Την 1η Απριλίου του 1830 η εφημερίδα «The Times» για πρώτη φορά παρεκκλίνει από την παράδοσή της και δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα της αντί για τις «Μικρές Αγγελίες», όπως ήταν καθιερωμένο, ένα σκανδαλοθηρικό θέμα: μια λεπτομερή ανταπόκριση από την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης διαζυγίου της Τζέιν Ελένμπορο. Από τότε ως το 1881 το όνομά της σπάνια θα λείπει από τις εφημερίδες της εποχής. Το μόνο που θα άλλαζε κάθε φορά ήταν το επίθετό της: Ντίγκμπι, το πατρικό, ή Φένινγκεν ή Θεοτόκη ή Ελ Μεζράμπ, από τους μετέπειτα συζύγους της.


Ολα αυτά όμως τα επίθετα συγκλίνουν ή απορρέουν από ένα και μόνο χαρακτηριστικό· αυτό που όρισε και οδήγησε ολόκληρη τη ζωή της προικισμένης, ευφυούς και ιδιαίτερα γοητευτικής αριστοκράτισσας εκεί όπου ούτε η ίδια δεν θα μπορούσε να προβλέψει.


«Το τρωτό μου σημείο είναι ότι από τη φύση μου αντιμετωπίζω τον «έρωτα» άνευ ορίων και άνευ όρων (…). Χωρίς αυτό το συναίσθημα η ζωή είναι ένα θλιβερό κενό», έγραψε κάποια στιγμή στο ημερολόγιό της ­ με διάθεση άραγε αυτοκριτικής ή αυτοοικτιρμού; ­, ενώ ο γάλλος συγγραφέας Ονορέ ντε Μπαλζάκ, μετά από μια σύντομη αλλά αποκαλυπτική γνωριμία μαζί της, την παρομοίασε με «ανεμοστρόβιλο στην έρημο». Σχεδόν μοιάζει με προφητεία η παρομοίωση αυτή του Μπαλζάκ, αφού η Τζέιν Ντίγκμπι, «μία από τις πιο αξιόλογες γυναίκες του 19ου αιώνα», όπως την αποκάλεσαν, θα ζήσει τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια της ζωής της στην έρημο της Συρίας, σύζυγος ενός βεδουίνου σεΐχη.


Προτού ακόμη συμπληρώσει τα 21 της χρόνια, γράφτηκαν οκτώ τουλάχιστον μυθιστορήματα που ήταν βασισμένα στην προσωπικότητά της και σε διάφορα στοιχεία της ιστορίας της. Πρώτη βιογράφος της υπήρξε η Ε.Μ. Οντι, που έγραψε το 1935 το «Ενα πορτρέτο της Ιάνθης» ­ όπως την αποκαλούσε ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας ­ έχοντας στη διάθεσή της μερικά μόνο από τα ημερολόγια της Τζέιν. Παρ’ όλο που κάποιοι από τους μεταγενέστερους βιογράφους της ­ όπως η Λέσλι Μπλανς και η Μάργκαρετ Σμιντ ­ διακήρυσσαν πως τα ημερολόγιά της έχουν χαθεί, η Μαίρη Λόβελ κατάφερε να τα εντοπίσει μαζί με τα σημειωματάρια και τα μπλοκ ζωγραφικής της, τα οποία κάλυπταν περισσότερες από τρεις δεκαετίες της ζωής της.


Αξιολογώντας, ανατέμνοντας και διασταυρώνοντας όλα τα στοιχεία που κατάφερε να συγκεντρώσει η βιογράφος μετά από πολύχρονη έρευνα, αναζήτηση και προσωπική περιήγηση στους χώρους όπου έζησε η Τζέιν, συνέθεσε ένα έργο μέσα από τις σελίδες του οποίου ξεδιπλώνονται ­ όπως ακριβώς ένα προσωπικό ημερολόγιο ­ όχι μόνο τα γεγονότα αλλά κυρίως οι σκέψεις και τα συναισθήματά της που σκιαγραφούν με ακρίβεια αυτή την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση της εκρηκτικής προσωπικότητας.


