Αντικριστά οι μαύρες σημαίες από το κτίριο της Schiesser «κοιτούν» τη μεσίστια μαύρη παντιέρα στην κορυφή του κτιρίου της Palco. Στο σταυροδρόμι των οδών Αλκμήνης και Σφηττίων, όπου πριν από χρόνια η γερμανική εταιρεία Schiesser φόρεσε την ίδια φανέλα με την Palco, οι γαζωτικές μηχανές και οι κοπτοράπτες έχουν σιγήσει. Το «χτύπημα» της κάρτας συνεχίζει όμως «απέλπιδα» βάρδια πρωινή και απογευματινή… Οι 512 εργάτριες και εργάτες ξετυλίγουν αντίστροφα τα χιλιάδες τόπια υφάσματος που γάζωσαν και συσκεύασαν έχοντας το «χρονόμετρο» της παραγωγικότητας κολλημένο καθημερινά μπροστά τους σε ένα κουπόνι-πινάκιο για να πιάσουν τη βάση που καθόριζε η εταιρεία στο μεροκάματο. Το οκτάωρο έτσι το μετρούσαν: 465 λεπτά, που αντιστοιχούσαν σε 14 δέματα 60 τεμαχίων, ίσον 900 κομμάτια την ημέρα από κάθε γαζώτρια, ίσον κυνήγι σε δέκατα του λεπτού για τις γαζωσιές ενός εκάστου εσωρούχου να προλάβει τον χρόνο. Για 586 ευρώ τον μήνα. Ούτε τον χρόνο κυνηγούν πια ούτε τα πάνινα όνειρα… Την «ανειδίκευτη» ζωή τους ψάχνουν. Αχ, αυτή η αγορά χωρίς σύνορα ή – σωστότερα – η εκμετάλλευση χωρίς σύνορα με το όραμα της τσέπης!


Το παρατσούκλι της Αλεξάνδρας στο εργοστάσιο στα Πετράλωνα είναι «μουγκή». Της το θύμισε για να σπάσει τη βαριά ατμόσφαιρα μια συνάδελφός της έξω από το εργοστάσιο. «Κατέβαζε το κεφάλι και δούλευε στη μηχανή αμίλητη. Εραβε, έραβε, έραβε. Βρακιά να δει το μάτι σου» εξηγεί. H Αλεξάνδρα μιλάει. Της έμεινε το παρατσούκλι. «Ισα που πρόλαβα να παντρέψω τη Μαρία μου. H μικρή μου όμως, η Νικολέτα, σπουδάζει ακόμα για δασκάλα στο πανεπιστήμιο. Ευτυχώς στην Αθήνα. Χάσαμε το φως μας, την ακοή μας εδώ μέσα. Το αστείο είναι ότι μας έδωσαν αύξηση 24 λεπτά(!) πριν από το Πάσχα…». H 45χρονη κυρία Αλεξάνδρα Μουρκοβίτη σκέφτεται τα λόγια του προϊσταμένου, που τους έλεγε την περασμένη Δευτέρα να τρενάρουν τις άδειές τους γιατί «πέφτει» δουλειά… Επεσαν ρολά.


Ζει στην οδό Κεραμεικού, σε ένα διαμέρισμα που το αγόρασε με δάνειο το 1980 και το ξεχρεώνει ακόμη. «Μένουν ακόμα οκτώ χρόνια να πληρώνω δόσεις για το δάνειο» λέει. Προτού προλάβω να της πω ότι μοιάζει απογοητευμένη, με διορθώνει: «Οργισμένη είμαι». Είναι εννέα χρόνια ράπτρια στην Palco και ο άντρας της στα 55 του χρόνια δεν μπορεί να δουλέψει. «Εχει πρόβλημα με τη μέση του, αναγκάστηκε να φύγει από το μαγαζί με τις βίδες όπου εργαζόταν. Ούτε σύνταξη έχει ούτε μαζεμένα τα ένσημα που χρειάζεται για να τη βγάλει. Ψάχνει για δουλειά. Αλλά πού; Ψάχνω για δουλειά. Αλλά πού;» λέει.


