Ενα από τα στοιχεία που συνθέτουν την πολυδιάστατη προσωπικότητα του ηγουμένου Εφραίμ είναι οι διπλωματικές του ικανότητες. Στη μακραίωνη ιστορία της Μονής Βατοπαιδίου δεν υπήρξαν μόνο ένδοξες στιγμές αλλά και επιθέσεις και λεηλασίες από πειρατές, Φράγκους και Καταλανούς το 1307. Ο Εφραίμ δεν εκμεταλλεύτηκε μόνο τα χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων αλλά και τις τύψεις των (πολύ) μακρινών απογόνων των πειρατών και έπεισε την Αυτονομία της Καταλωνίας να αποζημιώσει τη Μονή Βατοπαιδίου για τις καταστροφές που υπέστη. Με τα χρήματα αυτά ανακαίνισε ένα κεντρικό κτίριο του μοναστηριού και το μετέτρεψε σε μουσείο, στο οποίο φιλοξενείται μεταξύ άλλων εκθεμάτων και ένα κειμήλιο, δώρο των Καταλανών. Ενας άνθρωπος με τέτοια πειθώ ήταν δυνατόν να μην προσελκύσει τα (πολιτικά) τέκνα της Δεξιάς του Κυρίου;


Στο Αγιον Ορος όλες οι μεγάλες μονές διατηρούν έναν ευρύ κύκλο κοινωνικών και πολιτικών επαφών. Η Μονή Βατοπαιδίου όμως απέκτησε ξεχωριστή δυναμική και διεθνή δικτύωση, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση των υπολοίπων μοναστηριών, τα οποία θεωρούν ότι συνεχίζουν τη βυζαντινή παράδοση ενώ το Βατοπαίδιο συμβολίζει την εκκοσμίκευση. Στους τακτικούς επισκέπτες της Μονής Βατοπαιδίου συγκαταλέγονται οι κκ. Θ. Ρουσόπουλος και Ι. Αγγέλου. Ο υπουργός Επικρατείας επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Βατοπαίδιο ως δημοσιογράφος στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής του. Εκτοτε καθιέρωσε επισκέψεις κάθε χρόνο και ο Εφραίμ έγινε ο πνευματικός του. Ως υπουργός επισκέπτεται τη Μονή το Σάββατο του Λαζάρου, πριν από το Πάσχα, πολλές φορές όμως επαναλαμβάνει τα ταξίδια του στο Ορος. Κάποια από αυτά συζητήθηκαν, όπως συνέβη τον Απρίλιο του 2006, όταν η πρωθυπουργική αποστολή επέστρεφε από τη Βουλγαρία στην Αθήνα, αλλά στη Θεσσαλονίκη ο κ. Ρουσόπουλος μαζί με τον κ. Αγγέλου άλλαξαν προορισμό και έμειναν για δύο ημέρες στη Μονή Βατοπαιδίου. Πέρυσι επισκέφθηκε τη Μονή και ο κ. Κ. Καραμανλής. Λέγεται ότι ο υπουργός Επικρατείας έπεισε τον Πρωθυπουργό να διανυκτερεύσει μόνο στο Βατοπαίδι, γεγονός που προκάλεσε ποικίλα σχόλια, ενώ άλλοι συνεργάτες του Πρωθυπουργού είχαν επιμείνει να μην πάει. Τη συγκεκριμένη μονή έχουν επισκεφθεί πολλά «γαλάζια» στελέχη, όπως οι κκ. Ελ. Ζαγορίτης, Μεν. Δασκαλάκης, Κ. Σταϊκούρας, Π. Λειβαδάς, Χρ. Χατζηεμμανουήλ, Δ. Ζακυνθηνός και Ευ. Αντώναρος. Τα στελέχη του ΠαΣοΚ, αντιθέτως, επισκέπτονται όλες τις μονές όποτε πηγαίνουν στο Αγιον Ορος ώστε να αποφύγουν κατηγορίες για κομματισμό των μοναστηριών.


