Από την ερχόμενη Τρίτη 25 Απριλίου, οπότε και αναμένεται η επιστροφή των θεσμών στις διαπραγματεύσεις του Χίλτον, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Μετά και το πέρας της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην οποία πολλές ελπίδες είχαν επενδυθεί, τα κέντρα αποφάσεων στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Οικονομικών καλούνται να αποδείξουν τις πραγματικές προθέσεις και σχεδιασμούς τους: είναι όλοι διατεθειμένοι και αποφασισμένοι να υπογράψουν τα πάντα και να κλείσουν άλλη μία μακρά και οικονομικά επιζήμια αξιολόγηση; Ή επίκειται μία ακόμη φάση παράτασης της εκκρεμότητας με πολιτικές και άλλες περιπλοκές;

Το Βερολίνο απορεί αλλά σιωπά
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση φροντίζει να παρέχει φραστικές διαβεβαιώσεις για την ολοκλήρωση των διαδικασιών έως τις 22 Μαΐου, με την ελπίδα ότι στο Εurogroup εκείνης της ημέρας θα κλείσει οριστικά η εκκρεμότητα. Την ίδια στιγμή όμως, ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας δεν παραλείπει να υποδαυλίζει την ένταση στις συζητήσεις, επιρρίπτοντας τις ευθύνες για τις καθυστερήσεις στις διαφωνίες μεταξύ ΔΝΤ και των υπολοίπων θεσμών, όπως έκανε και με το πρόσφατο άρθρο του στη «Wall Street Journal».
Η τακτική του Πρωθυπουργού δεν περνά απαρατήρητη στο Βερολίνο και στις άλλες πρωτεύουσες. Παρά τη φανερή επιλογή να υποβαθμιστεί το ελληνικό ζήτημα εν όψει εκλογικών αναμετρήσεων σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο στη Γερμανία, καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι στο επιτελείο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε απορούσαν προ ημερών, όταν άκουσαν τον κ. Τσίπρα να προαναγγέλλει ότι πρώτα θα ληφθούν οι αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους και εν συνεχεία για τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές. Παρά την απορία, το θέμα υποβαθμίστηκε –κυρίως επειδή στο Βερολίνο δεν αισθάνεται κανείς πίεση για την εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος.
Από τα μέσα της επόμενης εβδομάδας η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη εκ των συνθηκών να αποδείξει αν είναι αποφασισμένη να υπηρετήσει το σενάριο, που κατά κάποιους αποτελεί μονόδρομο: να ολοκληρώσει τώρα όλες τις διαδικασίες, να αγνοήσει για πρώτη φορά το πολιτικό κόστος και τη φθορά και να ποντάρει σε μία δυνατότητα πολιτικής διαχείρισης της «εξόδου από το μνημόνιο» το καλοκαίρι του 2018.
Αν αυτό δεν συμβεί, η εναλλακτική επιλογή θα είναι αυτή της τεχνητής κρίσης και του αδιεξόδου που θα οδηγήσει σε εκλογές νωρίτερα, όπως παραδέχονται πλέον σχεδόν δημοσίως και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (όπως π.χ. η ομάδα των 53+).
Ακόμη και το θετικό σενάριο όμως έχει εμπόδια. Αν ο Αλ. Τσίπρας κάνει την κατά κάποιους ορθολογική επιλογή τής με συνοπτικές διαδικασίες ολοκλήρωσης της αξιολόγησης θα βρεθεί αντιμέτωπος με αποφάσεις που δεν είναι βέβαιον ότι θα γίνουν αποδεκτές από το κόμμα του χωρίς αναταράξεις και που –πάντως –θα προσκρούουν στο διαπιστωμένο έλλειμμα επάρκειας του κυβερνητικού μηχανισμού. Θα πρέπει για παράδειγμα να υποκύψει στο θέμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ και σύμφωνα με πληροφορίες είναι πολύ πιθανό να κληθεί να ψηφίσει έναν συγκεκριμένο κατάλογο μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοστούν (έστω μετά το 2019) και όχι κάποιες γενικές αναφορές.
Κατά τα όσα αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές, συγκεκριμένοι κύκλοι στο εσωτερικό του ΔΝΤ επιμένουν σε αυτό και δύσκολα θα υποχωρήσουν, προκειμένου το Ταμείο να συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Οι κύκλοι αυτοί εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό από τον Πόουλ Τόμσεν, ο οποίος δεν είναι σε απολύτως κοινή γραμμή με την Κριστίν Λαγκάρντ. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κλείσιμο της αξιολόγησης προϋποθέτει αποφάσεις από την ελληνική κυβέρνηση, που έως σήμερα δεν δείχνει διατεθειμένη να πάρει.