Η αφηγηματική γραφή της συνδέει την παραληρηματική πολλές φορές «κραυγή» που ηχεί στις σελίδες του ημερολογίου της με την πραγματικότητα της ζωής της. Μια ζωή που θα ήταν απλώς ένα ρομαντικό παραμύθι και ενδεχομένως να μην είχε την επιπλέον βαρύτητα που τώρα διαθέτει αν η λαίδη Ελένμπορο δεν συνέδεε το όνομα και τη ζωή της με σημαντικά ιστορικά πρόσωπα, όπως αυτό του βασιλιά Λουδοβίκου, του Οθωνα και της Αμαλίας, του κόμη Σπύρου Θεοτόκη, του στρατηγού Χατζηπέτρου, του σεΐχη Μεντζουέλ ελ Μεζράμπ κ.ά.


Η Τζέιν Ντίγκμπι γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1807 στο Φόρστον Χάουζ, στο Ντόρσετ. Είχε το προνόμιο του εκπάγλου κάλλους, γοητεύοντας πρώτα τους γονείς της, τον ναύαρχο Χένρι Ντίγκμπι και τη λαίδη Τζέιν Αντόβερ, που ήθελαν αγόρι. Είναι ένα χαρισματικό παιδί που εντρυφεί στην κλασική παιδεία.


Σε ηλικία 17 ετών θα παντρευτεί τον κατά πολύ μεγαλύτερό της λόρδο Εντουαρντ Λο Ελένμπορο, αργότερα αντιβασιλέα των Ινδιών. Εξι μήνες μετά ανακαλύπτει μέσα στο σπίτι της το πορτρέτο της ερωμένης του. Θα τον εγκαταλείψει για τον αυστριακό πρίγκιπα Φέλιξ Σβάρτσενμποργκ. Το διαζύγιο για μοιχεία θα εκδοθεί εις βάρος της και θα αποτελέσει μέγα σκάνδαλο της εποχής. Εκτοτε θα είναι persona non grata για την Αγγλία.


Οταν λίγο αργότερα πληροφορείται τον θάνατο του γιου της (τον οποίο είχε αποκτήσει κρυφά με τον ξάδελφό της κατά τη διάρκεια του γάμου της, έναν γιο τον οποίο ο νόμιμος σύζυγός της θεωρούσε δικό του), θα γράψει οδηγούμενη από ανώφελες καθυστερημένες ενοχές στο ημερολόγιό της: «Καημένο παιδί, η μητέρα σου ποτέ δεν σου χαμογέλασε. Ούτε έμεινε για να σε ανακουφίσει τη μέρα που υπέφερες!». Ενώ σε ένα γράμμα στον αδελφό της «απολογείται»: «Ποτέ φυσικά δεν αγάπησα τα μωρά, ποτέ δεν έπαιξα με κούκλες, αγαπούσα περισσότερο τα ζώα..!».


Αναζητώντας την τύχη της στη Βαυαρία, αφού ο Φέλιξ, ο πιο οδυνηρός από τους έρωτές της, αρνείται να την παντρευτεί, παρ’ όλο που έχει αποκτήσει μαζί του δύο παιδιά (το τελευταίο πέθανε μόλις δέκα ημερών), θα γνωρίσει τον βασιλιά Λουδοβίκο. Μια τρυφερή ερωτική φιλία θα εκφραστεί μέσα από πλήθος ερωτικών επιστολών και κρυφές συναντήσεις. Η ανεπιθύμητη τέταρτη εγκυμοσύνη της ­ είναι αξιοσημείωτο πως πάντα εξαγρίωνε την Τζέιν η γονιμότητά της ­ θα την αναγκάσει να παντρευτεί τον βαρόνο Τσαρλς Φένινγκεν. Το παιδί που γεννιέται, η Μπέρθα, θα είναι ­ κατά τα συναγόμενα ­ κόρη του Λουδοβίκου, απ’ όπου θα κληρονομήσει μια σοβαρή μορφή ψυχασθένειας.


Η συνάντησή της εκείνη την εποχή με τον Μπαλζάκ θα του εμπνεύσει την «Ανθρώπινη Κωμωδία». Η ηρωίδα Αραμπέλα, λαίδη Ντάντζι, η πιο ερωτική γυναικεία μορφή του έργου, δεν είναι άλλη από την Τζέιν. «Αυτή η ύπαρξη που η λαμπρότητά της δείχνει φωσφορίζουσα και παροδική είναι καμωμένη από σίδερο», θα γράψει γοητευμένος εκείνος, και για τη δεινή ιππευτική ικανότητά της: «Πετυχαίνει ελάφια και ζαρκάδια χωρίς να αναχαιτίσει το άλογό της».


Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκρατήσει την ορμή της ανήσυχης ψυχής της που διψάει για έρωτα. Η γοητεία του έλληνα κόμη Σπύρου Θεοτόκη τής γεννάει παράφορο πάθος. Αποφασίζει να εγκαταλείψει τον βαρόνο, που ποτέ δεν αγάπησε, και ακολουθεί τον κόμη στην Ελλάδα. Για να τον παντρευτεί βαπτίζεται ορθόδοξη. Ολοκληρωτικά ευτυχισμένη κοντά του, θα γεννήσει το παιδί τους, που ονομάζει Λεωνίδα. «Για πρώτη φορά αυτό το μωρό το ερωτεύεται». Σε ηλικία έξι ετών όμως θα πέσει από τη σκάλα, νεκρό, στα πόδια της.


Κάθε φορά όπου η Τζέιν ερωτευόταν, νόμιζε πως ήταν η πεμπτουσία της ζωής της. Δινόταν με πάθος μη μπορώντας να αντιληφθεί την απομυθοποιητική πραγματικότητα. Οταν διαπίστωσε ότι και ο Θεοτόκης την απατά, τον εγκατέλειψε αμέσως. Εχει πια ωριμάσει. Αποφασίζει να ζήσει στην Αθήνα έχοντας την εύνοια του Οθωνα και προκαλώντας τη φθονερή αντιζηλία της Αμαλίας, που της κηρύσσει ανελέητο πόλεμο. Η αρρωστημένη γυναικεία ματαιοδοξία της Αμαλίας δεν αντέχει την ήττα, όταν πληροφορείται τον δεσμό της Τζέιν με τον στρατηγό Χατζηπέτρο, με τον οποίο είναι και η ίδια ερωτευμένη.


Ζει μαζί του σε σπηλιές, εκείνος όμως όχι μόνο την εκμεταλλεύεται οικονομικώς αλλά την απατά με την πιστή καμαριέρα της Ευγενία. Διπλά προδομένη, έχοντας διαπληκτιστεί και με τη μοναδική φίλη της, τη Δούκισσα της Πλακεντίας, αναζητεί τη λύτρωση στα ταξίδια, στη φυγή. Ηδη «μέσα σε διάστημα είκοσι πέντε περίπου χρόνων έχει δοκιμάσει τρεις γάμους και έχει γεννήσει έξι παιδιά, αν και δεν της έχει απομείνει κανένα. Ενιωθε σαν μεσήλικος νομάς».


Στην έρημο της Συρίας, αναζητώντας να αγοράσει ένα καθαρόαιμο αραβικό άλογο, θα γνωρίσει τον μεγαλύτερο και πιο τρυφερό έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του σεΐχη Μαντζουέλ ελ Μεζράμπ, είκοσι χρόνια νεοτέρου της. «Μακάρι να μην ξεγελάστηκα ως συνήθως», εξομολογείται την αγωνία της στο ημερολόγιό της.


Μαζί του θα «παντρευτεί» και ολόκληρη την έρημο. «Υιοθέτησα έναν ξένο λαό και τον έχω σαν δικό μου», θα γράψει για τη φυλή του άνδρα της. Εκείνοι την αποκαλούν «ουμ ελ λαμπάν», δηλαδή «γαλατένια μητέρα», «ευσπλαγχνική κυρά μας». Εχει πια γίνει ένα με τους νομάδες Βεδουίνους.


«Πέθανε ήρεμα σαν κουρασμένο παιδί που αποκοιμιέται στην αγκαλιά της μητέρας του. Ευχαριστημένη ως το τέλος, ενώ ήξερε από μερικούς μήνες πριν ότι πεθαίνει… Μιλούσε άλλοτε σε μια γλώσσα, άλλοτε σε μια άλλη… Η αγάπη για τον άνδρα της και η ανησυχία της για την ευτυχία του ήταν αξιοθαύμαστες».