Νομικός σύμβουλος της Μονής Βατοπαιδίου ήταν μέχρι πρότινος ο κ. Δ. Πελέκης, πεθερός του κ. Βουλγαράκη, ο οποίος είναι κουμπάρος του κ. Ρουσόπουλου. Ο κ. Πελέκης είναι δικηγόρος δεκάδων μητροπόλεων, εκκλησιών και μονών και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα παλαιότερα μέλη του Συλλόγου Φίλων του Αγίου Ορους. Το όνομά του το πληροφορήθηκε η κοινή γνώμη το 2000, όταν ξέσπασε το θέμα των ταυτοτήτων και ο κ. Πελέκης κατέθεσε την τέταρτη κατά σειρά προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ως παράνομη και αντισυνταγματική. Το όνομά του ακούστηκε ξανά στην υπόθεση Βαβύλη καθώς ήταν νομικός εκπρόσωπος του έκπτωτου πατριάρχη Ειρηναίου. Επίσης χειρίστηκε τις δικαστικές προσφυγές, αγωγές και μηνύσεις συλλόγων πολιτών της Αττικής κατά του πρώην μητροπολίτη Παντελεήμονα. Το 2006 τοποθετήθηκε στο ΔΣ του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη-Κέντρου Εθνομουσικολογίας με απόφαση του κ. Βουλγαράκη, ο οποίος τότε ήταν υπουργός Πολιτισμού.


Η παρέμβαση του κ. Πελέκη σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων, όπου προειδοποίησε το Μέγαρο Μαξίμου ότι όποιος πειράξει τον κ. Βουλγαράκη θα έχει να κάνει μαζί του και απείλησε με αποκαλύψεις, πυροδότησε πολλές φήμες για την ταυτότητα και τις διασυνδέσεις όσων κρύβονται στην πραγματικότητα πίσω από την υπόθεση Βατοπαιδίου. «Το ερώτημα ποιος έστησε τη «μηχανή» της ανταλλαγής ακινήτων, οι μοναχοί ή ορισμένοι επιφανείς επισκέπτες με εξουσία, δεν έχει νόημα πλέον. Εγώ πιστεύω ότι αυτά έρχονται με την κουβέντα. Ολοι έξυπνοι άνθρωποι είναι και τίποτε δεν θα γινόταν αν δεν υπήρχαν ευήκοα ώτα» λέει άνθρωπος που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στο Περιβόλι της Παναγίας.


Τα συμβόλαια για την ανταλλαγή των εκτάσεων συνετάγησαν από τη συμβολαιογράφο κυρία Αικατερίνη Πελέκη, σύζυγο του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Γ. Βουλγαράκη. Ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης αποκάλυψε στη Βουλή 20 συμβόλαια της κυρίας Πελέκη, από τα οποία προκύπτουν οι ανταλλαγές ακινήτων και αμοιβή 300.000 ευρώ, ποσό όμως που αποτελεί τέλος το οποίο καταβάλλεται στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.


Καταγγελίες ότι γνώριζε το σκάνδαλο και δεν μίλησε έγιναν και για τον νομάρχη Θεσσαλονίκης κ. Π. Ψωμιάδη επειδή στη Μονή Βατοπαιδίου είχαν δοθεί και οικόπεδα του Δημοσίου στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων ορισμένα πουλήθηκαν και χτίστηκαν. Ο κ. Ψωμιάδης απάντησε ότι οι νομαρχίες δεν έχουν δικαίωμα να παραχωρούν δημόσιες εκτάσεις και ότι, αντιθέτως, συνέβαλε στη σωτηρία της περιουσίας του Δημοσίου καθώς κάποιες από τις επίμαχες εκτάσεις επέστρεψαν τελικά σε αυτό. Παράγοντες της πόλης όμως πιστεύουν ότι η υπόθεση αυτή έχει σκοτεινές πτυχές οι οποίες δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς.


