Αν ο σεισμός με μέγεθος 5,9 της κλίμακας Ρίχτερ στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999 ήταν αναπάντεχος για την Αττική, ο ελαφρά μικρότερος πρόσφατος σεισμός μεγέθους 5,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου της Κυλλήνης στην Ηλεία ήταν πραγματικά κάτι συνηθισμένο για την περιοχή. Πολλές δεκάδες σεισμοί με μέγεθος πάνω από 5 ρίχτερ και αρκετοί πάνω από 6 ρίχτερ έχουν συμβεί στην περιοχή αυτή τα τελευταία 200 χρόνια. Οι πιο καταστροφικοί για την περιοχή ήταν ο μεγάλος σεισμός με μέγεθος 6,6 ρίχτερ το 1820 και επίκεντρο στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου της περιοχής πολύ κοντά στην ακτή, καθώς και οι μεγάλοι σεισμοί στο Ιόνιο το 1953 – οι πολύ μεγάλοι σεισμοί (7,3 και 7,2 ρίχτερ) με επίκεντρα κοντά στην Κεφαλλονιά, παρ’ ότι αρκετά μακριά από το Βαρθολομιό, προξένησαν σημαντικές ζημιές σε κτίρια, αρκετά από τα οποία «αποτέλειωσε» μεγάλος μετασεισμός με μέγεθος 6,3 ρίχτερ και επίκεντρο στο Ιόνιο, ΒΔ της Κυλλήνης, σε μια απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων.


Ο πιο πρόσφατος σεισμός που προξένησε μεγάλες βλάβες στην περιοχή συνέβη μόλις 14 χρόνια πριν (16.9.1988, με μέγεθος 6 ρίχτερ).


Στον χάρτη 1 φαίνονται συνοπτικά τα καταστροφικά αποτελέσματα του σεισμού του 1988. Τότε πολλές δεκάδες κτίρια κατοικιών, καθώς και δημόσια, είτε κατέρρευσαν ή είχαν κριθεί κατεδαφιστέα στο Βαρθολομιό και στα γύρω χωριά. Ευτυχώς τα θύματα και οι τραυματίες ήταν πολύ λίγα, λόγω της ευνοϊκής ώρας που συνέβη ο σεισμός. Οι σημαντικότερες βλάβες υπήρξαν στο λιμάνι της Κυλλήνης (μεγάλη μετατόπιση του κρηπιδότοιχου), στο σημαντικό φραγκικό κάστρο (13ου αιώνα μ.Χ.) στο χωριό Κάστρο, στο καμπαναριό του ναού του Αγίου Ιωάννου στο Βαρθολομιό που κατέρρευσε, στη ζώνη εκβολής του Πηνειού όπου παρατηρήθηκε και μικρή «ρευστοποίηση» αμμωδών εδαφών κάτω από τον φρεάτιο ορίζοντα (φαινόμενο παρόμοιο με την «κινούμενη άμμο») καθώς και σε αρκετούς ναούς και σχολεία.


Παρ’ ότι ο σεισμός της Δευτέρας (2.12.2002) ήταν σημαντικά μικρότερος από αυτόν του 1988 (με περίπου πέντε-έξι φορές μικρότερη ενέργεια), προξένησε βλάβες στο Βαρθολομιό αρκετά μεγαλύτερες από ό,τι θα αναμενόταν. Οι ζημιές παρουσιάστηκαν εντονότερες κυρίως στο ανατολικό τμήμα της κωμόπολης, ενώ το 1988 οι ζημιές ήταν πιο μεγάλες στο δυτικό μέρος. Είναι επίσης σαφές, από τις παρατηρήσεις του υπογράφοντος, ότι είναι εντελώς αβάσιμοι οι ισχυρισμοί – που ακούστηκαν δυστυχώς και από αρκετούς «ειδικούς» επιστήμονες – πως για την κατανομή των βλαβών βασικό ρόλο έπαιξαν τα «ειδικά» εδάφη που υπάρχουν στην περιοχή. Κύρια αιτία για τον τρόπο που κατανεμήθηκαν οι βλάβες είναι η κάπως διαφορετική θέση της εστίας του σεισμού σε σχέση με το 1988 και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διάρρηξη στο υπαίτιο ρήγμα καθώς και ο τρόπος που διαδόθηκε η διάρρηξη και στη συνέχεια το σεισμικό κύμα. Τα αίτια δηλαδή είναι σεισμοτεκτονικά και όχι γεωτεχνικά.


