Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την ώρα που ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν απήχθη από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες κοντά στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε, καριέρες καταστράφηκαν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν θεαματικά και ο Οτσαλάν ανήκει στο ιστορικό παρελθόν. Την ερχόμενη Τετάρτη, αν δεν υπάρξει νέα αναβολή, κάποιοι άνθρωποι θα δικασθούν για την υπόθεση της παράνομης εισόδου του κούρδου ηγέτη στην Ελλάδα. Εχουν προηγηθεί παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, «παζάρια», ακόμη και εκβιασμοί με στόχο το «πάγωμα» της δικαστικής διαδικασίας. Τέσσερα χρόνια μετά την Κένυα υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα που δεν έχουν βρει τις απαντήσεις τους. Ο Οτσαλάν ήλθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 10 Οκτωβρίου 1998. Ο βουλευτής του ΠαΣοΚ Κώστας Μπαντουβάς διαβεβαίωσε την ηγεσία του ΡΚΚ ότι «ο Οτσαλάν θα γινόταν δεκτός στην Ελλάδα» και είχε οργανώσει την έλευσή του στην Αθήνα χωρίς όμως ποτέ να ειδοποιήσει την κυβέρνηση. Ο κούρδος ηγέτης έφθασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού με πτήση των Συριακών Αερογραμμών συνοδευόμενος από υψηλόβαθμα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών της Δαμασκού. Η παραμονή του κράτησε λίγες μόνον ώρες και ο τότε διοικητής της ΕΥΠ Χαράλαμπος Σταυρακάκης του έδωσε το μήνυμα ότι «δεν είναι δεκτός στο ελληνικό έδαφος». Ο Οτσαλάν έφυγε από την Ελλάδα με νοικιασμένο τζετ της Aegean Air, για το οποίο μάλιστα πλήρωσε η ΕΥΠ με επιταγή της… Τράπεζας της Ελλάδος.


Κρίσιμο σημείο που δεν έχει εξιχνιασθεί πλήρως είναι η επίσκεψη του αντιπροέδρου της Βουλής Παναγιώτη Σγουρίδη στη Ρώμη όπου συναντήθηκε με τον Οτσαλάν τον Δεκέμβριο του 1998. Στη συνάντηση παραβρέθηκε και ο ταγματάρχης Σάββας Καλεντερίδης, ο οποίος έπαιζε τον ρόλο του μεταφραστή. Ο Καλεντερίδης δεν είχε λάβει επίσημη άδεια από την ΕΥΠ για να μεταβεί στην ιταλική πρωτεύουσα και δεν έχει γίνει ως τώρα γνωστό ποιο ήταν το μήνυμα που δόθηκε τότε στον Οτσαλάν. Ο ίδιος ο κούρδος ηγέτης είχε ζητήσει από τον Σγουρίδη και τους έλληνες επισκέπτες του χρήματα καθώς και… δύο διπλωματικούς υπαλλήλους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για να τον συμβουλεύουν.


Λίγες εβδομάδες αργότερα ο κούρδος ηγέτης έφθανε πάλι στην Αθήνα από το Μινσκ της Λευκορωσίας συνοδευόμενος από τον απόστρατο πλοίαρχο Ναξάκη και με το ίδιο αεροσκάφος με το οποίο είχε έλθει στην Ελλάδα την πρώτη φορά. Τα ερωτήματα είναι και πάλι πολλά: Πώς πέρασε απαρατήρητος ο Οτσαλάν από το κλιμάκιο των υπαλλήλων της ΕΥΠ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού; Πώς άνοιξε η αίθουσα επισήμων; Γιατί ο πύργος ελέγχου δεν κατέγραψε την άφιξη του ιδιωτικού τζετ; Και όλα αυτά όταν υπήρχε κυβερνητική εντολή για να εμποδιστεί η τυχόν είσοδος Οτσαλάν στην Ελλάδα. Ο διοικητής της ΕΥΠ είχε την απολύτως συγκεκριμένη πληροφορία ότι ήταν πολύ πιθανό να επιχειρηθεί η είσοδος του Οτσαλάν κατά το τριήμερο 29-31 Ιανουαρίου 1999 και γι’ αυτό έδωσε εντολή ενεργοποίησης των υπηρεσιών ασφαλείας στις 28 Ιανουαρίου, από το Βουκουρέστι όπου βρισκόταν. Ο τότε υπεύθυνος του κλάδου κατασκοπείας της ΕΥΠ συνταγματάρχης Κίτσος εκτιμά πως υπήρξε αυτονόμηση μηχανισμών της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας, που επέλεξαν να παραβούν τις επίσημες κυβερνητικές εντολές. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις ο Ναξάκης εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι είχε πολλές φορές αναλάβει μυστικές επιχειρήσεις στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, οι οποίες αφορούσαν κυρίως τη διευκόλυνση της διέλευσης στελεχών του ΡΚΚ που δεν είχαν επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα. «Εκανε αυτή τη δουλειά πολύ συχνά μαζί με κρατικούς υπαλλήλους και ήταν φυσικό να νομίζουν όλοι ότι εκτελούσε εθνική αποστολή» ανέφερε χαρακτηριστικά άνθρωπος που γνωρίζει καλά την υπόθεση.