Το ενδιαφέρον της Μονής Βατοπαιδίου για τα ακίνητα εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το 1988, όταν δύο πολίτες οι οποίοι συνδέονταν με το μοναστήρι κατέθεσαν υπεύθυνες δηλώσεις όπου αναφέρουν ότι η Μονή είναι ιδιοκτήτρια των 40.000 στρεμμάτων της λίμνης και των 25.000 στρεμμάτων γης γύρω από αυτήν. Πάνω σε αυτές στηρίχθηκε απόφαση του Κεντρικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Δημοσίων Κτημάτων η οποία αποδέχθηκε την κυριότητα του Βατοπαιδίου στις εκτάσεις αυτές. Ακολούθησαν δύο υπουργικές αποφάσεις των πρώην υφυπουργών Οικονομικών κκ. Γ. Δρυ και Απ. Φωτιάδη που αναγνώριζαν την παραχώρηση. Επειτα όμως από την έντονη αντίδραση των κατοίκων της περιοχής και από γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που έκριναν παράνομες τις διεκδικήσεις της Μονής, οι κκ. Δρυς και Φωτιάδης ανακάλεσαν τις αποφάσεις τους και ο δεύτερος ζήτησε να επανεξεταστούν οι γνωμοδοτήσεις. Οι ενέργειες αυτές οδήγησαν στις δικαστικές αίθουσες τη Μονή Βατοπαιδίου με το ελληνικό Δημόσιο. Η δίκη ξεκίνησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κομοτηνής τον Νοέμβριο του 2003 και η απόφαση αναμενόταν εντός του 2004. Αίφνης, τον Ιούνιο του 2004, το ελληνικό Δημόσιο και το Βατοπαίδιο με ταυτόχρονη δήλωσή τους γνωστοποίησαν πως δεν επιθυμούν την έκδοση απόφασης. Αυτό είχε ως συνέπεια να ισχύσει προηγούμενη απόφαση (7 Ιουνίου 2004) του υφυπουργού Οικονομίας κ. Π. Δούκα με την οποία αποδέχεται τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, η οποία απέρριπτε την επανεξέταση των ευνοϊκών γνωμοδοτήσεων για τη Μονή Βατοπαιδίου. Επιπλέον ο φάκελος με όλα τα στοιχεία της υπόθεσης έχει μυστηριωδώς χαθεί από το Πρωτοδικείο Κομοτηνής. Εκείνη την εποχή οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της Θράκης έστειλαν ενημερωτική επιστολή για όσα συνέβαιναν στη Βιστωνίδα στο γραφείο του Πρωθυπουργού.


Στις αρχές του 2005 το Δ’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (15/14.1.2005) γνωμοδότησε υπέρ της ανάθεσης στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης της αρμοδιότητας για την ανταλλαγή των εκτάσεων. Στη συνέχεια ψηφίζεται νόμος που επιτρέπει να μη δημοσιεύονται στο ΦΕΚ οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις και ακολουθούν δύο αποφάσεις-φαντάσματα, όπως χαρακτηρίστηκαν. Με την πρώτη, η οποία εξεδόθη στις 5 Ιουνίου 2006 και υπογράφεται από τους κκ. Ευ. Μπασιάκο (ο οποίος είναι κουμπάρος του κ. Καραμανλή) και Αλ. Κοντό, μεταβιβάζονται ακίνητα του υπουργείου (και εκτός νομών Ξάνθης και Ροδόπης) στην ΚΕΔ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την ανταλλαγή με τις εκτάσεις του Βατοπαιδίου. Με τη δεύτερη (26 Ιουλίου 2006), η οποία υπογράφεται από τους κκ. Μπασιάκο, Κοντό και Π. Δούκα, το Δημόσιο προχωρεί στη διαδικασία της ανταλλαγής, με εποπτεύοντα τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Ανάπτυξης κ. Κ. Σκιαδά.


Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν εμφύλιο ανάμεσα στον κ. Δούκα και στον κ. Μπασιάκο, ενώ στην ιστορία ενεπλάκη και ο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Θ. Αλιφακιώτης, ο οποίος κατήγγειλε ότι δέχθηκε πιέσεις προκειμένου να συναινέσει στην εκχώρηση δημόσιας περιουσίας και επειδή αρνήθηκε καρατομήθηκε με «άνωθεν εντολή», όπως είπε. Επειτα από τις διαστάσεις που έχει λάβει η υπόθεση, ο υπουργός Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφης ανακοίνωσε ότι αναστέλλονται όλες οι διαδικασίες εκτέλεσης κάθε λογής διοικητικών πράξεων που αφορούν ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων της Μονής Βατοπαιδίου ώσπου να ολοκληρωθεί η δικαστική έρευνα.


Η ιστορία των «αμαρτωλών» γνωμοδοτήσεων


Το χρονικό της παράδοσης στη Μονή Βατοπαιδίου της περιουσίας του Δημοσίου προκύπτει ανάγλυφα από την παραγγελία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδά προς το Εφετείο Αθηνών, όπου περιγράφονται κατά χρονολογική σειρά όλες οι πράξεις της Διοίκησης, οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο στη σύναψη συμβολαίων για τις κτηματικές ανταλλαγές και ακολούθως τις αγοραπωλησίες στις οποίες προχώρησε το λεγόμενο μοναστήρι των… επωνύμων. 1930


Η ιστορία ξεκινά πριν από 78 ολόκληρα χρόνια. Η σύμβαση που συνήφθη στις 4 Μαΐου 1930 μεταξύ του Δημοσίου και της μονής δεν είναι υπέρ της τελευταίας. Το μοναστήρι αποδέχεται ότι δεν έχει καμία κυριότητα επί της λίμνης Βιστωνίδας. Του παραχωρείται μόνο η εκμετάλλευση. Εκτοτε άλλαξαν πολλά εκτός, αλλά και εντός της μονής, με αποτέλεσμα οι παλαιές διεκδικήσεις να αναγεννηθούν και συν τω χρόνω να δημιουργηθεί το πρόσφορο έδαφος για την ικανοποίησή τους. 1998


