Σοβαρότατες ενδείξεις ενοχής εις βάρος των τριών «κουμπάρων» προέκυψαν από την ανάκριση για την υπόθεση της εκβίασης της γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ. Ο ανακριτής κ. Γεώργιος Ανδρεάδης ολοκλήρωσε τις ανακριτικές ενέργειές του και εντός των ημερών καλεί τους δικηγόρους των εμπλεκομένων μερών να υπογράψουν το πέρας της ανακρίσεως. Τον λόγο τώρα έχει το Δικαστικό Συμβούλιο, που θα προτείνει επί της παραπομπής των κατηγορουμένων σε δίκη. Κανένας δεν μπορεί να προδικάσει την κρίση των δικαστών του Συμβουλίου, το σίγουρο όμως είναι ότι τα στοιχεία που ανέδειξε η ανάκριση ήδη βαραίνουν αρνητικά τον «ποινικό φάκελο» των κατηγορουμένων. Ιδιαίτερη σημασία για την ποινική εξέλιξη της υπόθεσης εκτιμάται ότι έχει η λεπτομερής περιγραφή της διάπραξης της κακουργηματικής εκβίασης εις βάρος της ΜΕΒΓΑΛ τόσο από τον ανακριτή όσο και από την εισαγγελέα Πρωτοδικών κυρία Αθανασία Βλάχου στις διατάξεις με τις οποίες αποφυλακίστηκαν οι κατηγορούμενοι. Ανακριτής και εισαγγελέας περιγράφουν με πανομοιότυπο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και την κατηγορία. Η μόνη διαφορά τους έγκειται στο ότι η εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθούν τα αιτήματα των τριών για αντικατάσταση της προσωρινής τους κράτησης, ενώ, αντίθετα, ο ανακριτής τα έκανε δεκτά ανοίγοντας τις πόρτες της φυλακής.


Το ιστορικό της εκβίασης, όπως περιγράφεται από την εισαγγελέα κυρία Βλάχου, έχει ως εξής:


Στις 25 Αυγούστου 2006 ο διευθύνων σύμβουλος της γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ Δημήτρης Συμεωνίδης δέχθηκε τηλεφώνημα από άγνωστο άνδρα, ο οποίος, αφού τον ενημέρωσε ότι επίκειται η επιβολή από μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού εις βάρος της εταιρείας υψηλού προστίμου, ανερχόμενου στο ποσόν των 25.000.000 ευρώ, του ανέφερε ότι υπάρχει η δυνατότητα να αποφευχθεί η επιβολή του. Για το παραπάνω τηλεφώνημα ενημερώθηκε και ο πρόεδρος της ΜΕΒΓΑΛ Πέτρος Παπαδάκης, ο οποίος, έχοντας τη διαβεβαίωση του τότε νομικού συμβούλου της εταιρείας ότι δεν υφίσταται κάτι επιλήψιμο εις βάρος της εταιρείας, δεν προέβη σε καμία ενέργεια.


Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, στις 3 Σεπτεμβρίου 2006, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, εξωτερικός συνεργάτης – εκτελωνιστής της ΜΕΒΓΑΛ, τηλεφώνησε στον διευθύνοντα σύμβουλο της γαλακτοβιομηχανίας, από τον οποίο ζήτησε να συναντηθούν για ένα πολύ σοβαρό θέμα. Η συνάντησή τους έγινε τις βραδινές ώρες της ιδίας ημέρας, οπότε ο Αναγνωστόπουλος ενημέρωσε τον Συμεωνίδη ότι υπάρχουν στοιχεία εις βάρος της εταιρείας και για τον λόγο αυτόν επίκειται η επιβολή προστίμου ύψους 24.480.000 ευρώ. Τις πληροφορίες αυτές είχε από γνωστούς του στην Αθήνα, οι οποίοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν να απαλλαγεί η εταιρεία. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να μεταβούν στην Αθήνα προκειμένου να συναντήσουν κάποιο άτομο το οποίο και θα τους διευκρίνιζε ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αποφύγει η εταιρεία το υπέρογκο πρόστιμο.