Την ίδια ώρα που γίνονται αναλύσεις υψηλής… οικονομικής – κατά το «υψηλής ραπτικής» – για να συνηθίσουμε το «φασόν» κλείσιμο επιχειρήσεων για μεταφορά σε χώρες με χαμηλό κόστος εργατικού δυναμικού, η κυρία Γιώτα Ρηγοπούλου στα 41 της χρόνια αναρωτιέται πόσο πιο φθηνά μπορεί να πωλείται η δουλειά του εργάτη. Στη Βουλγαρία τώρα ράβουν και κόβουν με 117 ευρώ (40.000 δραχμές) τον μήνα, ώσπου να «ακριβύνουν» και αυτοί αύριο και να τους πετάξουν στην άκρη για άλλα χέρια. «Λογική να σου πετύχει. Κι εμείς οι ακριβοί παίρναμε 200.000 το μήνα. Ξέρεις τι έχω καταλάβει; Αγώνας χρειάζεται συνεχώς. Οχι χειροκροτήματα στις πλατείες για αυτούς που δημιουργούν την ανεργία» λέει. Την περασμένη Τετάρτη είχε απογευματινή βάρδια στο εργοστάσιο η Γιώτα η μελαχρινή, όπως τη λένε οι συνάδελφοί της. Λιλιπούτεια φιγούρα. Σε ένα δυαράκι στα Κάτω Πετράλωνα μεγαλώνει τα δυο της παιδιά. Μόνη. Πριν από έξι χρόνια ο άντρας της πέθανε. Εχει μάθει την αγριάδα της ζωής από μικρή. Μία ακόμη κατραπακιά.


* Από το σχολείο στη δουλειά


Στα 14 της χρόνια έφυγε από το σχολείο για να δουλέψει. Ενα από τα εννέα παιδιά μιας φτωχής οικογένειας, η Γιώτα έμαθε να γαζώνει και στα 16 της έπιασε δουλειά στην Palco. Συμπλήρωσε ήδη 25 χρόνια στο εργοστάσιο και τώρα το μόνο όνειρό της είναι πάλι να έχει δουλειά. «Ψάχνω, ακόμα και για καθαρίστρια» λέει. Πώς να φέρει βόλτα τα έξοδα; Και πριν, δύσκολα ήταν. «Υπήρχαν φορές που το φαΐ μας ήταν ψωμί και λάδι. Αλλοτε τρώγαμε τρεις μέρες το ίδιο φαΐ. Βάλε ότι το νοίκι είναι 70.000 και ο μισθός 200.000».


Γελάει όταν σκέφτεται ότι οι κόρες της, η 10χρονη Μαρία και η 12χρονη Ευαγγελία, της δίνουν κουράγιο λέγοντας: «Υπομονή, μαμά. Θα σου δώσουμε το χαρτζιλίκι μας από τον κουμπαρά». Ούτε να ακούσει θέλει ότι μπορεί να κόψει τα παιδιά από το φροντιστήριο για τα αγγλικά και τα γαλλικά. «Είναι καλές μαθήτριες. Τους αξίζει. Εγώ δεν μπόρεσα να περπατήσω στα μαθήματα από ανάγκη. Δεν θα γίνει το ίδιο με τα κορίτσια» λέει. Υπολογίζει την αποζημίωση που θα πάρει: «Για τόσα χρόνια 1.300.000 δραχμές. Ανεργία, ξε-ανεργία, πρέπει να βρω δουλειά. Δεν γίνεται να μη βρω δουλειά»


H κυρία Βιβή Μασούρα, εργάτρια στην παραγωγή, μιλάει για τακτική ξεζουμίσματος και μετά «πέταγμα στα σκουπίδια». «Να σκεφτείς ότι, ενώ πληρωνόμασταν με σύμβαση πλεκτικής, αυτή μετατράπηκε σε ιματισμού και ο εργαζόμενος έχασε 500 δραχμές. Βάλε ότι χρηματοδοτήθηκε η εταιρεία από το κράτος για να πάει στην Κομοτηνή και τώρα αποφάσισε να κλείσει το εργοστάσιο στην Αθήνα και να πάει στη Βουλγαρία. Ευθύνες έχουν και οι υπουργοί που τώρα νίπτουν τα χέρια τους…».