Εγκυρες πηγές αναφέρουν ότι άνθρωπος-κλειδί στην επιχείρηση μεταφοράς του κούρδου ηγέτη ήταν έμπορος όπλων, με έντονη δραστηριότητα στη Ρωσία και στο Βελιγράδι επί εποχής Μιλόσεβιτς. Ο άνθρωπος αυτός είχε τη συνήθεια να νοικιάζει αεροσκάφη για να μεταφέρει ύποπτους «πελάτες» από το Βελιγράδι και τη Μόσχα. Λόγω των δραστηριοτήτων του είχε εξαιρετικές διασυνδέσεις με το προσωπικό της αίθουσας VIP αλλά και τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου. Είχε μάλιστα τη συνήθεια να επανδρώνει τα αεροσκάφη που νοίκιαζε με συνοδούς δικής του επιλογής και όχι τους κανονικούς υπαλλήλους των αεροπορικών εταιρειών. Το όνομα του εν λόγω ανθρώπου δεν έχει δει ποτέ το φως της δημοσιότητας, γεγονός που δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα.


Η αλήθεια είναι πως το μυστικό της παραμονής του Οτσαλάν στην Ελλάδα δεν ήταν το καλύτερα κρυμμένο εθνικό απόρρητο. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, η τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα με προφορικό της διάβημα ρώτησε τον τότε αρμόδιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέσβη κατά πόσον ο Οτσαλάν κρύβεται σε ελληνικό έδαφος. Εκείνος απευθύνθηκε στον διευθυντή του γραφείου τού τότε υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου και έλαβε εντολή να μην απαντήσει καν στους τούρκους διπλωμάτες.


Η επιχείρηση απομάκρυνσης του Οτσαλάν από την Ελλάδα δεν ήταν σίγουρα η καλύτερα οργανωμένη επιχείρηση. Η ΕΥΠ είχε διοργανώσει επιχείρηση αποστολής του στην Ιταλία από την Κέρκυρα αλλά συνάντησε το βέτο του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, όπως και η ιδέα του Πάγκαλου για να μεταφερθεί με το κρατικό Falcon στο Ευρωκοινοβούλιο στο Στρασβούργο. Η πατρότητα της ιδέας της μεταφοράς του στην Κένυα και από εκεί στη Νότια Αφρική ή στις Σεϋχέλλες αμφισβητείται έκτοτε αλλά ανήκε μάλλον στον Πάγκαλο.


Ρόλο-κλειδί έπαιξε σε αυτή την επιχείρηση ο Κύπριος Αριστείδης Αριστείδου, ο άνθρωπος τον οποίο εμπιστευόταν περισσότερο ο Οτσαλάν και ο οποίος ανέλαβε να εξασφαλίσει το Ο.Κ. για την είσοδό του στις Σεϋχέλλες. Ανθρωπος με σκοτεινές διασυνδέσεις, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις του ΡΚΚ με την Αθήνα και τη Λευκωσία τη δεκαετία του 1980. Σήμερα λέγεται πως ζει, προστατευόμενος από μεγάλη δύναμη σωματοφυλάκων, σε αγρόκτημα στην Κύπρο φοβούμενος τόσο τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες όσο και το επιχειρησιακό σκέλος του ΡΚΚ.


