Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος τα κατάφερε. Σε χρόνο ανύποπτο και ενώ όλα ήταν σε εκκρεμότητα στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, είχε διαμηνύσει ότι «εγώ δεν θα γίνω Βαρουφάκης». Με τη συμφωνία στο Eurogroup ο υπουργός Οικονομικών στην ουσία πέτυχε μεν «απλώς» την αποφυγή ενός δράματος ανάλογου με εκείνο του 2015, όμως κυρίως έσυρε και εγκλώβισε τον Αλ. Τσίπρα στη δική του γραμμή.
Κατά τον τρόπο αυτόν, ο υπουργός Οικονομικών κατόρθωσε αφενός να αποτρέψει την πολιτική του θυσία, την οποία κάποιοι προμήνυαν, ενώ εκκρεμεί πλέον η βασική πολιτική του επιδίωξη: η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τις συμφωνίες, συλλογικά από κυβέρνηση και κόμμα, συμπεριλαμβανομένου προφανώς και του Πρωθυπουργού.
Με τη συγκεκριμένη τροπή των πραγμάτων, ο κ. Τσακαλώτος ισχυροποιήθηκε σημαντικά. Και ο κ. Τσίπρας ουσιαστικά έμεινε μόνος με την ομάδα του και όσους διαχειρίστηκαν την τακτική των τελευταίων μηνών. Και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι προβληματικές.
Από το τέλος της λιτότητας που πανηγύριζαν στο Μαξίμου τον Φεβρουάριο και τις διεκδικήσεις για το χρέος, την ποσοτική χαλάρωση και τη «συνολική συμφωνία», κατέληξαν σε άλλη μία άτακτη υποχώρηση και αποδοχή της μοναδικής εναλλακτικής που υπήρξε ποτέ στο τραπέζι: την πρόταση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με την οποία η χώρα δεσμεύεται για άλλη μία πενταετία σε μια πολιτική λιτότητας με εξωπραγματικά δημοσιονομικά πλεονάσματα 3,5%.

40 χρόνια λιτότητας
Επιπλέον αποδέχθηκαν μια πρωτοφανή, νέα συμβατική δέσμευση 40ετούς διάρκειας για πλεονάσματα 2%.
Οσο για το χρέος: αν και εφόσον χρειαστεί, θα εξεταστεί μετά το τέλος του προγράμματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πλήρης και οριστική διάψευση των προσδοκιών που καλλιέργησε ο Αλ. Τσίπρας, παρατείνοντας τη διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση ασκόπως –όπως αποδείχθηκε –και η ταυτόχρονη επικράτηση της γραμμής των Ευκλ. Τσακαλώτου και Γ. Χουλιαράκη με τη συμφωνία στο Eurogroup της Πέμπτης, διαμορφώνουν νέες ισορροπίες και συσχετισμούς στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
Οι απόπειρες των τελευταίων ημερών και οι διαρροές προς τον Τύπο, σύμφωνα με τις οποίες στο Μαξίμου θεωρούσαν ότι στα προηγούμενα Eurogroupο κ. Τσακαλώτος ενήργησε αυτόνομα και έφερε τον κ. Τσίπρα προ τετελεσμένου με την πρόταση Σόιμπλε, ακυρώθηκαν σε διάστημα λίγων ημερών.
Η πρόταση, με κάποιες ελάχιστες και άνευ ουσίας αλλαγές στις διατυπώσεις, υιοθετήθηκε τελικώς –ως η μοναδική προς συζήτηση –μερικές ημέρες αργότερα.
Πλέον, ο κ. Τσίπρας είναι εγκλωβισμένος. Εκτός από την «παγίδα του Σόιμπλε», σε πολλά άλλα πεδία:
l Εχει περιέλθει σε αδυναμία να επιτύχει τους υψηλούς στόχους που είχε περιγράψει και καλείται απλώς να διαχειριστεί τη νέα άτακτη υποχώρησή του.
l Δέχεται ντροπιαστικές πιέσεις από τα ευρωπαϊκά όργανα ώστε η κυβέρνηση να καλύψει τα δικαστικά έξοδα του αθωωθέντος πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, ο οποίος δέχεται τους τελευταίους μήνες σκληρή επίθεση από την κυβέρνηση και νομικές διώξεις σε σχέση με το ύψος των ελλειμμάτων που είχαν ανακοινωθεί στις αρχές της μνημονιακής περιόδου λίγες ώρες μετά την συμφωνία. Ισπανία, Ιταλία και Σλοβακία απαίτησαν τη νομική ασυλία διωκόμενων στελεχών του ΤΑΙΠΕΔ προκειμένου να μην εμποδίσουν την εκταμίευση της δόσης.
l Ακόμη και αν ο Πρωθυπουργός αποφάσιζε τώρα να προχωρήσει σε έναν ανασχηματισμό, μια ενδεχόμενη απομάκρυνση των κ.κ. Τσακαλώτου και Χουλιαράκη από το υπουργείο Οικονομικών θα αποτελούσε κάτι σαν casus belli για τους δανειστές. Κάποιοι δεν αποκλείουν πάντως ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Δεδομένων των σχέσεων που έχει αναπτύξει το ηγετικό δίδυμο του υπουργείου Οικονομικών με τους θεσμούς, οι κ.κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης θεωρούνται πλέον οι αξιόπιστοι συνομιλητές.
Ο κ. Τσίπρας, το ακριβώς αντίθετο, εκείνος που «συνεχίζει να τηλεφωνεί όλη την ώρα στην καγκελάριο», όπως είπε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε λίγες ώρες πριν από το Eurogroup της προηγούμενης εβδομάδας.