«Σηκώθηκε η τρίχα μας» – λένε με μια φωνή γαζώτριες και εργάτριες στο τμήμα συσκευασίας – «όταν ακούσαμε τον υπουργό Εργασίας να λέει ότι επιμέναμε να είμαστε 25 και 30 χρόνια σε μια εταιρεία αντί να μεταπηδούμε από τη μια στην άλλη. Πού είναι οι δουλειές; Μήπως μας μπερδεύει με στελέχη καριέρας;».


* Λίγο πριν απότη σύνταξη


H 47χρονη γαζώτρια κυρία Γεωργία Κολοβού θυμάται την ημερομηνία πρόσληψής της: 10 Ιουλίου 1979, απογευματινή βάρδια, με προϋπηρεσία στο πλεκτήριο «Ατθίς». Σε τρία χρόνια θα μπορούσε να βγει στη σύνταξη – έχει δύο ανήλικα παιδιά, τον δεκάχρονο Νίκο και την οκτάχρονη Δήμητρα. Ο άντρας της, ο Στάθης Κουκουβίνος, έμεινε άνεργος μετά από 35 χρόνια δουλειάς σε ένα εργοστάσιο στο Περιστέρι που έφτιαχνε πόμολα. Εφαρμοστής μετάλλων με ειδίκευση στα πόμολα, ετών 52. Μια μέρα του 2001 πήγε στη δουλειά και χωρίς καμία προειδοποίηση του ανακοίνωσαν το «τέρμα – κλείνει η επιχείρηση». Εκτοτε δουλεύει από ‘δώ και από ‘κεί, «αλλά όλοι του λένε χωρίς ένσημα». Μένουν σε ένα διαμέρισμα της οδού Ειρήνης στο Νέο Φάληρο, με νοίκι 382 ευρώ. H ιδιοκτήτρια ζητά να το αδειάσουν γιατί παντρεύει την κόρη της. «Δίκιο έχει κι αυτή» λέει η κυρία Γεωργία. «Ξέρεις πώς νιώθω όταν ο γιος μου λέει να μην του δίνω χαρτζιλίκι για το κολατσιό στο σχολείο; Τα όνειρα δεν είναι για μας. Εχω ακόμα στο κεφάλι μου τη βοή από τις 80 μηχανές που δούλευαν ασταμάτητα η μια πίσω απο την άλλη. Να, σαν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που βλέπεις. Αγχος να προλάβω να γαζώσω 30 κομμάτια μέσα σε 25 λεπτά. Μάχη για την επιβίωση».


ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ Ενα νέο Μαντούδι στο κέντρο της Αθήνας


Τα Πετράλωνα συμπάσχουν για τους εργάτες και τις εργάτριες της Palco. Οπου κι αν πας ακούν για τις απολύσεις. Σε ένα μικρό τυροπιτάδικο της οδού Κειριαδών έχει ανοίξει τρικούβερτη πολιτική συζήτηση. «Ενα ακόμα Μαντούδι. Στην Αθήνα αυτή τη φορά. Και πού είσαι ακόμα. Θα τους πω να κλείσουμε το δρόμο με καθιστική διαμαρτυρία. Τι να το κάνω το ταμείο ανεργίας με 280 ευρώ;» λέει ένας μεσήλικος κύριος με μούσι. Από τους «προνομιούχους» ως προς τις μηνιάτικες αποδοχές των 280.000 δραχμών στην Palco ο κ. Ιωάννης Γραμματικός, ετών 54, δουλεύει 25 χρόνια κόπτης-σχεδιαστής και είναι κάτοικος της γειτονιάς εκεί. Στο εργοστάσιο γνώρισε και τη σύζυγό του, τη Δάφνη, και παντρεύτηκαν το ’81. Εκείνη, με προβλήματα καρδιάς και κινητικές δυσκολίες, μετά από 21 χρόνια δουλειάς και με 6.500 ένσημα πήρε προσωρινή σύνταξη, που τώρα της την έχουν κόψει. Ζουν μαζί στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας που βρίσκεται στον αριθμό 36 της οδού Κειριαδών, σε διαμέρισμα που προνόησαν να αγοράσουν την εποχή που… «οι αγελάδες ήταν λίγο πιο παχιές». Μιλάει με φλας μπακ. Θυμάται τότε που άφησε τα Τζουμέρκα και στα 16 του κατέβηκε στην Αθήνα βρίσκοντας την πρώτη του δουλειά σε έναν παπουτσή που έφτιαχνε σόλες στην Πλάκα και αμέσως μετά σε μια βιοτεχνία ρούχων στην οδό Νίκης, όπου έμαθε το κόψιμο πατρόν. Εκλεισε και πήγε κόφτης στην Alba, στο εργοστάσιό της στην οδό Βουλιαγμένης. Μετά, σε άλλη και σε άλλη, ώσπου να φτάσει στην οδό Αλκμήνης.


