Η στρατιωτική επιτυχία της Μόσχας στην Οσετία- όπου χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά και κάποια υπερσύγχρονα όπλα- και η συμφωνία με την Τιφλίδα την οποία εξασφάλισε με τη μεσολάβηση και την πρωτοβουλία της γαλλικής προεδρίας της ΕΕ, παρέχουν στη Ρωσία τη δυνατότητα να παίξει, ως ένα σημείο, στον Καύκασο τον ρόλο που είχε επί σοβιετικού καθεστώτος

Η αιματηρή σύγκρουση Ρωσίας – Γεωργίας είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία, το μεγαλύτερο ασφαλώς τεστ της Ευρώπης μετά την κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος στο Ιράκ. Αλλά η Ευρώπη όπως και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα προς ό,τι συνέβη με το Ιράκ, ούτε πρωταγωνιστές είναι αυτή τη φορά ούτε είχαν την πρωτοβουλία. Ετσι, ευθύς εξ αρχής η θέση της Δύσης απέναντι σε όσα εξελίσσονταν στον Καύκασο ήταν μειονεκτική, δεν μπορούσε να επέμβει υπέρ των «φίλων» της και η όποια παρέμβασή της στην περιοχή δεν μπορεί παρά να ήταν- και να είναι- περιορισμένη. Μόλις έκρυβε την αγανάκτησή του ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου την περασμένη Τρίτη όταν διαμαρτυρόταν επειδή οι Γεωργιανοί «άρχισαν μια επιχείρηση χωρίς να έχουν έτοιμη τη συνέχειά της», βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι το Πεντάγωνο δεν γνώριζε «τους στρατιωτικούς σχεδιασμούς της Τιφλίδας». Και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στους «φίλους Γεωργιανούς». Ο Σαακασβίλι όμως είχε κάνει τους υπολογισμούς του. Κινήθηκε ελπίζοντας ότι οι Ρώσοι θα αργούσαν να αντιδράσουν και ότι θα είχε καταλάβει τη Νότια Οσετία προτού φθάσουν οι ρωσικές δυνάμεις. Οσοι Οσέτιοι είχαν ρωσικό διαβατήριο- και έχουν περίπου 40.000

από τους 70.000 κατοίκους της αυτόνομης περιοχής- «θα διευκολύνονταν» να διαφύγουν στο γειτονικό (ρωσικό) Βλαντικαυκάς ή θα διώχνονταν. Αν, όπως υπολόγιζε, νικούσε- όπως το 2004 όταν κατέλαβε τις ημιαυτόνομες περιοχές Αζαριάς και Κοντόρι-, τότε θα ήταν όχι απλώς ένας πανεθνικός ήρωας αλλά και μια προσωπικότητα που θα κυριαρχούσε στον ευρύτερο καυκασιανό χώρο. Φυσικά θα κέρδιζε τον θαυμασμό της Ουάσιγκτον και τον σεβασμό της Δυτικής Ευρώπης οπότε η ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ θα ήταν εξασφαλισμένη. Αν έχανε, θα μπορούσε να στηριχθεί στις υποσχέσεις του προέδρου Μπους- ο οποίος τον έχει ονομάσει «σημαιοφόρο της δημοκρατίας» – και του Κογκρέσου- το οποίο του έδωσε 160 εκατ. δολάρια. Η βοήθειά τους ακόμη και αν δεν ήταν στρατιωτική θα τον διατηρούσε στην εξουσία και θα εξασφάλιζε την ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, κάτι που θα αποτελούσε πλέον προϋπόθεση για τη διατήρηση της αμερικανικής παρουσίας στον πετρελαιοφόρο Καύκασο. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ουάσιγκτον ήδη άρχισε η καλλιέργεια της «ανάγκης» να υποστηριχθεί η υποψηφιότητα της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ κατά την υπουργική διάσκεψη του Δεκεμβρίου.