Δυστυχώς δεν εγκαταστάθηκε στο Βαρθολομιό ποτέ μόνιμος επιταχυνσιογράφος. Ετσι και για το 1988 και για τον πρόσφατο σεισμό μόνο εκτιμήσεις για τα χαρακτηριστικά των κραδασμών μπορούν να γίνουν.


Το 1988 οι εγκατεστημένοι επιταχυνσιογράφοι κατέγραψαν μέγιστη οριζόντια επιτάχυνση στην Αμαλιάδα 0,13 g (13% της επιτάχυνσης της βαρύτητας), στη Ζάκυνθο 0,12 g και στον Πύργο, που είναι αρκετά μακρύτερα, 0,05 g. Η μέγιστη επιτάχυνση στο Βαρθολομιό εκτιμήθηκε περίπου 0,40 g.


Στον επίλογο αυτού του άρθρου θα ήθελα να κάνω έκκληση στους συναδέλφους μου να πάψουν να δίνουν αφορμή στα ΜΜΕ για να καλλιεργούν την ακατάσχετη προγνωσιολογία και να δημιουργούν τις συνθήκες για την απαξίωση των επιστημών που υπηρετούμε στην κοινή γνώμη. Επίσης, να καλέσω τους αρμόδιους κρατικούς φορείς να ανταποκριθούν με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα που δημιούργησε ο σεισμός στους κατοίκους της περιοχής του Βαρθολομιού απ’ ό,τι έδειξαν για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Αττικής το 1999 και τα μετέπειτα χρόνια.


Να πάψουν τις μεγαλόστομες υποσχέσεις, όπως συνηθίζουν μετά από κάθε μεγάλο σεισμό τα τελευταία 25 χρόνια («πράσινο κουτί» οικοδομών, κατάρτιση μητρώου μελετητών ιδιωτικών έργων, μικροζωνικές μελέτες και δήθεν γενναία χρηματοδότηση του έργου της σεισμικής αποκατάστασης), και να προσέξουν επιτέλους τα παρακάτω ιεραρχώντας τα: Αμεση κήρυξη της περιοχής ως σεισμόπληκτης (αγνοώντας την απαράδεκτη εισήγηση του Νομαρχιακού Συμβουλίου να κηρυχθεί σεισμόπληκτος όλος ο νομός!). Γρήγορη κατάρτιση αξιόπιστης μικροζωνικής μελέτης με την αξιοποίηση των καταλληλότερων πανεπιστημιακών και ερευνητών. Εξασφάλιση επαρκών κονδυλίων ώστε οι επισκευές να γίνουν με τα πραγματικά τιμολόγια (και όχι με τιμές που δεν υπερβαίνουν το 40% των πραγματικών, όπως έγινε και γίνεται στον σεισμό της Αθήνας). Αυστηρό έλεγχο των επισκευών από κλιμάκια της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, της οποίας οι ταλαίπωροι συμβασιούχοι μηχανικοί απειλούνται με απόλυση, αντί να μονιμοποιηθούν μια και καλύπτουν απολύτως διαρκείς και σημαντικές ανάγκες…


Ο κ. Γιάννης Πρωτονοτάριος είναι Διδάκτωρ Εδαφομηχανικής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και διδάσκει Εδαφομηχανική και Σεισμική Γεωτεχνική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.