος ότι πολλοί από τους πρωταγωνιστές των βομβιστικών επιθέσεων της δεκαετίας του 1970, μετά την… περιπλάνησή τους στις φυλακές της χώρας, άρχισαν να επανεμφανίζονται στο προσκήνιο. Ενας από αυτούς, βεβαίως, ήταν και ο Ν. Παναγόπουλος που είχε συλληφθεί για πρώτη φορά στις 17 Μαρτίου 1979, κατηγορούμενος για δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις της εποχής. Ο δεύτερος βασιζόταν μάλλον σε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας που άρχισε να εξυφαίνεται με βάση την ιδέα που έριξε ένας ειδήμων περί τα τρομοκρατικά: «Γιατί να μην ψάξουμε για τη «17 Νοέμβρη» και στον ακροδεξιό ή νεοφασιστικό χώρο».


Σήμερα, δύο χρόνια μετά την τελευταία σύλληψη του Ν. Παναγόπουλου και 20 περίπου χρόνια μετά τις δίκες των βομβιστών του 1979, οι φάκελοι που ανασύρθηκαν από τις αρχές Ασφαλείας θα μπορούσαν να έχουν κάποια χρησιμότητα. Οχι, βεβαίως, για τους λόγους που προβάλλουν οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής αλλά για εντελώς διαφορετικούς: τις εκδηλώσεις βίας που υποκινούνται, εσχάτως, από τους ίδιους κύκλους με καθαρά ρατσιστικό υπόβαθρο.


* Αποζητούν κοινωνική βάση


Η υπόθεση ­ που ήρθε στο φως μετά την πορεία που πραγματοποίησαν την 1η Μαΐου οι νεαροί της «Χρυσής Αυγής» ή του «Λαϊκού Σύνδεσμου», όπως ονομάζονταν κατά καιρούς, κατά των οικονομικών μεταναστών ­ δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν δεν εκκολαπτόταν από πολιτικά κέντρα που φιλοδοξούν να συσπειρώσουν τον ακροδεξιό χώρο. Ο ρατσισμός αποτελεί σήμερα ένα από τα κύρια προσχήματα για την απόκτηση πολιτικής επιρροής, ένα εύπεπτο σύνθημα για την απόκτηση κοινωνικής βάσης.


Το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, με νωπές ακόμη τις εμπειρίες της χούντας, τα απομεινάρια της των χουντικών, που είχαν κυρίως προσβάσεις στον Στρατό και στα Σώματα Ασφαλείας, τα επονομαζόμενα «σταγονίδια», είχαν καταβάλει μια προσπάθεια επανασυσπείρωσης. Οπλοστάσιό τους, εκτός των άλλων, ήταν και η τρομοκρατία. Τότε η «στρατηγική της έντασης» που είχε ξεκινήσει δέκα χρόνια νωρίτερα στην Ιταλία, στις 12 Δεκεμβρίου 1969, με την πολύνεκρη σφαγή στην Αγροτική Τράπεζα, στην πλατεία Φοντάνα του Μιλάνου, κατεβλήθη προσπάθεια να μετεμφυτευθεί και στην Ελλάδα. Το «εγχείρημα» όμως απέτυχε με τις συλλήψεις του 1979, που είχαν ως αποτέλεσμα ­ αν μη τι άλλο ­ να τεθούν στο περιθώριο ορισμένες νεοφασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα.


* Η αιχμή του δόρατος


Σήμερα, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, από ό,τι φαίνεται καταβάλλεται προσπάθεια να ξαναστηθεί ένα παρόμοιο «παιχνίδι». Βεβαίως οι καιροί έχουν αλλάξει. Η τρομοκρατία ­ οποιασδήποτε μορφής ­ περνά κρίση, οι κοινωνικές συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί και οι πολιτικές εξελίξεις έχουν διαμορφώσει μια νέα κατάσταση. Ετσι, εμπνευστής των εγχώριων νεοφασιστών δεν είναι ο Τζιόρτζιο Αλμιράντε ή ο Γιούνιο Βαλέριο Μποργκέζε (αν ζουν σήμερα) αλλά ο Ζαν Μαρί Λεπέν ή οι νεοφασιστικές οργανώσεις της Γερμανίας. Αιχμή του δόρατος δεν είναι πλέον η κατάλυση της δημοκρατίας ή η υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών αλλά ο ρατσισμός.