Η σύλληψη του Οτσαλάν στο Ναϊρόμπι ήταν η φυσική κατάληξη μιας κακοστημένης επιχείρησης που είχε ως πρωταγωνιστές τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες από τη μια πλευρά και τη CIA, τη MOSSAD και τη ΜΙΤ από την άλλη. Η Ελλάδα πλήρωσε μια πολιτική υποστήριξης του ΡΚΚ και εξάρτησής της από ισχυρότατα λόμπι που λειτουργούσαν εντός και εκτός των κρατικών μηχανισμών, χωρίς ποτέ να είναι σαφές τι ήταν εγκεκριμένη αποστολή και τι όχι. Η σύλληψη του Οτσαλάν σηματοδότησε όμως και την αλλαγή στην εικόνα της Ελλάδας σε σημαντικά διεθνή κέντρα αποφάσεων. Οταν, λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της σύλληψης του αρχηγού του ΡΚΚ, ο Πάγκαλος ζητούσε την αμερικανική συνδρομή για να φυγαδεύσει τον Καλεντερίδη και τους Κούρδους που είχαν απομείνει εγκλωβισμένοι στην ελληνική πρεσβεία, ο αμερικανός πρεσβευτής Νικ Μπερνς του απάντησε ψυχρά: «Θόδωρε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε απολύτως. Η Μάντλιν (Ολμπραϊτ) είναι πολύ χολωμένη γιατί συνεργαστήκατε με τρομοκράτες». Δύο ημέρες αργότερα, όταν τηλεφώνησε ο νέος υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, ο Μπερνς ήταν πολύ πιο θερμός: «Ο.Κ. Θα κάνουμε ότι μπορούμε, η CIA θα εγγυηθεί την ασφαλή διέλευση όλων».


Το τέλος του Οτσαλάν ήταν όμως και η αρχή μιας νέας περιόδου στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας. Ο τότε τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ επέλεξε να μη σηκώσει τους τόνους εναντίον της Ελλάδας και περιορίστηκε σε κοινότοπες κατηγορίες που ξεχάστηκαν γρήγορα. Λίγες δε εβδομάδες αργότερα δεχόταν στο γραφείο του δύο έλληνες δημοσιογράφους, τους οποίους κράτησε για μια κατ’ ιδίαν συζήτηση μετά την τηλεοπτική του συνέντευξη. Αφού προηγήθηκαν σοκολατάκι, τσάι και ένα τσιγάρο, ο Ετζεβίτ τους κοίταξε στα μάτια και είπε: «Κατά τη γνώμη μου, αυτή η τραγωδία πρέπει να γίνει η απαρχή μιας καινούργιας περιόδου στις σχέσεις μας». Στο ερώτημα «και ποια κίνηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτή τη σχέση;» ο γηραιός πολιτικός απάντησε: «Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, οι δύο αρχηγοί των μυστικών μας υπηρεσιών να ανοίξουν όλα τα ντοσιέ, να βεβαιωθούμε και οι δύο ότι δεν υποστηρίζουμε τρομοκρατικές ή άλλες οργανώσεις που έχουν στόχο να κάνουν ζημιά στις χώρες μας». Ο ρεαλισμός του Ετζεβίτ συνάντησε πολύ γρήγορα τα χαμόγελα του Παπανδρέου και μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του καλοκαιριού του 1999 η Ελλάδα και η Τουρκία πέρασαν από το χείλος του πολέμου στην εποχή του διαρκούς φεστιβάλ ελληνοτουρκικής φιλίας.


Ποιοι θα καθήσουν στο εδώλιο Οι 13 υπόδικοι κατηγορούνται για «προσβολή της διεθνούς ειρήνης της χώρας» και για συνέργεια σε αυτό το κακούργημα


Τέσσερα χρόνια μετά στην επικαιρότητα και πάλι η υπόθεση Οτσαλάν. Την προσεχή Τετάρτη αρχίζει στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο η δίκη για την είσοδο του κούρδου ηγέτη στη χώρα μας χωρίς την παρουσία του ίδιου του Οτσαλάν, που είναι κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές.


