Ο μεγάλος θόρυβος που προκλήθηκε πρόσφατα για την πολυσυζητημένη τροπολογία για τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών δεν είναι τυχαίος. Οπως τυχαία δεν είναι και η σημαντική ανάπτυξη που γνώρισαν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια αυτά τα κέντρα. H χώρα μας διαθέτει μια σειρά χαρακτηριστικά που την κατατάσσουν στις πρώτες θέσεις προτίμησης από την πλευρά των ξένων πανεπιστημίων τα οποία θέλουν να αναπτύξουν στο εξωτερικό εκπαιδευτικές δραστηριότητες με εμπορικό προσανατολισμό.


Σύμφωνα με έρευνα που έχει γίνει από τον καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Π. Γετίμη και τον σύμβουλο Μάρκετινγκ και Εκπαίδευσης στο TEI Αθήνας κ. Δ. Ζωντήρο, τέσσερα είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που θεωρούνται «πρόσφορα» από τα ξένα πανεπιστήμια σε μια άλλη χώρα για να αναπτύξουν εκπαιδευτικές συνεργασίες χωρίς να πληρούνται τα απαραίτητα ποιοτικά κριτήρια μιας τυπικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης:


* H μεγάλη ζήτηση για πανεπιστημιακή παιδεία, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από τα υπάρχοντα πανεπιστήμια («κλειστός αριθμός» εισακτέων και αυστηρά συστήματα επιλογής).


* H λειτουργία ενός «γκρίζου» χώρου εκπαιδευτικής αγοράς που βρίσκεται εκτός νομιμότητας ή στα όρια αυτής, χωρίς έλεγχο από το υπουργείο Παιδείας.


* H αγορά εργασίας η οποία δίνει διεξόδους σε αποφοίτους από τέτοιες σπουδές, χωρίς να απαιτείται η τυπική αναγνώριση των αντίστοιχων τίτλων σπουδών. Πρόκειται για ειδικότητες με μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας και η οποία ζήτηση δεν καλύπτεται από τους πτυχιούχους πανεπιστημίων.


* Οικογένειες που αδυνατούν για οικονομικούς και άλλους λόγους να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό.


Στην περίπτωση της χώρας μας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνυπάρχουν και σε αρκετά από αυτά κατέχουμε και ευρωπαϊκές «πρωτιές». Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που εφαρμόζει το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων για την εισαγωγή των υποψήφιων φοιτητών σε όλες τις πανεπιστημιακές σχολές. Παράλληλα, ο ένας στους πέντε έλληνες φοιτητές σπουδάζει σε κάποια σχολή του εξωτερικού, με αποτέλεσμα η χώρα μας μαζί με το Ιράν να είναι πρώτη παγκοσμίως στην εξαγωγή φοιτητών.


Τη στιγμή που κάθε καλοκαίρι οι έλληνες μαθητές της B’ και της Γ’ Λυκείου ζουν τον δικό τους «εξεταστικό γολγοθά», στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η επιλογή των φοιτητών γίνεται από τα ίδια τα πανεπιστήμια με βάση όρους και προϋποθέσεις που τα ίδια έχουν θέσει. Σε ορισμένες μάλιστα από αυτές, όπως το Βέλγιο και η Αυστρία, τα πανεπιστήμια υποχρεώνονται από τον νόμο να δέχονται όλους τους σπουδαστές που εγγράφονται σε αυτά. H ευρωπαϊκή αυτή πρακτική εφαρμόζεται τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.


* H ελεύθερη πρόσβαση


Οπως αποδεικνύει έρευνα του ευρωπαϊκού δικτύου για την εκπαίδευση «Ευρυδίκη», με τίτλο «Αριθμοί-Κλειδιά στην Εκπαίδευση», στην Αγγλία οι υποψήφιοι φοιτητές μπορούν να επιλέξουν ίδρυμα ή τμήμα με μία και μόνη αίτηση. H αίτηση αποστέλλεται σε καθένα από τα αναφερόμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα μέσω της Υπηρεσίας Εισαγωγής σε Πανεπιστήμια και Κολέγια (UCAS). H UCAS επεξεργάζεται τις αιτήσεις εκ μέρους όλων των πανεπιστημίων και εκ μέρους των περισσοτέρων κολεγίων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα αποφασίζει το ίδιο σχετικά με τις προσφερόμενες θέσεις. Παρόμοιο σύστημα ακολουθείται και στην Ιρλανδία. Στο Βέλγιο, όπου υπάρχει πολύ μεγάλη παράδοση ελεύθερης πρόσβασης, οποιαδήποτε προσπάθεια καθιέρωσης εισαγωγικών εξετάσεων συναντά αντίσταση.