Κατά μία διαβολική συγκυρία όμως, τα πρόσωπα στην Ελλάδα παραμένουν τα ίδια. Ή σχεδόν τα ίδια. Ετσι οι εικοσάρηδες ή εικοσιπεντάρηδες «μελανοχίτωνες» της εποχής του δεύτερου ημίσεως της δεκαετίας του 1970, που τοποθετούσαν βόμβες ή παρείχαν επιμελητεία στις νεοφασιστικές και ακροδεξιές οργανώσεις ή, εν τέλει, κινούνταν στις παρυφές τους, τώρα επαναδραστηριοποιούνται. Εστω και υπό άλλη μορφή και υπό διαφορετικές συνθήκες.


Βεβαίως η πορεία των μελών της «Χρυσής Αυγής» πριν από δύο εβδομάδες υπήρξε η κορυφή του παγόβουνου ή, αν θέλετε, η ορατή πλευρά του φεγγαριού. Διότι υπάρχει και η αόρατη: οι εκδηλώσεις βίας με καθαρά ρατσιστικό περιεχόμενο. Είναι γεγονός ότι ορισμένα άτομα που κινούνται στον ακροδεξιό ή νεοφασιστικό χώρο έχουν φορέσει, εδώ και αρκετό καιρό, τα «χρώματα του πολέμου».


Θέλετε ορισμένα παραδείγματα ­ όπως τουλάχιστον έχουν καταγραφεί από τις αντιρατσιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα ή ακόμη και τις υπηρεσίες Ασφαλείας; Λοιπόν, στις 27 Ιουνίου 1991 άγνωστοι νεαροί επιτέθηκαν και κακοποίησαν μουσουλμάνο που διατηρούσε βιντεοκλάμπ στην περιοχή Γκάζι. Ενα χρόνο αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1992, ένας νεαρός μαύρος λιντσαρίστηκε στο κέντρο της Αθήνας. Στις 28 Οκτωβρίου 1993 μια ομάδα νεαρών επιτίθεται και ξυλοκοπεί άγρια αλλοδαπούς στους Αμπελοκήπους, στο Γουδί και στην Καισαριανή. Ενα μήνα αργότερα νεοναζιστές, όπως καταγγέλθηκε, χαράσσουν τον αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο μαθήτριας του Επαγγελματικού Λυκείου Αμπελοκήπων. Πριν από ένα χρόνο μέλη της «Χρυσής Αυγής» επιτίθενται σε αντιρατσιστική πορεία στον Πειραιά κλπ., κλπ.


Τα γεγονότα αυτά είναι εύγλωττα όσον αφορά την κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί. Μια κατάσταση που ευνοείται από την αύξηση της εγκληματικότητας, την επιδείνωση των δεικτών της ανεργίας, τη δημιουργία περιοχών «γκέτο» και τον φόβο που αποπνέει σε ορισμένες περιοχές η παρουσία των αλλοδαπών. Εύλογο λοιπόν το ερώτημα: Οδεύουμε προς μία ευρωπαϊκή ρατσιστική πραγματικότητα, όπου ομάδες ρατσιστών θα επιτίθενται και θα κακοποιούν ή ακόμη και θα δολοφονούν αλλοδαπούς, όπου θα σημειώνονται μαζικές ένοπλες συμπλοκές μεταξύ διαφόρων αντιμαχόμενων ρατσιστικών και αντιρατσιστικών ομάδων; Αγνωστον.


* Και «μήλον της έριδος»


Οι συνθήκες πάντως υπάρχουν, όπως υπάρχουν και οι «πρωταγωνιστές». Μάλιστα, εσχάτως, ο χώρος της Ακροδεξιάς ή των νεοφασιστικών οργανώσεων τείνει να καταστεί και «μήλον της έριδος» ακόμη και μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Ισως αυτό να είναι και η πλέον επικίνδυνη εξέλιξη. Ασφαλώς ενθυμείσθε την «κυκλωτική κίνηση Κωστόπουλου» τα χρόνια της παπανδρεϊκής παντοδυναμίας, όταν δηλαδή προσπαθούσε να αποκόψει τα ερείσματα των ακροδεξιών με την παραδοσιακή Δεξιά. Ενθυμείσθε τις γέφυρες της ΝΔ για τον προσεταιρισμό του ακροδεξιού χώρου, κυρίως σε προεκλογικές περιόδους. Γέφυρες που κατά ορισμένους σήμερα έχουν προσλάβει και μόνιμο χαρακτήρα με τη δημιουργία και του λόμπι των «ακροδεξιών βουλευτών».