«Τώρα δεν μπορώ να βρω ξανά δουλειά στον χώρο του ιματισμού. Ολοι κλείνουν ή δίνουν έξω για να τους ράψουν. Και ο σαραντάρης έχει πρόβλημα. Αλλά εμάς ποιος θα μας πάρει; Γνωστοί μου που δουλεύουν με Αλβανία, Βουλγαρία, σου δείχνουν μια πιτζάμα κομπλέ στην κρεμάστρα και σου λένε «με 3.000 την πήρες του κουτιού»…». Εχει 9.500 ένσημα και θέλει ακόμη τρία χρόνια για να βγάλει σύνταξη. Λέει για τους Γερμανούς της εταιρείας που είχαν εξαφανισθεί από το εργοστάσιο και για έναν ολλανδό προϊστάμενο που ήλθε, είδε και απήλθε και τη θέση του πήρε έλληνας προϊστάμενος.


* Μια ζωή στο εργοστάσιο Τα χειρότερα και τα καλύτερα


Υπάρχουν και χειρότερα, υπάρχουν και καλύτερα. Πίσω από τον κατάλογο των 512 υπάρχει ένας μικρόκοσμος της ελληνικής πραγματικότητας. Με ένα λουκέτο εύκολα γκρεμίζεται το καλύτερο που χτίστηκε, εύκολα δεν έχει πού πιο κάτω να πάνε τα χειρότερα. H κυρία Ιωάννα Τριαντοπούλου και ο κ. Δημήτρης Τριαντόπουλος, 43 και 46 ετών αντίστοιχα, γνωρίστηκαν στο εργοστάσιο της Palco και παντρεύτηκαν. Εκείνη εργάτρια στο τμήμα συσκευασίας, εκείνος φορτωτής στην αποθήκη. Στις 5.15 κάθε πρωί ξεκινούσαν από το σπίτι τους στο Μενίδι με κατεύθυνση τα Πετράλωνα. Το δάνειο για την αγορά του διαμερίσματος 100 τ.μ. 300 ευρώ τον μήνα, το φροντιστήριο για την κόρη τους Κατερίνα, μαθήτρια B’ λυκείου 220 ευρώ, τα άλλα δύο παιδιά τους – ο Χρήστος, 21 ετών, και ο Παναγιώτης, 17 ετών -σε δημόσια σχολή κομπιούτερ. Στον δρόμο χωρίς δουλειά και οι δύο γονείς σήμερα.


«H Κατερίνα σε λίγο δίνει πανελλήνιες εξετάσεις. Θέλει να σπουδάσει αγγλική φιλολογία. Της έχουν κοπεί τα πόδια. Ο Παναγιώτης ετοιμαζόταν για φαντάρος. Απογοητευμένος. Αν και τελείωσε η αναβολή του, έφτασε στο σημείο να σκέφτεται να μην πάει στον στρατό, να μείνει για να πιάσει καμιά δουλειά όπου να ‘ναι» λέει η κυρία Τριαντοπούλου. Μιλάει συνεχώς για αξιοπρέπεια. Για τη δόση που πλήρωναν και ήταν συνεπείς. Για τη ζωή που αλλάζει… Υπέρ ποίου άραγε;


H νέα βιομηχανική μετανάστευση, σελ. Δ8-10