Το πρόβλημα των «ράντζων» στα νοσοκομεία είναι πάντοτε ενδιαφέρον και επίκαιρο θέμα το οποίο προσφέρεται αναντίρρητα για συζητήσεις σε τηλεοπτικά παράθυρα. Είναι βέβαιον όμως ότι πονάει πολύ τους έλληνες πολίτες της καθημερινότητας το γεγονός ότι η ατυχής στιγμή τούς υποχρέωσε να νοσηλευτούν σε ίδρυμα του δημόσιου φορέα. Πρέπει να επισημανθεί και η διαπίστωση ότι το πρόβλημα αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης – ανεπίτρεπτα κατά τη δική μου άποψη – όπου ακούγονται συνήθως στείρες διαπιστώσεις, χωρίς την άρθρωση υπεύθυνων προτάσεων. Και ακόμη χειρότερα, απαξιώνεται και δυναμιτίζεται από την αρχή οποιαδήποτε φιλότιμη προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας για ευνόητους βεβαίως λόγους.


Δέχομαι και υποστηρίζω a priori ότι το θέμα των «ράντζων» εντάσσεται στο συνολικό πλαίσιο της δημόσιας Υγείας και θα πρέπει να επιχειρείται η λύση του με αυτή την αντίληψη.


Από την άλλη πλευρά όμως, θα πρέπει να δεχτούμε ότι είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα της καθημερινότητας που χρειάζεται «συμπτωματική θεραπεία», για να χρησιμοποιήσω την ιατρική ορολογία, και το οποίο τουλάχιστον απαιτεί προς το παρόν τη λήψη ορισμένων, εφικτών, διορθωτικών χειρισμών.


Θα τολμήσω να καταθέσω ορισμένες σκέψεις μου, οι οποίες απορρέουν από την εμπειρία που απέκτησα κατά τη μακράν παραμονή μου στον δημόσιο χώρο και μάλιστα σε τριτοβάθμια νοσοκομεία αιχμής και αυξημένου φόρτου υποδοχής επειγόντων περιστατικών.


Πάντοτε υποστήριζα την άποψη ότι η παρουσία των «ράντζων» στις κλινικές είναι βασικά πρόβλημα σωστής και ορθολογικής διαχείρισης των ασθενών και όχι τόσο πρόβλημα αριθμού κλινών. Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ κατ’ ανάγκην στις χειρουργικές κλινικές – ένας χώρος που μου είναι ιδιαίτερα γνώριμος.


Ο προεγχειρητικός χρόνος νοσηλείας στις επιλεγμένες περιπτώσεις ως και σήμερα τουλάχιστον εξακολουθεί να είναι απαράδεκτα μεγάλος, που πολλές φορές υπερβαίνει το δεκαήμερο και όχι μόνο. H παράταση αυτή προκαλεί πολλές παρενέργειες οι οποίες, ασφαλώς, δημιουργούν τεχνητή λίμναση στις κλινικές (περιορισμός ροής ασθενών), επηρεάζοντας τόσο την απόδοση του χειρουργικού έργου όσο και τη σχέση κόστους – οφέλους. H λύση του προβλήματος αυτού είναι πολύ απλή και εφικτή. Πλήρης δηλαδή μελέτη των ασθενών πριν από την εισαγωγή τους, ώστε ο χρόνος προεγχειρητικής νοσηλείας να περιοριστεί σε μία μόνο ημέρα, ή ακόμη και μηδέν ημέρες, μια και ο ασθενής θα μπορεί να εισάγεται ακόμη και την ημέρα που θα πραγματοποιηθεί η χειρουργική επέμβαση.


H μακρά αυτή δέσμευση των κλινών νοσηλείας μπορεί κατ’ αρχήν να αποδοθεί δικαιωματικά στην έλλειψη διαχειριστικής ικανότητας των υπεύθυνων διευθυντικών στελεχών των κλινικών. H τοποθέτηση αυτή ίσως έχει και κάποια βάση. Ωστόσο το πρόβλημα εντοπίζεται στους μεγάλους ασφαλιστικούς φορείς, π.χ. IKA και ΟΓΑ, οι οποίοι δεν επιτρέπουν τη μελέτη των ασθενών, εκτός των νοσοκομείων. Προσπάθησα να δώσω μια απάντηση σε αυτό και, τελικά, κατέληξα στην άποψη ότι οφείλεται στην έμφυτη ελληνική καχυποψία ανάμεσα στους φορείς της Υγείας (π.χ. ιατρούς ή κλινικές) και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.


Είναι πρόδηλο ότι θα πρέπει να παρακαμφθεί το εμπόδιο αυτό με νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες να αποκλείουν οποιαδήποτε νοθεία στον εξωνοσοκομειακό έλεγχο των ασθενών.


