ΣΤΟΥΤΓΑΡΔΗ, Απρίλιος.





«Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν»
θεωρείται η ιδιοφυέστερη δημιουργία του Ρίχαρντ Βάγκνερ, μια τετραλογία-ποταμός, διάρκειας σχεδόν 16 ωρών, που διαδραματίζεται στα βάθη του Ρήνου και στις κορυφές των βουνών, ένα δράμα για τον έρωτα της εξουσίας και τη δύναμη της αγάπης με μια λύση αποκαλυπτικών διαστάσεων: η Βαλχάλα, το ουράνιο κάστρο των θεών, παραδίδεται στις φλόγες.


Αυτή η πύρινη κόλαση που καταβροχθίζει τελικά όλες τις μηχανορραφίες και τα αισθήματα ελκύει ιδιαίτερα τις όπερες της Γερμανίας εν όψει του 2000. Τουλάχιστον 13 μουσικά θέατρα έχουν προαναγγείλει ότι θα ανεβάσουν το επιβλητικό αυτό γερμανούργημα. Στον λόφο του Μπαϊρόιτ, άντρο του βαγκνερισμού, ο κόσμος των θεών θα παραδοθεί στην πυρά το καλοκαίρι του 2000.


Ιδιαίτερα τολμηρή εμφανίζεται η Κρατική Οπερα της Στουτγάρδης, που μόλις στέφθηκε από τους γερμανούς μουσικοκριτικούς με τον κότινο της χρονιάς. Αποφάσισε την κατάτμηση της τετραλογίας: τέσσερις διαφορετικοί σκηνοθέτες υπό κοινό μουσικό διευθυντή ανεβάζουν ξεχωριστά και διαδοχικά τα τέσσερα μέρη: «Ο Χρυσός του Ρήνου», «Βαλκυρία», «Ζίγκφριντ» και «Το Λυκόφως των Θεών». Ο διευθυντής της Οπερας της Στουτγάρδης Κλάους Τσέχελαϊν αγνοεί την οργή των ορθόδοξων βαγκνεριανών αλλά και την κατάρα του ίδιου του Δαχτυλιδιού. Το πείραμα του σκηνοθετικού κατακερματισμού επιχειρήθηκε ήδη μία φορά στο Παρίσι το 1976 και απέτυχε οικτρά. Μετά τον «Χρυσό του Ρήνου» σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν και τη «Βαλκυρία» σε σκηνοθεσία Κλάους-Μίχαελ Γκρύμπερ, ο μαέστρος Γκέοργκ Σόλτι, εξουθενωμένος και οργίλος λόγω των υφολογικών διαφορών, εγκατέλειψε το πόντιουμ οριστικά.


Η κατάρα του Δαχτυλιδιού


«Ο Χρυσός του Ρήνου» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βασιλικό Θέατρο του Μονάχου τον Σεπτέμβριο του 1869. Στα ύψη ο μονόφθαλμος θεός Βόταν με τη συμβία του Φρίκα ανησυχούν. Κατά σύσταση του πολυμήχανου Λόγκε έχουν υποσχεθεί στους γίγαντες Φάφνερ και Φάζολτ τη θεά του έρωτα Φράια ως ανταμοιβή για την κατασκευή ενός τρανού ανακτόρου, της Βαλχάλα. Στα βάθη του Ρήνου οι τρεις κόρες του ποταμού φυλάσσουν τον δίκοπο θησαυρό του χρυσού: χαρίζει ζωή σε όποιον αγαπά, γίνεται δαχτυλίδι και δωρίζει την απόλυτη εξουσία μόνο σε όποιον απαρνηθεί τον έρωτα. Οι κόρες δεν χαρίζουν τα θέλγητρά τους στον ερωτύλο Αλμπεριχ και αυτός απογοητευμένος αποκηρύσσει την αγάπη και τους αρπάζει το χρυσάφι. Η Βαλχάλα στο μεταξύ είναι ετοιμοπαράδοτη, οι γίγαντες απαιτούν τον μισθό τους, αλλά είναι γραφτό οι θεοί να μαραζώσουν αν αποχωριστούν τη Φράια. Κατά νέα σύσταση του Λόγκε, ο Βόταν υπόσχεται τώρα στους απλήρωτους γίγαντες το χρυσάφι του Ρήνου και αυτοί κρατούν προσωρινά ως ενέχυρο τη Φράια. Ο Βόταν κατεβαίνει στον ποταμό, όπου ο κραταιός πλέον Αλμπεριχ καταδυναστεύει τους νάνους Νιμπελούνγκεν. Ο τύραννος πέφτει στην παγίδα του Λόγκε και κάνει μια επίδειξη με το μαγικό του κράνος που τον μεταμορφώνει ακατάπαυστα: πρώτα σε δράκο και μετά σε φρύνο. Ο Βόταν εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και αρπάζει από τον βάτραχο το λαμπρό δαχτυλίδι και τον θησαυρό. Προτιμά να τα κρατήσει για τον εαυτό του αλλά τελικά αναγκάζεται να τα παραδώσει στους ανυπόμονους γίγαντες. Η κρυφή κατάρα του δαχτυλιδιού διχάζει τα δύο αδέλφια. Ο Φάφνερ σκοτώνει τον Φάζολτ. Οι θεοί παίρνουν την ανηφορική γέφυρα του ουράνιου τόξου για τη Βαλχάλα και το ελεγειακό τραγούδι των κορών του Ρήνου προμηνύει τα μελλούμενα κακά.