Στο ίδιο μοτίβο ο ανακριτής κ. Ανδρεάδης καταγράφει τις επόμενες κινήσεις των κατηγορουμένων, όπως προέκυψαν από τις καταθέσεις:


* Το ραντεβού της Αθήνας


«Η συνάντηση έλαβε χώρα στις 6 Σεπτεμβρίου 2006 σε δωμάτιο του ξενοδοχείου «King George» το οποίο μίσθωνε ο Αναγνωστόπουλος και σε αυτήν ήταν παρόντες, πλην των Συμεωνίδη και Παπαδάκη, οι Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης. Εκεί ο τελευταίος, αφού τους ανέγνωσε εδάφια από απόρρητα έγγραφα της Επιτροπής Ανταγωνισμού που του είχε δώσει ο Αδαμόπουλος και αφού τους έπεισε για την ακρίβεια των λεγομένων του, τους ανέφερε ότι επίκειται η επιβολή προστίμου στη μηνύτρια εταιρεία ύψους 24.880.000 ευρώ. Περαιτέρω τους ανέφερε ότι θα έπρεπε να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα επιείκειας, μια διαδικασία την οποία θα τους υποδείκνυαν, και ότι αυτός και μια ομάδα ανθρώπων που ήταν μέσα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού θα τους βοηθούσαν να γίνει δεκτή η αίτησή τους και να απαλλαγούν πλήρως από το ως άνω πρόστιμο με την προϋπόθεση ότι θα κατέβαλλαν στα άτομα που θα ασχολούνταν με το θέμα αυτό το 10% του προστίμου, δηλαδή το ποσό των 2.480.000 ευρώ. Επίσης, ότι υπήρχε η δυνατότητα της μερικής απαλλαγής από το πρόστιμο, και πάλι όμως υπό την προϋπόθεση της καταβολής ορισμένου ποσού, το οποίο δεν συγκεκριμενοποίησε. Σε περίπτωση συμφωνίας το παραπάνω χρηματικό ποσό θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε τραπεζική θυρίδα, τα κλειδιά της οποίας θα είχαν ο Κωνσταντινίδης και ο Παπαδάκης και από την οποία θα αναλαμβάνονταν τα χρήματα όταν θα απαλλασσόταν η μηνύτρια εταιρεία από το πρόστιμο. Μάλιστα ο Κωνσταντινίδης επεσήμανε ότι ο Αναγνωστόπουλος θα ήταν ο θεματοφύλακας της μεταξύ τους συνεργασίας, γεγονός που αποδέχθηκε και επιβεβαίωσε ο τελευταίος».


Αμέσως μετά τη συνάντηση, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2006, ο Παπαδάκης τηλεφώνησε στον Κωνσταντινίδη για να του πει ότι μόλις εξασφάλιζε την επιταγή θα επικοινωνούσαν για να καθορίσουν τον τόπο και τον χρόνο της παράδοσής της. Στη συνέχεια, όμως, προφασιζόμενος δυσκολία εξεύρεσης μιας επιταγής τόσο μεγάλου ποσού, του τηλεφώνησε και του είπε ότι μπορούσε να του δώσει άμεσα μόνο το ποσό των 200.000 ευρώ. Ο Κωνσταντινίδης το αποδέχθηκε αφού προηγουμένως συνεννοήθηκε τηλεφωνικά με τον Αδαμόπουλο.


* Η «απάντηση» ανακριτού και εισαγγελέως


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα όσα εισαγγελέας και ανακριτής «απαντούν» στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα για τον Κ. Κωνσταντινίδη η κυρία Βλάχου σημειώνει: «Βαρύνουσα όμως σημασία παρουσιάζει η ληφθείσα την 11.9.2006 προανακριτική απολογία του Κ. Κωνσταντινίδη, καθώς και η ληφθείσα την αυτή ημερομηνία συμπληρωματική απολογία του, και τούτο παρά τον μεταγενέστερο ισχυρισμό του, κατά την απολογία του ενώπιον του 14ου τακτικού ανακριτή Αθηνών, ότι όλα όσα είχε καταθέσει προανακριτικά ήσαν ψευδή ως προϊόν ψυχολογικής πίεσης που ασκήθηκε επάνω του από τους αστυνομικούς, ισχυρισμός ο οποίος κατά την κρίση μας τυγχάνει αβάσιμος και δεν δύναται να πλήξει την αξιοπιστία των ανωτέρω προανακριτικών καταθέσεών του…».