«H ελεύθερη πρόσβαση είναι αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας σταθερά από το 1975 και μετά, και συνδέεται άμεσα με τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου» επισημαίνει ο ερευνητής και εκπαιδευτικός κ. Χρ. Κάτσικας. Θα πρέπει όμως, προσθέτει ο ίδιος, να θεσμοθετηθεί ταυτόχρονα και η υποχρεωτική ενιαία δωδεκάχρονη εκπαίδευση για τη μορφωτική ενίσχυση του μαθητή ο οποίος δεν θα έχει κανέναν λόγο πλέον να υφίσταται εξετάσεις. H ενιαία δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογισθεί κανείς ότι για τους 35.000 αποφοίτους κάθε χρονιά των Τεχνικών Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων διατίθενται μόλις 6.000 θέσεις στα TEI.


H ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια εκτός από τον δημοκρατικό της χαρακτήρα προσφέρει και μια σειρά άλλα πλεονεκτήματα, επισημαίνουν εκπαιδευτικοί. «Με τη διαδικασία της ελεύθερης πρόσβασης ενισχύεται ο αυτόνομος μορφωτικός χαρακτήρας του λυκείου» τονίζει ο κ. Κάτσικας. Αλλοι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης αναφέρουν ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος θα έχει ως αποτέλεσμα οι μαθητές να περιορίσουν τα φροντιστηριακά μαθήματα, κάτι που θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την άμεση οικονομική ανακούφιση των οικογενειακών προϋπολογισμών.


* Περιζήτητες ειδικότητες


Με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προσθέτουν καθηγητές από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, περιορίζεται ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας στη χώρα μας. Την ίδια στιγμή η παιδεία μας κινείται στα όρια του χαμηλότερου κόστους λόγω των χαμηλών δαπανών, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. «Αν δεν δοθούν διπλάσιοι πόροι και δεν ανανεωθεί το προσωπικό των πανεπιστημίων, ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας δεν θα μπορέσει να ενισχυθεί» αναφέρει ο κ. Γετίμης.


Οι απόφοιτοι λυκείου που δεν καταφέρνουν τελικά να μπουν σε κάποιο AEI ή TEI στρέφονται είτε σε σπουδές στο εξωτερικό είτε στα ΚΕΣ. H επιλογή αυτή μάλιστα δεν είναι τυχαία, δηλαδή να αποκτηθεί απλώς ένα πτυχίο. Εκείνο που επιζητούν οι απόφοιτοι, όπως αποδεικνύεται και από πρόσφατες έρευνες, είναι ο τίτλος σπουδών που θα αποκτηθεί να προσφέρει και προοπτικές απασχόλησης. Ετσι επιλέγουν τομείς που έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας. Με βάση τα δεδομένα αυτά τα ΚΕΣ «σπεύδουν» να «καλύψουν» τα κενά προσφέροντας ειδικότητες με ζήτηση, όπως πληροφορική, οικονομία και διοίκηση, ψυχολογία κ.τλ.


Από την άλλη πλευρά, η αγορά δεν ενδιαφέρεται αν ο τίτλος σπουδών έχει την απαραίτητη τυπική πιστοποίηση και οι εργοδότες με τη σειρά τους προσλαμβάνουν τους αποφοίτους αυτούς γιατί έχουν ανάγκη να καλύψουν ορισμένες θέσεις. Ετσι στη χώρα μας παρατηρείται το φαινόμενο και άνεργους πτυχιούχους να έχουμε (σε μη περιζήτητες ειδικότητες αλλά και σε κλάδους όπου η σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας είναι περιορισμένη) και απασχολούμενους αποφοίτους των ΚΕΣ.


Τα πολυεθνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα


Ο παραδοσιακός χαρακτήρας των πανεπιστημίων άρχισε να δέχεται «πλήγματα» στη φυσιογνωμία του από τη δεκαετία του ’80, όταν διεθνείς οργανισμοί (π.χ. Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Διεθνής Τράπεζα κ.τλ.) και πολλές κυβερνήσεις άρχισαν να παροτρύνουν για μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της ιδιωτικής οικονομίας. Παράλληλα σημειώθηκε και σημειώνεται ακόμη συνεχιζόμενη αύξηση της ζήτησης για τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία όμως δεν συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης.


Ετσι παρατηρείται διεθνώς μια δυναμική επέκταση ορισμένων ιδρυμάτων, τα οποία ιδρύουν παραρτήματα ή συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες με άλλα ιδρύματα σε άλλες χώρες. Οπως επισημαίνεται στην έρευνα των κκ. Π. Γετίμη και Δ. Ζωντήρου, 400 ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης των ΗΠΑ προσφέρουν προγράμματα σε 200 αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις σε όλον τον κόσμο (αρχικά για αμερικανούς πολίτες και στη συνέχεια σε άλλους ενδιαφερομένους). Επίσης, 20 από τα 38 πανεπιστήμια της Αυστραλίας έχουν συνάψει προγραμματικές συμφωνίες με ιδιωτικά κολέγια στη Μαλαισία προσφέροντας κοινά προγράμματα σπουδών. Αντίστοιχες πρακτικές ακολουθούν πολλά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου σε χώρες της NA Ασίας, της Μεσογείου και της Λατινικής Αμερικής.