Μία νέα εκδοχή στο πνεύμα των καιρών


Το κακό προμήνυμα για τους ευσεβείς βαγκνεριανούς ήταν η έναρξη της τετραλογίας στις αρχές Μαρτίου στη Στουτγάρδη από τον Γιόαχιμ Σλέμερ, διευθυντή των Μπαλέτων της Βασιλείας και μαθητή της Πίνα Μπάους. Το δικό του «Χρυσό του Ρήνου» δεν βρίσκεται στα βάθη του ποταμού αλλά στον ρηχό πυθμένα μιας κρήνης. Το επιτηρούν τρεις κομψές υπάλληλοι των θερμών λουτρών που έχουν στηθεί στη σκηνή. Μέσα στην αποχαύνωση των υδρατμών οι λουόμενοι αναπαύονται στους γωνιακούς πάγκους. Ενα ασανσέρ της δεκαετίας του ’20 ανεβάζει τους ενδιαφερομένους σε έναν εξώστη με σεζλόνγκ όπου δρουν οι θεοί: ένας διοπτροφόρος ευπατρίδης και η ατσαλάκωτη σύζυγός του.


Επειδή το ζευγάρι δεν έχει ρευστότητα, οι εργολάβοι απάγουν την κουνιάδα και αποχωρούν διά του ανελκυστήρος. Αντί γιγάντων, ένας κοστουμαρισμένος μηχανικός με τσαντάκι και ένας κουτσαβάκης με μακριά φαβορίτα και τσίκλα στο στόμα. Οι στρατιές των ταλαίπωρων Νιμπελούνγκεν έχουν εξαφανιστεί, από ένα γραμμόφωνο μόνο ο Αλμπεριχ ακούει τα σφυριά τους, εσωτερικευμένη μονομανία της εξουσίας. Και αντί να μεταμορφωθεί σύμφωνα με τις οδηγίες του συνθέτη σε δράκο, βγάζει κατά τις επιταγές του σκηνοθέτη ταχυδακτυλουργικά από το σακάκι του ένα κουνέλι και το σακατεύει. Η ελεύθερη πια κουνιάδα χύνει μαύρο δάκρυ πάνω από το πτώμα του Φάζολτ ­ ποιος ξέρει τι προέκυψε μεταξύ τους κατά τη σύντομη ομηρεία. Στην τελευταία σκηνή οι θεοί δεν παίρνουν την άγουσα για τα ουράνια αλλά κατεβαίνουν σε μια σκοτεινή καταπακτή. Οι κόρες τυλιγμένες με κουβέρτες θρηνωδούν.


Η παράσταση της Στουτγάρδης όμως δεν περιορίζεται σε αυτή τη σειρά των σκηνοθετικών ευρημάτων και σκηνικών πρωτοτυπιών, δεν είναι απλώς ένας νεόκοπος «Χρυσός του Ρήνου» παρουσιασμένος σαν το σημερινό δράμα μιας μεγαλοαστικής οικογένειας που εξαπατά αλλά και εκβιάζεται. Είναι μια εκδοχή του έργου προσαρμοσμένη στο πνεύμα των καιρών, εξατομικεύει και εκλεπτύνει ψυχολογικά τους χαρακτήρες των ηρώων ποντάροντας τα πάντα στη συνεργασία της σκηνικής εικόνας και της ορχηστρικής απόδοσης.


Και τελικά κερδίζει καθώς η μουσική διεύθυνση του Λόταρ Τσάγκροζεκ αποφεύγει τον παχύρρευστο ήχο και αναδεικνύει διαρκώς τις πιο αιχμηρές στιγμές της μουσικής του Βάγκνερ, το κάθε λεπτεπίλεπτο σημείο δίπλα και ανάμεσα στις βίαιες συναισθηματικές εξάρσεις. Ταυτόχρονα όμως η εκδοχή αυτή προδίδει μιαν άλλη, βαθύτερη διάσταση του έργου. Ο ριζοσπάστης Βάγκνερ, που μετά τη συμμετοχή του στην επανάσταση της Δρέσδης τον Μάιο του 1849 είχε αναγκαστεί να καταφύγει στη Ζυρίχη, συνέθεσε «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» και ως μουσικό σχόλιο στην πρώιμη καπιταλιστική περίοδο υπαινισσόμενος μέσα από το κέλυφος του αρχαϊκού μύθου και της αλληγορίας για την εκμετάλλευση της φύσης τον εξανδραποδισμό του ατόμου και την αχρειότητα της εξουσίας.


Σύμφωνα με το ημερολόγιο της γυναίκας του, μάλιστα, επιστρέφοντας το 1877 από το Γκρίνουιτς, οι εντυπώσεις του για την κατάσταση της αγγλικής εργατικής τάξης αναμειγνύονται συνειρμικά με την ατμόσφαιρα του Δαχτυλιδιού, νιώθει την πίεση του ατμού να κινεί τα κυριαρχικά όνειρα του Αλμπεριχ. Στη Στουτγάρδη όμως τα αγκομαχητά και ο μόχθος των Νιμπελούνγκεν έχουν πνιγεί μέσα στη σάουνα του Σλέμερ.