Τα «πιστεύω» του νέου διευθυντή


Οι «New York Times» είναι θεσμός στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ηταν, επομένως, αναμενόμενο σε μια εποχή όπου οι θεσμοί, ιδιαίτερα στην Αμερική, διέρχονται δεινή κρίση να διέρχεται κρίση και μια εφημερίδα-θεσμός. Αυτό συνέβη στο τέλος του περασμένου Απριλίου, όταν οι «ΝΥ Times» αναγκάστηκαν να απομακρύνουν έναν από τους ανερχόμενους νέους αστέρες τους, τον Τζέισον Μπλερ. H απομάκρυνσή του συμπαρέσυρε τον διευθυντή σύνταξης και τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Την περασμένη Δευτέρα ο Μπιλ Κέλερ, από τα στελέχη της εφημερίδας, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνσή της, δύο στόχους έθεσε ως «ύψιστα καθήκοντά» του: την αποκατάσταση του κύρους της εφημερίδας και την εσωτερική αναδιοργάνωση με αξιοκρατικά κριτήρια. Δύσκολο το έργο του.


Πολιτικός αρθρογράφος, επί σειρά ετών ανταποκριτής στο εξωτερικό – στη Ρωσία την εποχή που κατέρρεε η Σοβιετική Ενωση και έκανε την εμφάνισή της η Ρωσία του Γέλτσιν και των μαφιόζων -, με εμπειρία σε θέματα ανθρωπίνων σχέσεων και διοίκησης, ο Μπιλ Κέλερ, 54 ετών, πτυχιούχος Φιλοσοφίας δύο πανεπιστημίων, έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα να χαίρει της φιλίας του εκδότη-ιδιοκτήτη των «ΝΥ Times» Αρθουρ Σούλτσμπεργκερ. Ο οποίος, μιλώντας στο πολιτικό επιτελείο της εφημερίδας του, εξήγησε με ποια στοιχεία επέλεξε τον Κέλερ μεταξύ επτά-οκτώ στελεχών της εφημερίδας. Ηταν «ο αδέκαστος χαρακτήρας του και η αντίληψή του περί ηθικών αξιών».


Φίλοι του Κέλερ και δημοσιογράφοι που κατά καιρούς δούλεψαν μαζί του συμφωνούν ότι ίσως το κύριο γνώρισμα του νέου διευθυντή των «ΝΥ Times» είναι ο ιδιαίτερος ρόλος που δίνει στην ποιοτική ανταγωνιστικότητα. «Φροντίζει με κάθε τρόπο να μεταδώσει στους συνεργάτες του την αρχή ότι αν ένας γράφει καλά κάποιος άλλος οφείλει να γράψει καλύτερα» λέγει ένας συνάδελφός του. Με αυτόν τον τρόπο«κινητοποιεί χαρακτήρες για να υπάρξουν ιδέες, δραστηριοποιεί τους συμβατικούς και τους επαναπαυόμενους σε παλιές δάφνες», πετυχαίνοντας τελικώς ένα «υψηλής ποιότητας προϊόν» και την ικανοποίηση του αναγνώστη-καταναλωτή, εξηγεί ο Τζόναθαν Λάντμαν, επικεφαλής του ρεπορτάζ για τη μείζονα Νέα Υόρκη. Χωρίς να θυσιάζει την επίκαιρη είδηση χάριν της ανάλυσης των γεγονότων, ο νέος διευθυντής υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης διαφέρει από τον θεατή της τηλεόρασης και τον ακροατή του ραδιοφώνου διότι «έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις, αξιώνει σοβαρή και εμπεριστατωμένη ανάλυση αυτού που συμβαίνει», πράγμα που σημαίνει ότι ο δημοσιογράφος των έντυπων μέσων είναι και οφείλει να είναι περισσότερο καταρτισμένος και ειδικευμένος στη δουλειά του. Αναλαμβάνοντας προ ημερών τα διευθυντικά καθήκοντα μιας εφημερίδας που έχει 1.200 και πλέον εργαζομένους ο Κέλερ κάλεσε το συντακτικό προσωπικό να έχει ως «πιστεύω» του το ότι «οι οργανώσεις πληροφόρησης αποτελούν εθνικό θησαυρό» και έδωσε την υπόσχεση πως «θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να ανεβάσει ακόμη υψηλότερα τα ιδανικά της εφημερίδας, να προστατεύσει την ακεραιότητά της και να πολλαπλασιάσει τις επιτυχίες της».


H «υπόθεση Τζέισον Μπλερ» – την οποία η εφημερίδα σε μια υπερβολή αυτοκριτικής παρουσίασε με 4.480 λέξεις – έφερε στην επιφάνεια και ορισμένα άλλα «συμβάντα» τα οποία δεν είχαν βγει ως τώρα έξω από το κτίριο της 43ης οδού του Μανχάταν. Επί δεκαετίες οι «ΝΥ Times» ήταν και παραμένουν το σημείο αναφοράς σε καθετί σχετικό με την πληρότητα και την ισόρροπη πληροφόρηση και είναι γενικής αποδοχής η αντίληψη ότι «αν δεν το γράφουν οι «Times» τότε δεν έχει γίνει». Δεν συμβαίνει πάντοτε αυτό, και ας έχει η εφημερίδα υπότιτλο «Καθετί που αξίζει να δημοσιευθεί». Είναι γεγονός ότι η εφημερίδα αγνόησε σε μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου στο Βιετνάμ τις απαγορεύσεις και δημοσίευσε «Τα έγγραφα του Πενταγώνου», μια πράξη που καταγράφεται στα παγκόσμια χρονικά της ενημέρωσης. Σήμερα όμως αποκαλύπτεται ότι ακόμη και δημοσιογράφοι διεθνούς προβολής περιέπεσαν σε υποχρεωτική αργία επί μήνες διότι «εξανέστησαν» για τη μεροληπτική στάση της Ουάσιγκτον υπέρ του Ισραήλ και ό,τι αυτό κάνει ή λέει. Υπάρχει συντάκτης που επί δέκα ολόκληρα χρόνια έβλεπε τα κείμενά του να πηγαίνουν στον κάλαθο των αχρήστων ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να περιορίζονται σε λίγες γραμμές επειδή είχε έρθει σε σύγκρουση με τον καθ’ ύλην προϊστάμενό του.


Σήμερα κατηγορούν την «αλυσίδα» των Ρόζενθαλ – Φρίντμαν – Λέλιβελντ που διαδέχθηκε ο ένας τον άλλον στη διεύθυνση των «ΝΥ Times» ότι είχαν δημιουργήσει έναν κατάλογο θεμάτων τα οποία θα εμφανίζονταν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. H ιδιοκτησία «ήταν ανίσχυρη» πολλές φορές να διαγράψει θέματα ή να προσθέσει άλλα. Τα σχετικά με το Ισραήλ «πρέπει πάντοτε να συνοδεύονται από σχετική φωτογραφία» λέγει το άγραφο «σημείωμα προς όλους» που επιβιώνει στην αίθουσα της σύνταξης από τη δεκαετία του ’60 και η λεζάντα της σχετικής φωτογραφίας είναι πάντοτε έργο δοκιμασμένου συντάκτη. Ισως να είναι υπερβολές όλα αυτά, δεν είναι όμως διόλου αβάσιμο το ότι απευθύνθηκαν στον ίδιο τον Σούλτσμπεργκερ παράγοντες του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης διαμαρτυρόμενοι για μεροληπτική αντιμετώπιση κάποιων επιχειρήσεων.