Στο εδώλιο έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν συνολικά 13 άτομα που αντιμετωπίζουν κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος. Βασικοί υπεύθυνοι της υπόθεσης που συγκλόνισε τον πολιτικό κόσμο της χώρας και προκάλεσε παραιτήσεις τριών υπουργών θεωρούνται από τη Δικαιοσύνη ο αρχιπλοίαρχος ε.α. Αντώνης Ναξάκης και οι δύο συντρόφισσες του κούρδου ηγέτη Γιακάρ Τσενκίζ και Καγιά Αϊφέρ (Ροζερίν). Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι φέρονται ως συνεργοί τους, ενώ για πλημμέλημα κατηγορούνται η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου και η κόρη της Βούλα Βασιλοπούλου, που έδωσαν κατάλυμα στον κούρδο ηγέτη.


Επίσης, κατηγορούμενος στην υπόθεση είναι και ο ίδιος ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στον οποίο η ελληνική Δικαιοσύνη αποδίδει το πλημμέλημα της παράνομης εισόδου στη χώρα.


Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, που θα εκδικάσει την υπόθεση, θα ασχοληθεί με το βαρύ κατηγορητήριο το οποίο έχουν απαγγείλει σε βάρος των 13 κατηγορουμένων τα δικαστικά συμβούλια του πρώτου και του δεύτερου βαθμού.


Σύμφωνα, λοιπόν, με την κρίση των δικαστών τόσο του συμβουλίου πλημμελειοδικών όσο και του συμβουλίου εφετών:


* Οι Αντώνης Ναξάκης, Γιακάρ Τσενκίζ και Καγιά Αϊφέρ διέπραξαν το κακούργημα της «προσβολής της διεθνούς ειρήνης της χώρας» το οποίο τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών.


* Οι Ε. Στεργιανόπουλος, Α. Συμιγδαλάς, Ζ. Πεχλιβανούδης, Γ. Μαύρος, Στέφανος-Γρηγόρης Ευαγγελάτος, Δ. Καραγιώργος και Γ. Μαγγίνας είναι άμεσοι συνεργοί στο ίδιο κακούργημα.


* Οι Σταυρούλα Βασιλοπούλου-Δαμιανάκου και η Ελένη Βασιλοπούλου κατηγορούνται ότι εξασφάλισαν κατάλυμα στον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, που εισήλθε παράνομα στη χώρα μας τον Ιανουάριο του 1999.


Τα δικαστικά βουλεύματα, αναφερόμενα στη βοήθεια που πρόσφερε στον κούρδο ηγέτη για να εισέλθει στην Ελλάδα ο Αντώνης Ναξάκης αλλά και στη στάση των δύο γυναικών συντρόφων του Οτσαλάν, κάνουν λόγο για «πράξεις εχθρικές που η κυβέρνηση δεν τις εγκρίνει» και οι οποίες «εξέθεσαν το ελληνικό κράτος σε κίνδυνο εχθροπραξιών». Και επικαλούνται τα όσα διακήρυσσε η Τουρκία – που τότε καταζητούσε τον κούρδο ηγέτη – περί αιτίας πολέμου («casus belli») στην περίπτωση που η Ελλάδα δεχόταν στο έδαφός της τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν.


Αξίζει να σημειωθεί ότι η εισαγγελέας κυρία Χρύσα Μυλωνά-Βακροπούλου, που είχε υποβάλει πρόταση για την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο, είχε ζητήσει να παραπεμφθούν μόνο ο Αντώνης Ναξάκης και οι δύο συντρόφισσες του Οτσαλάν και μάλιστα για αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος. Και αυτό διότι κατά την κρίση της δεν υπήρχε δόλος στις πράξεις τόσο του Αντ. Ναξάκη όσο και των δύο γυναικών.


Τα δικαστικά συμβούλια όμως (πλημμελειοδικών και εφετών) δεν έκαναν καμία αναφορά στα βουλεύματά τους στο άλλοθι της «ανθρωπιστικής διάθεσης» αλλά και στα «αισθήματα συμπάθειας προς τον Α. Οτσαλάν», που αναγνώριζε η εισαγγελέας ότι υπήρχαν σε σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου και του λαού.