Ακρως αρνητική εξέλιξη χαρακτηρίζεται και το γεγονός ότι οι οργανώσεις αυτές, αν και είναι ολιγομελείς, εν τούτοις διαθέτουν ισχυρές προσβάσεις με διάφορα κέντρα της εξουσίας και μηχανισμούς. Για παράδειγμα, η «Χρυσή Αυγή», που εμφανίζεται σήμερα ως η πλέον δυναμική οργάνωση του χώρου, συστήθηκε το 1981 και μετά από τέσσερα χρόνια αναβαπτίστηκε σε πολιτικό κόμμα. Η πολιτική της επιρροή είναι μικρή αν ληφθεί υπόψη ότι στις ευρωεκλογές του 1994 πήρε περίπου 7.000 ψήφους. Ωστόσο υπάρχουν στελέχη που έχουν καταγράψει τη δική τους ιστορία.


* Οι βόμβες και τα «σταγονίδια»


Ποιοι είναι αυτοί; Κρατήστε ορισμένα ονόματα που έχουν περάσει από αυτό τον χώρο ή εξακολουθούν να παραμένουν σε αυτόν. Νίκος Μιχαλολιάκος, Γιάννης Πορριώτης, Γιώργος Ηλιόπουλος, Αντώνης Καρράς, Χρήστος Παππάς, Γιάννης Περδικάρης, Κώστας Γκίκας, Αχιλλέας Παγώνης, Νίκος Ορφανουδάκης κλπ. Τα ονόματα των Γ. Ηλιόπουλου και Ν. Μιχαλολιάκου ακούστηκαν για πρώτη φορά στις μεγάλες δίκες των βομβιστών το 1979, όταν ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Α. Μπάλκος, προκειμένου να επιτύχει την εξάρθρωση των νεοφασιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, είχε προχωρήσει ακόμη και σε επικηρύξεις βομβιστών προς 1.000.000 δρχ. ­ ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή.


Αλλοι καιροί, θα πείτε; Σωστά, το 1979 δεν είναι 1997. Το 1979 ήταν, πράγματι, μια παράξενη χρονιά. Η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθούσε να ξεριζώσει τα «σταγονίδια» στο στράτευμα που διατηρούσαν διασυνδέσεις ακόμη και με τρομοκρατικές ακροδεξιές οργανώσεις. Κεντρική φιγούρα των παρασκηνίων ο στρατηγός Ν. Γρυλλάκης (αλήθεια, πότε θα μιλήσει ο στρατηγός για την τρομοκρατία της εποχής;), ο οποίος, από ό,τι φάνηκε στη δική των βομβιστών της εποχής, έπαιζε τον ρόλο του «πολιορκητικού κριού», ισχυριζόμενος ότι εκτελούσε εντολές του Κ. Καραμανλή. Ηταν η χρονιά της δολοφονίας του βασανιστή της χούντας Π. Μπάμπαλη από την «Ομάδα: Ιούνης ’78», του θανάτου (σε τροχαίο στη Λωζάνη) του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Χ. Τάσκα, της απόπειρας απόδρασης από τον Κορυδαλλό των χουντικών, των μυστηριωδών θανάτων ατόμων που κατείχαν θέσεις – κλειδιά την εποχή της χούντας, της δίκης για την υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γ. Τσαρουχά κλπ. Στο προσκήνιο οι βομβιστές της δεκαετίας του ’70


