«Υπάρχει λύση;» είναι ο τίτλος μιας μακράς και αποκαλυπτικής συζήτησης ανάμεσα στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και στον δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη η οποία εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Πόλις. Η απάντηση είναι ότι με τα σημερινά δεδομένα μάλλον δεν υπάρχει λύση. Οι κ.κ. Σημίτης και Πρετεντέρης δεν προδικάζουν καταστροφές, ωστόσο δεν ωραιοποιούν τίποτα, δεν καθησυχάζουν κανέναν και –κατά την ταπεινή μας γνώμη –μοιάζουν σαν να λένε με νόημα ότι τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται…
Δεν υπάρχει ζήτημα που να μην εξαντλούν οι δύο συνομιλητές σε ένα βιβλίο με πρόλογο, επίλογο και δεκατρείς ενότητες που καλύπτουν από «το μέλλον της ευρωζώνης» ως την «πρώτη φορά Αριστερά» και από τη «ρύθμιση του χρέους» ως το «ΠαΣοΚ και Κεντροαριστερά». Διαπιστώνουμε εκ νέου ότι ο κ. Σημίτης είναι ίσως ο μοναδικός πολιτικός που μετακινείται με χαρακτηριστική άνεση από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο της πολιτικής, από το ζήτημα των δικαστικών τελών ως τα συμπεράσματα της τελευταίας συνόδου του Eurogroup. Δώδεκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της πρωθυπουργικής οκταετίας του, εξακολουθεί να μελετά και να γνωρίζει τι συμβαίνει σχεδόν σε κάθε τομέα. Το βιβλίο είναι άλλη μια συνειδητή και οργανωμένη συνομιλία του κ. Σημίτη με τον ιστορικό του μέλλοντος, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα σύγχρονο εργαλείο πολιτικής, ένας οδικός χάρτης για την απόδραση από την κόλαση της κρίσης. Ας σταθούμε στα πιο κρίσιμα σημεία.
Τι κρύβει το 2018


Πρώτα απ’ όλα ο κ. Σημίτης θεωρεί απίθανο ένα τέταρτο μνημόνιο. «Οχι μόνο γιατί οι Γερμανοί δεν το επιθυμούν αλλά και γιατί οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης δεν πρόκειται να συμφωνήσουν σε συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μέσω μνημονίων» όπως σημειώνει. Κι αν δεν βρεθούν χρήματα (με επιστροφή στις αγορές ή κάποιου τύπου νέο δάνειο) «θα επακολουθήσει η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη και, πιθανότατα, η πτώχευση». Υπογραμμίζει με τον πιο ευθύ τρόπο ότι πλέον «η Ελλάδα ανήκει σε μια νέα κατηγορία μελών» και ότι «δεν πρόκειται να επανέλθει σε συγκεκριμένο και προβλέψιμο χρόνο στην κανονικότητα της ευρωζώνης». Χαρακτηρίζει «παραπλανητικό» τον ισχυρισμό του Πρωθυπουργού ότι το 2018 θα έχουμε βγει από το Μνημόνιο γιατί «το Μνημόνιο αντικαταστάθηκε ήδη από μια μόνιμη ρύθμιση». Και αναφέρει τόσο το Υπερταμείο (ως αποτέλεσμα μιας «πρωτόγνωρης επιτήρησης»…) όσο και τον «αυτόματο κόφτη δαπανών» χάρη στον οποίο η Ευρώπη δεν μας ασκεί πλέον ιδιαίτερη πίεση αφού «εμείς θα επιλέγουμε αν θέλουμε ή όχι να φτωχαίνουμε» (!). Τονίζει ότι η πιθανότερη λύση για τη διχογνωμία μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ ως προς το ελληνικό χρέος είναι «το ΔΝΤ να μη συμμετέχει πλέον στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος. Θα συνεχίσει όμως να συμμετέχει στην εποπτεία ως «τεχνικός σύμβουλος»». Και προβλέπει: «Λύση του προβλήματος [του χρέους] αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατή. Χρειάζεται χρόνος. Η λύση θα πραγματοποιηθεί πιθανότατα το 2018, όπως έχει συμφωνηθεί. Μέχρι τότε οι θριαμβευτικές ανακοινώσεις ότι επιτεύχθηκε η μείωση του χρέους θα αφορούν μόνο δευτερεύοντα ζητήματα» (όπως τα επιτόκια των δανείων του ESM). Η σαφέστατη προειδοποίηση του κ. Σημίτη είναι ότι αν ως το 2018 δεν είναι βέβαιο ότι η χώρα μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αγορές τότε η «λύση» δεν θα είναι περικοπή χρέους και τέταρτο μνημόνιο αλλά πτώχευση, εθνικό νόμισμα, υποτίμηση, νέα λιτότητα και χειρότερη κρίση. Ας πάρουμε μια γεύση για όσα επέρχονται: Οι συντάξεις είναι βιώσιμες; Οχι λέει ο κ. Σημίτης. «Η Ελλάδα δαπανά περίπου το 10% του ΑΕΠ για να στηρίξει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 2%… Γι’ αυτό και αργά ή γρήγορα θα υπάρξει καινούργια ρύθμιση».