Το μεγάλο ζητούμενο
Επειτα από όλα αυτά, ο Πρωθυπουργός βρίσκεται θεωρητικώς και πάλι μπροστά σε μια ευκαιρία, με πολλούς να αμφιβάλλουν για το αν είναι διατεθειμένος και πρόθυμος να την αξιοποιήσει: να εγκαταλείψει όλες τις πρακτικές και ιδεοληψίες του παρελθόντος και να υπηρετήσει το πρόγραμμα για το οποίο έχει δεσμευτεί.
Είναι το μεγάλο ζητούμενο και ερώτημα της επόμενης περιόδου. Το αντίστοιχο δίλημμα αντιμετωπίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ εν γένει, τα στελέχη και οι βουλευτές του οποίου είχαν ως τώρα πειστεί από τα όσα έλεγε ο κ. Τσίπρας για τις γραβάτες και τις ηθικές υποχρεώσεις των δανειστών. Βρίσκονται σήμερα μπροστά σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ούτε καν η δέσμευση περί μη εφαρμογής των μέτρων εκστομίζεται πλέον… Και τα μέτρα για το χρέος δεν ήλθαν.
Το επόμενο ραντεβού, που θα διαμορφώσει και τις νέες συνθήκες για τη διαπραγμάτευση (που δεν έχει τελειώσει, καθώς ακολουθεί η δυσκολότερη φάση αξιολόγησης πριν από το τέλος του σημερινού μνημονίου το 2018), έχει προγραμματιστεί για το τέλος του Σεπτεμβρίου.
Με την ολοκλήρωση και των γερμανικών εκλογών, οι όροι του παιχνιδιού θα ξεκαθαρίσουν ακόμη περισσότερο στο Βερολίνο και η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί θα διαχειριστεί την ελληνική υπόθεση από νέα αφετηρία.
Το ενδεχόμενο αυτό διαμορφώνει περιβάλλον ακόμη μεγαλύτερης πίεσης για την Αθήνα. Η πιστή τήρηση και υλοποίηση του προγράμματος και των μεταρρυθμίσεων είναι –υπό κανονικές συνθήκες –μονόδρομος, δεδομένου και ότι θα πλησιάζει η περίοδος εφαρμογής των μέτρων, τα οποία θα ροκανίζουν τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην Κουμουνδούρου έχουν νεύρα…

Η νευρικότητα και ο αποσυντονισμός της κυβέρνησης και του κόμματος είναι πλέον φανερά στοιχεία και εκδηλώνονται με πολλούς τρόπους. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η υπόθεση των άτυπων, κρυφών απελάσεων τούρκων στρατιωτικών που είχαν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα και σύμφωνα με πληροφορίες και καταγγελίες παραδόθηκαν μυστικά στις τουρκικές αρχές.

Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων και οι πρώην υπουργοί Ν. Ξυδάκης, Σία Αναγνωστοπούλου, Ν. Φίλης κ.ά., ζήτησαν με ερώτηση στην Βουλή εξηγήσεις για την υπόθεση από τους υπουργούς Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Προστασίας του Πολίτη Ν. Τόσκα.

Ο τρόπος με τον οποίο απάντησε με γραπτή ανακοίνωση ο υπουργός Εξωτερικών αποκαλύπτει το παιχνίδι που παίζεται στην Κουμουνδούρου και στα πέριξ.

Οι κ.κ. Κοτζιάς και Τόσκας δεν είναι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά της συνεργαζόμενης κίνησης ΠΡΑΤΤΩ και το σχόλιο που περιελάμβανε η απάντηση του υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος τόνισε ότι ο ίδιος και το υπουργείο δεν έχουν αρμοδιότητα, ήταν διαφωτιστικό: «Λέγεται ότι πιθανόν, ο ίδιος το αποκλείω, να υπάρχουν βουλευτές που θεωρούν τις προσβλητικές ερωτήσεις προς υπουργούς που δεν είναι μέλη του κόμματος, στο οποίο οι ίδιοι ανήκουν, ως καλή άσκηση δημόσιας πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο όμως αμαυρώνεται η διεθνής εικόνα του υπουργείου Εξωτερικών και της θέσης που έχει σε σειρά διαπραγματεύσεων. Ελπίζω σε αυτό να μην υπάρχουν δεύτερες σκέψεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