Εννοείται ότι προηγουμένως πρέπει να εξασφαλιστεί η παραμονή του Σαακασβίλι στην προεδρία και αυτό δεν είναι εύκολο, ίσως μάλιστα ούτε και επιθυμητό από την Ουάσιγκτον. Επισήμως ο γεωργιανός πρόεδρος δεν επικρίνεται για τη «στρατιωτική πρωτοβουλία» του αλλά οι γνωστές «ανώνυμες πηγές» αναφέρουν ότι ακόμη και το περιβάλλον του αντιπροέδρου Τσένι είναι εξοργισμένο με τις ενέργειές του. Αμερικανοί και ευρωπαίοι αναλυτές συμφωνούν πως ήταν φανερό ότι αργά η γρήγορα η πολύχρονη κρίση Τιφλίδας- Μόσχας θα εξελισσόταν σε ένοπλη σύγκρουση αλλά αναγνωρίζουν ότι ούτε η ΕΕ ούτε το ΝΑΤΟ προέτρεψαν ποτέ τον Σαακασβίλι να δώσει αφορμή στη Ρωσία να επέμβει. Γνώριζαν τις συνέπειες. Ο γεωργιανός πρόεδρος όμως έδωσε την αφορμή και Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για αυτή την απόφασή του. Η «ολοκλήρωση της θωράκισης της Δημοκρατίας» με την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας (και της Ουκρανίας) ήταν θέμα συζητήσεων σε πλήθος διασκέψεων, σεμιναρίων και «πρωτοβουλιών». Τα εύσημα που δίδονταν στη γεωργιανή ηγεσία για τον «σημαντικό στρατιωτικό ρόλο» της και οι διαβεβαιώσεις για τη «βεβαία» ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ έδωσαν στον Σαακασβίλι την αίσθηση ότι η Γεωργία είναι ήδη μέλος της Συμμαχίας και ως εκ τούτου μπορούσε να προκαλέσει τη Μόσχα ατιμώρητα. Αλλά η Μόσχα του 2008 δεν είναι η Μόσχα του Γέλτσιν ο οποίος το 2001 δέχτηκε τον «εδαφικό συμβιβασμό» για την Αμπχαζία που του επέβαλε η Τιφλίδα- για λογαριασμό των ΗΠΑ. Οι Ρώσοι εξακολουθούν να θεωρούν εκείνη τη συμφωνία άθλιο εξευτελισμό. Οι Ρώσοι δέχτηκαν την πρόκληση του Σαακασβίλι. Ηταν η μεγάλη ευκαιρία για αυτούς να τιμωρήσουν έναν γείτονα ο οποίος εξελισσόταν σε επικίνδυνη απειλή. Η Μόσχα έβλεπε την αμερικανοποίηση της Γεωργίας ως μια ακόμη προσπάθεια της Δύσης να περικυκλώσει τη Ρωσία. Αρθρογράφοι του έγκυρου «Foreign Αffairs» παρατηρούσαν την «εμπέδωση της δημοκρατίας» στη Γεωργία και τη στρατιωτική δύναμή της ως «παράγοντα υπονόμευσης του ρωσικού αυταρχικού» καθεστώτος και ανατροπής του- τελικώς. Ο γεωργιανός στρατός χρησιμοποιούσε τώρα αμερικανικά όπλα, περίπου διακόσιοι αμερικανοί στρατιωτικοί εκπαίδευαν αξιωματικούς και οπλίτες με βάση τα νατοϊκά πρότυπα, δημιουργήθηκε γεωργιανή αεροπορία με αεροσκάφη δεύτερης γενιάς, με δρόμωνες, και ραντάρ μεγάλης εμβέλειας είχαν εγκατασταθεί στη χώρα. Τον περασμένο Απρίλιο ο στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ δήλωσε ότι οι γεωργιανοί στρατιωτικοί «είναι πρότυπα για τη Συμμαχία », στις αρχές Αυγούστου έγιναν στρατιωτικά γυμνάσια αμερικανικών και γεωργιανών δυνάμεων και η γεωργιανή στρατιωτική ηγεσία δεν έκρυβε ότι η εμπειρία που αποκτούσαν στο Ιράκ οι 2.000 γεωργιανοί στρατιώτες ήταν χρήσιμη για την «απελευθέρωση» της Αμπχαζίας και Νότιας Οσετίας. Η Μόσχα δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί «μπαρούτι στην αυλή της» όπως έγραψε το «Spiegel». Αποτέλεσμα- πέρα από τις καταστροφές και τις ανθρώπινες απώλειες- είναι να αλλάξει τώρα το σκηνικό της περιοχής, να μεταβληθούν οι ισορροπίες στον Καύκασο, όπως διαπιστώνει ο Τζορτζ Φρίντμαν, διευθυντής του Ιδρύματος Statfor.

Η τροπή που πήραν τα πράγματα- μια εξέλιξη που ενοχλεί την Ουάσιγκτον πολύ περισσότερο από ό,τι δείχνει- έδωσε στη Μόσχα αξιόλογο στρατηγικό ρόλο στην ευρύτερη καυκάσια περιοχή. Η στρατιωτική επιτυχία της στην Οσετίαόπου χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά και κάποια υπερσύγχρονα όπλα – και η συμφωνία με την Τιφλίδα που εξασφάλισε με τη μεσολάβηση και την πρωτοβουλία της γαλλικής προεδρίας της ΕΕ παρέχουν στη Ρωσία τη δυνατότητα να παίξει, ως ένα σημείο, στον Καύκασο τον ρόλο που είχε επί σοβιετικού καθεστώτος. Το μήνυμα που στέλνει πρέπει να έφθασε στο Αζερμπαϊτζάν, το οποίο, ακολουθώντας τη γεωργιανή στρατηγική, προωθεί στρατιωτική «λύση» στο πρόβλημα Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Κάποιες άλλες ασιατικές πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες οι οποίες έχουν γοητευθεί από τις φιλοφρονήσεις της Ουάσιγκτον διαπιστώνουν τώρα ότι οι υποσχέσεις της δεν έχουν πρακτική αξία.

Το μήνυμα πρέπει όμως να έφθασε και σε χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Οι προτροπές (πιέσεις) της Ουάσιγκτον να μη στηριχθούν στο ρωσικό πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο και να προτιμήσουν την ενέργεια από την Κεντρική Ασία δεν μπορεί να πείσουν πλέον κανέναν. Η Γεωργία, από την οποία πρέπει να διέλθει το ασιατικό πετρέλαιο, ίσως δεν είναι πλέον τόσο πρόθυμη να δεχθεί ό,τι σχετικό της υπαγορεύει η Ουάσιγκτον και, βεβαίως, δεν είναι τόσο «ασφαλής». Η Αγκυρα ήδη δείχνει τη «ζωηρή ανησυχία» της («Μιλιέτ», 13/8) για την τύχη του πετρελαιαγωγού που καταλήγει σε τουρκικό λιμάνι, μεταφέροντας ασιατικό πετρέλαιο διερχόμενο από την «ασφαλή» Γεωργία. Αλλά και η Δυτική Ευρώπη, η ΕΕ γενικότερα, ίσως πρέπει να επανεξετάσει τη φιλοσοφία της για τον χώρο της Ευρασίας και την όλη στρατηγική και πολιτική της απέναντι στις χώρες του άλλοτε σοβιετικού στρατοπέδου.