H παράταση, εξάλλου, της νοσηλείας μετεγχειρητικά είναι ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που συμβάλλει και αυτό στον περιορισμό της ροής των ασθενών. Εδώ, η ευθύνη των γιατρών είναι μεγάλη, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη σύσταση και ενεργοποίηση της Επιτροπής Ποιοτικού Ελέγχου – υπάρχει σε όλα τα νοσοκομεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης – και είναι από τα sine qua non για την εύρυθμη λειτουργία κάθε νοσηλευτικού ιδρύματος.


Θα πρέπει να σχολιαστούν ιδιαίτερα οι εισαγωγές των επειγόντων περιστατικών, τα οποία καθορίζουν αποφασιστικά τη ροή των ασθενών στις εφημερίες, συνεπώς και την πιθανότητα ανάπτυξης ή μη επικουρικών κλινών.


Σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεκτά, οι επείγουσες εισαγωγές συνεπεία υπερεκτίμησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 5-10% του συνόλου των εισαγωγών. Με άλλα λόγια δηλαδή, θα υπάρχει πάντοτε ένας μικρός αριθμός άσκοπων εισαγωγών. Στα νοσοκομεία μας, ατυχώς, οι ανεπίτρεπτες εισαγωγές είναι πάρα πολλές και πέραν, φυσικά, της ποσοστιαίας αναλογίας που αναφέρθηκε παραπάνω. Και αυτές οφείλονται κατά κύριο λόγο στο ότι τα εξωτερικά ιατρεία στις εφημερίες τα διαχειρίζονται συνήθως άπειροι και ανειδίκευτοι γιατροί, οι οποίοι φοβούμενοι ενδεχόμενη νομική εμπλοκή τους καταφεύγουν στην ανώδυνη λύση της άσκοπης εισαγωγής.


Εδώ, η ευθύνη των υπεύθυνων διευθυντικών στελεχών είναι μεγάλη καθώς οφείλουν και μπορούν να ελέγχουν τις επείγουσες εισαγωγές, αν πράγματι είναι επείγουσες και αιτιολογημένες.


H ανάπτυξη των ελεγκτικών μηχανισμών είναι απαραίτητη και για έναν άλλο λόγο. Πολλά χρόνια περιστατικά μετονομάζονται σε επείγοντα με σκοπό την παράκαμψη της λίστας και, φυσικά, την επίσπευση της χειρουργικής επέμβασης. H μη νόμιμη αυτή διαδικασία, πέραν του γεγονότος ότι μειώνει τις «δραστικές» κλίνες της εφημερίας, ενέχει και το στοιχείο του δόλου και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των γιατρών.


H γνώση επίσης του πιθανού αριθμού των κλινών που απαιτούνται στις εφημερίες, τόσο σε επίπεδο νοσηλευτικού ιδρύματος όσο κυρίως σε επίπεδο κλινικών, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ο υπολογισμός αυτός είναι εφικτός, με τη στατιστική ανάλυση των επειγουσών εισαγωγών σε χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός μηνός. Ο καθ’ υπολογισμόν με αυτόν τον τρόπο αριθμός τουλάχιστον των επειγουσών εισαγωγών θα πρέπει να προσεγγίζεται την προηγουμένη της εφημερίας με πολύ αυστηρά, αλλά και αποτελεσματικά μέτρα: αναβολή, π.χ., των χρόνιων εισαγωγών, εσωτερική κατανομή ασθενών, ή ακόμη και με εξιτήριο αυτών των ασθενών που δεν προβλέπεται να χειρουργηθούν τις αμέσως επόμενες ημέρες κτλ.


Εκτιμώ ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και επίσης έχει τη θέληση να προχωρήσει σε διορθωτικές κινήσεις. Πιστεύω ότι αυτές οι τοποθετήσεις θα συμβάλουν θετικά στα σημερινά μέτρα, τα οποία έχουν ήδη ληφθεί.


Εξακολουθώ όμως να υποστηρίζω ότι το πρόβλημα «ράντζα» εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Υγείας. H εφαρμογή διορθωτικών μηχανισμών είναι αναγκαία, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εξέλιξης και της βελτίωσης ενός, προς το παρόν ακόμη, μίζερου Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ως παράδειγμα μπορώ να αναφέρω την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας, τον θεσμό του οικογενειακού ιατρού, τη στήριξη των περιφερικών νοσοκομείων και τη στελέχωσή τους με άξιους συναδέλφους, την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και ως τότε τη λήψη νέων θεσμικών ρυθμίσεων κτλ.


Δεν αμφιβάλλω ότι η υπεύθυνοι του υπουργείου Υγείας είναι γνώστες των παραπάνω προβλημάτων. Φυσικά, η διάθεση κονδυλίων είναι αναγκαία αλλά θα πρέπει να υπάρχει γνώση των πραγμάτων, τόλμη και όραμα. Αυτά προς το παρόν. Αλλά θα επανέλθουμε ξανά στο θέμα με την αναφορά στη διαχείριση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, που είναι και αυτό ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα της καθημερινότητας.


Ο κ. Γιώργος Ανδρουλάκης είναι καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.