Με την 26/1998 γνωμοδότησή του το Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων δέχεται για πρώτη φορά ότι το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί της νησίδας Μπουρού στη λίμνη Βιστωνίδα, εκτός του αιγιαλού. Με απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών της 5ης Φεβρουαρίου 1999 η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων γίνεται δεκτή. 2000


Η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους συνεχίζει να ανθίσταται στις διεκδικήσεις. Με την υπ’ αριθμόν 111/2002 απόφασή της κρίνει ότι «η λίμνη Βιστωνίδα είναι κοινόχρηστο πράγμα, δεν έχει επ’ αυτής δικαίωμα κυριότητας η Μονή Βατοπαιδίου και έχει παραχωρηθεί μόνο για εκμετάλλευση αυτής και του ιχθυοτροφείου». 2002


Δεύτερη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, η υπ’ αριθμόν 17/2002, κρίνει ότι το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί των παραλίμνιων εκτάσεων 25.000 στρεμμάτων των νησίδων Αγίου Νικολάου και Παναγίας Παντανάσσης στη λίμνη Μπουρού, οι οποίες «ανήκουν εξ ολοκλήρου στη Μονή Βατοπαιδίου». Η γνωμοδότηση γίνεται δεκτή με την από 5.8.2002 απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών. 2003


Νέα απόφαση (4.6.2003) του υφυπουργού Οικονομικών κάνει δεκτή μία ακόμη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, το οποίο επεκτείνει και άλλο τις γαίες της Μονής Βατοπαιδίου. Πρόκειται για την 46/2002, η οποία αποφαίνεται ότι το Δημόσιο δεν δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί της λίμνης Βιστωνίδας και στις όχθες της, οι οποίες «ανήκουν εξ ολοκλήρου στη Μονή Βατοπαιδίου». 2004


Νέα γνωμοδότηση (26/2004) του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, η οποία εκδόθηκε κατόπιν εντολής (30.10.2003) του υφυπουργού Οικονομίας. Η εντολή δόθηκε έπειτα από σχετική ένσταση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης. Το ΣΔΚ έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος να επανεξεταστούν οι προηγούμενες τρεις γνωμοδοτήσεις του. Η γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτή με την από 7.6.2004 απόφαση του υφυπουργού Οικονομίας. 2005


Γνωμοδότηση υπ’ αριθμόν 15/2005 του Δ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δέχεται ότι ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης «νομίμως δύναται να αναθέσει στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου την ανταλλαγή» εκτάσεων της παραλίμνιας περιοχής με άλλες εκτός των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης. Βάσει αυτής, με την από 26.7.2006 απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης κ. Ευ. Μπασιάκου και υφυπουργού Οικονομίας κ. Π. Δούκα γίνεται η ανταλλαγή της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλίμνιων εκτάσεών της, οι οποίες έχουν πλέον αναγνωριστεί ως κτήματα της μονής, με ακίνητα του Δημοσίου εκτός των Νομών Ξάνθης και Ροδόπης.


Εκτοτε παραδίδονται στη Μονή Βατοπαιδίου ένα ακίνητο στο Ολυμπιακό Χωριό, το οποίο εν συνεχεία πουλήθηκε σε ιδιώτες αντί 40 εκατ. ευρώ, εκτάσεις στην Ουρανούπολη, στο Ωραιόκαστρο, στο Λαύριο, στο Γραμματικό και Κύριος οίδε πού αλλού. Η δικαστική έρευνα θα πρέπει τώρα να διακριβώσει αν υπήρξε κακουργηματική απάτη εις βάρος του Δημοσίου, και συγκεκριμένα να διερευνηθούν οι ευθύνες των μελών του Δ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και εκείνες του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, με τις γνωμοδοτήσεις των οποίων η περιουσία της Μονής Βατοπαιδίου αυξήθηκε από περίπου 400 σε 27.000 στρέμματα, καθώς και των ορκωτών εκτιμητών, εξαιτίας της υπερκοστολόγησης των εκτάσεων της μονής και της υποτίμησης των δημόσιων εκτάσεων με τις οποίες αντάλλαξε την υποτιθέμενη κτηματική περιουσία της.