Η εισαγγελέας αξιολογώντας τη δράση του κ. Αδαμόπουλου αναφέρει: «Ο Παναγιώτης Αδαμόπουλος όχι μόνο ήταν το πρόσωπο εκείνο που ζήτησε από τον Κ. Κωνσταντινίδη να προσεγγίσει τη γαλακτοβιομηχανία ΜΕΒΓΑΛ προκειμένου να τους ενημερώσει για την επικείμενη επιβολή ενός ιδιαίτερα υψηλού προστίμου εις βάρος της, το οποίο όμως θα μπορούσε να εξαλειφθεί πλήρως αν η ανωτέρω εταιρεία ακολουθούσε τη διαδικασία που θα της επιδείκνυαν και με την προϋπόθεση ότι θα κατέβαλλε στα άτομα εκείνα που θα μεσολαβούσαν υπέρ της στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας χρηματικό ποσό ίσο με το 10% του προστίμου, αλλά περαιτέρω ήταν το πρόσωπο εκείνο το οποίο έδινε εντολές στον Κ. Κωνσταντινίδη για το τι θα πράξει και πώς και το οποίο ενημερωνόταν πάντα για την εξέλιξη της εν λόγω μεσολάβησης».


Από την πλευρά του, ο ανακριτής κ. Ανδρεάδης στη διάταξή του για τον Αδαμόπουλο καταρρίπτει ένα προς ένα τα υπερασπιστικά ερείσματά του: «Ο ισχυρισμός του ότι η μόνη εμπλοκή στην υπόθεση συνίσταται στο ότι χρησιμοποίησε τον Κωνσταντινίδη ως δίαυλο προσέγγισης των γαλακτοβιομηχανιών προκειμένου να εξηγήσει σε κάποια από αυτές τα ευεργετήματα της υπαγωγής στο πρόγραμμα επιείκειας για να πεισθεί να αποκαλύψει στοιχεία που να αποδεικνύουν την παράνομη σύμπραξη μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών δεν κρίνεται πειστικό καθ’ όσον στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε η σχετική προσπάθεια προσέγγισης να ήταν εν γνώσει και άλλων μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή έστω του προέδρου Σπυρίδωνα Ζησιμόπουλου, ο οποίος όμως τόσο στην προανακριτική κατάθεσή του όσο και σε αυτήν ενώπιόν μας αρνήθηκε ότι είχε ενημερωθεί σχετικά».


Αποδεικτικό στοιχείο οι τηλεφωνικές επαφές


Η εμπλοκή των κατηγορουμένων κατά τον ανακριτή αποδεικνύεται επίσης και από τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους. Συνδετικός κρίκος όλων ο Κωνσταντινίδης, ο οποίος επικοινωνούσε πολλές φορές την ημέρα με τον Αδαμόπουλο και τον Αναγνωστόπουλο, ενώ επανειλημμένες ήταν οι κλήσεις του και προς τους εκπροσώπους της ΜΕΒΓΑΛ.


Επίσης ο ανακριτής επισημαίνει: «Ο ισχυρισμός του Αναγνωστόπουλου ότι δεν γνώριζε τίποτε για τα χρήματα που ζητήθηκαν από τον Κωνσταντινίδη και ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης της 6.9.2006 μιλούσε στο κινητό τηλέφωνό του και δεν άκουσε όσα διαμείφθηκαν μεταξύ Κωνσταντινίδη, Παπαδάκη και Συμεωνίδη δεν μπορεί να γίνει δεκτός ως βάσιμος». Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί ο ανακριτής, από τον αναλυτικό τηλεφωνικό λογαριασμό του Αναγνωστόπουλου προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης στο «King George» πραγματοποίησε και δέχθηκε μόνο τέσσερις κλήσεις συνολικής διάρκειας περίπου πέντε λεπτών.


Ο κ. Ανδρεάδης απαντά, τέλος, και στην προσπάθεια των κατηγορουμένων να καταρρίψουν την κατηγορία της κακουργηματικής εκβίασης: «Εξάλλου ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι δεν μπορεί να υφίσταται εκβίαση καθ’ όσον ο ρόλος του στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ήταν απλώς εισηγητικός και επομένως δεν εξαρτιόταν από τη θέλησή του η επιβολή προστίμου στη ΜΕΒΓΑΛ δεν ασκεί επιρροή διότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της εκβίασης δεν απαιτείται το αντικειμενικώς πρόσφορο της απειλής αλλά το πώς εξελήφθη αυτή από τον αποδέκτη της και αν λειτούργησε αιτιακά για τον σκοπό που τη μεταχειρίστηκε ο δράστης».