ΓΕΓΟΝΟΣ είναι ότι ορισμένοι τουλάχιστον πρωταγωνιστές της ακροδεξιάς τρομοκρατίας της δεκαετίας του 1970 δεν τέθηκαν στο περιθώριο. Απεναντίας, συνέχισαν να κινούνται στον ίδιο ή σε παράλληλους δρόμους. Ετσι, μετά τη διάλυση της Οργάνωσης Εθνικής Αποκαταστάσεως, που τοποθετούσε βόμβες, δημιουργήθηκε η «Χρυσή Αυγή». Ενα χρόνο νωρίτερα είχε δημιουργηθεί το Ενιαίο Εθνικιστικό Κίνημα από τον Πολύδωρο Δακόγλου που είχε διαγραφεί από την Εθνική Παράταξη (ΕΠΕΝ). Εγκέφαλοι της οργάνωσης εμφανίζονταν, κατά καιρούς, οι Γιάννης Σχινάς, Δημήτρης Τσούγκος, Γιώργος Κουβέλης, Γιώργος Κουρτόγλου, Ανδρέας Πεβερέτος κλπ. Τον Νοέμβριο 1983 απέκτησε μάλιστα και μαθητική οργάνωση, τη Μαθητική Ελληνική Αγωνιστική Κίνηση, που άρχισε να δημιουργεί πυρήνες σε σχολικά συγκροτήματα της Αττικής.


Στους φακέλους των αρχών Ασφαλείας, που ξανανοίχτηκαν μετά την εκ νέου σύλληψη του Ν. Παναγόπουλου, έχουν καταγραφεί ακόμη η Εθνική Σοσιαλιστική Οργάνωση Πανελληνίων (ΕΣΟΠ), μια τρομοκρατική νεοναζιστική, όπως χαρακτηρίζεται, οργάνωση που έκανε την εμφάνισή της το 1976. Είχε αποστείλει παγιδευμένα με εκρηκτικά δέματα στο ΚΚΕ, σε εφημερίδες, καθώς και στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, ενώ μέλη της κατηγορούνται και για επιθέσεις σε βάρος μεταναστών. Κάπως διαφοροποιημένη εμφανίζεται η δράση της Εθνικής Φοιτητικής Πρωτοπορίας, νεοφασιστικής φιλοφασιστικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1980 και εκδίδει περιοδικό στη Θεσσαλονίκη. Μια ομάδα που όμως εξαρθρώθηκε σχετικά σύντομα, όταν εξερράγη ένας αυτοσχέδιος μηχανισμός στα χέρια μέλους της το 1991, ήταν και οι «Νέοι Αθόρυβοι Καταδρομείς».


Βεβαίως οι περισσότερες από τις ακροδεξιές οργανώσεις σήμερα έχουν αποκτήσει μια επίφαση νομιμότητας. Εχουν αλλάξει και πολιτικούς προσανατολισμούς. Ο ρατσισμός που έχει εισέλθει στην ιδεολογική τους φέρετρα παντρεύεται με έναν άκρατο εθνικισμό που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα προσλαμβάνει και τον χαρακτήρα της ανοικτής προβοκάτσιας σε βάρος των εθνικών συμφερόντων.


Ετσι μπορεί να διαλύθηκαν ή να ατόνησε η δράση μιας σειράς ακροδεξιών οργανώσεων, όπως είναι η «4η Αυγούστου», ο «Πανελλήνιος Ομιλος Φίλων ΕΣΑ», ο «Συναγερμός Εθνικοφρόνων Ακροδεξιών», το «Ελληνικό Αναδημιουργικό Κίνημα» και το «Κόμμα Ελλήνων Σοσιαλιστών», αλλά στη θέση τους επανεμφανίστηκαν άλλες, όπως είναι ο «Στόχος» που εκδίδει και την ομώνυμη εφημερίδα. Στόχος αυτών των οργανώσεων σήμερα είναι να αποκτήσουν ερείσματα σε εθνικιστικούς κύκλους, όπως ακριβώς και στα σώματα Ασφαλείας. Από αυτή την άποψη, ουδόλως μπορεί να χαρακτηρισθούν τυχαία γεγονότα ή «κοινωνικές εκδηλώσεις» οι συγκεντρώσεις των ΕΚΑΜ στη Θεσσαλονίκη.


Μάλιστα η δράση ορισμένων οργανώσεων υποκρύπτει και σοβαρές προβοκάτσιες: είναι τυχαίο, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί της Αγκυρας περί εκπαίδευσης Κούρδων στην Ελλάδα ­ που επανέρχονται κατά καιρούς στην επικαιρότητα ­ αντλήθηκαν, εκτός των άλλων, και από σχετικά δημοσιεύματα εντύπων του ακροδεξιού χώρου;