Σενάρια, επιδιώξεις και αποφάσεις
Το διακινούμενο θετικό σενάριο για τη συνέχεια της κυβέρνησης στον δρόμο προς την έξοδο από το μνημόνιο περιλαμβάνει από την προηγούμενη εβδομάδα και την παράμετρο του ανασχηματισμού. Μόλις έξι μήνες έπειτα από τον τελευταίο. Αρχικώς πυροδοτήθηκε η σχετική παραφιλολογία από δηλώσεις του Δ. Παπαδημούλη για μία αποτελεσματική διακυβέρνηση, ενώ συνέχεια δόθηκε από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Ξυδάκη, ο οποίος είπε ότι απαιτείται επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και υπονόησε ότι είναι αναγκαία μια αλλαγή του κυβερνητικού σχήματος.
Κατά τα όσα αφήνουν να εννοηθούν κομματικά στελέχη, το ζήτημα ενός ενδεχόμενου ανασχηματισμού αφορά πρωτίστως τη σχέση του Αλ. Τσίπρα με τον Ευ. Τσακαλώτο και το κατά πόσον ο υπουργός Οικονομικών θα είναι διατεθειμένος να παραμείνει στη θέση του μετά το πέρας της τρέχουσας πολιτικής φάσης.
Οι αποφάσεις, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, θα κριθούν από το μείζον: αν θα κλείσει η αξιολόγηση, πότε και με ποιους όρους.

Ακατάσχετη σκανδαλολογία και «καμένα χαρτιά»

Στην πορεία προς τις πολιτικά επιζήμιες αποφάσεις του, ο Αλ. Τσίπρας έχει δει πολλά από τα πολιτικά του χαρτιά να «καίγονται». Και η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση της μεθόδου της ακατάσχετης σκανδαλολογίας, προκειμένου να καλλιεργηθεί η εντύπωση του «διεφθαρμένου συστήματος» το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εξαρθρώσει. Η συνέχεια δίδεται τις τελευταίες ημέρες με διώξεις τραπεζικών στελεχών. Είναι ενδεικτικό ότι αυτές τις είχε προαναγγείλει ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Απριλίου, με εμφανώς απειλητική διάθεση: «Ολοι όσοι διετέλεσαν πρόεδροι τραπεζών και κυρίως της Τράπεζας της Ελλάδας να σταματήσουν να προκαλούν και να προετοιμαστούν να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό. Το πάρτι τελείωσε» είχε γράψει ο Π. Ρήγας στο Facebook.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν οι (προαναγγελθείσες διά του φιλοκυβερνητικού Τύπου) διώξεις κατά του πρώην επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς Μιχ. Σάλλα και του πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλου, για υποθέσεις που είτε είχαν διερευνηθεί στο παρελθόν είτε σχετίζονται εμμέσως με το PSI, το οποίο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αποτελεί σκάνδαλο.

Ενα από χαρτιά τα οποία δεν έχουν «βγει» για την κυβέρνηση είναι ακόμη και αυτή η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξούσε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να ασκήσει πίεση προς την αντιπολίτευση. Αρχίζει όμως να διαβλέπει πως η πρωτοβουλία τείνει να μετατραπεί σε παγίδα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η αξιωματική αντιπολίτευση κινείται στην κατεύθυνση να συναινέσει ως προς κάποιες αναθεωρητέες διατάξεις, αν και εφόσον ενεργοποιηθεί η διαδικασία και αυτό με το εξής σκεπτικό: ότι θα είναι εκείνη που στην επόμενη Βουλή θα αποφασίσει για το περιεχόμενο της αναθεώρησης καθώς με βάση τουλάχιστον τα δημοσκοπικά ευρήματα θα διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 151 εδρών (είτε ως αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε με τη συναίνεση ή ανοχή των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων). Η συγκεκριμένη παράμετρος έχει αρχίσει να προβληματίζει κάποιους στην κυβέρνηση και με βάση αυτόν τον προβληματισμό εκκρεμεί και η απόφαση για την ενεργοποίηση της διαδικασίας αναθεώρησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