Κατανομή ευθυνών


Χωρίς ο λόγος του να είναι εμπαθής, ο κ. Σημίτης είναι σκληρός τόσο με τους Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου (θεωρεί τον πρώτο υπεύθυνο για τον υπερδανεισμό και τον δεύτερο υπεύθυνο γιατί άργησε να κατανοήσει τι έπρεπε να πράξει και έχασε τον έλεγχο) όσο και με τον Αλ. Τσίπρα. Χωρίς κανέναν δισταγμό ο πρώην πρωθυπουργός αποκαλεί τη σημερινή κυβέρνηση «εθνικολαϊκιστικό σχηματισμό», μια «αριστερο-δεξιά συμμαχία» η οποία «εργάζεται συστηματικά για να εμπεδώσει στη χώρα ένα αυταρχικό καθεστώς». Κυριαρχεί το αίσθημα ενός έντονου αδιεξόδου λέει ο κ. Σημίτης και προσθέτει ότι το πιο πρόσφατο παράδειγμα ανάλογου αδιεξόδου ήταν η εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας. Προσοχή: δεν παρομοιάζει τη σημερινή κυβέρνηση με τη χούντα, αλλά την ίδια την κρίση. Και εξηγεί: «Μια εθνική αποτυχία, σε κλίμα ασυνειδησίας και αδιαφορίας υπήρξε επίσης το 1965-1967. Εφερε τη χούντα στην εξουσία. Αυτή τη φορά η ανευθυνότητα και η απόλυτη ασυνειδησία αφορούσε την οικονομία. Ετσι, από το 2009 και μετά, η κρίση εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα».
Προφανώς η κρίση θα ισοπεδώσει τη χώρα αν π.χ. επικρατήσουν «προτάσεις» για συνεχή δημοψηφίσματα ή για μια συνταγματικά κατοχυρωμένη απλή αναλογική. Υποστηρικτής των σταθερών κυβερνήσεων που δεν εξαρτώνται από εκβιασμούς κοινοβουλευτικών αρχηγίσκων και δεν υπονομεύονται κάθε τρεις και λίγο από προσχηματικά δημοψηφίσματα, ο κ. Σημίτης υπενθυμίζει ότι η «συνταγματική κατοχύρωση» εκλογικού νόμου παρατηρήθηκε μόνο στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ήταν μια από τις αιτίες της ανόδου του Χίτλερ. Παράλληλα, η απλή αναλογική στην Ελλάδα του ’30 οδήγησε στην ακυβερνησία και στη δικτατορία του Μεταξά. Από το βιβλίο δεν λείπουν οι οξυδερκείς ερωτήσεις και οι πλήρεις απαντήσεις για το πώς εξελίσσεται η Ευρώπη, για το Brexit, για την παγκοσμιοποίηση.
Ο κ. Σημίτης ο οποίος απαντά ακόμα και για το περίφημο «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου» (υπογραμμίζοντας ότι η όποια «ευθύνη» για την τότε πτώση του Γενικού Δείκτη θα πρέπει να συγκριθεί με την ευθύνη για την πολύ μεγαλύτερη κατακρήμνιση της περιόδου 2009-2014 καθώς και για την πρόσφατη εξαΰλωση των τραπεζικών μετοχών που ουδείς αποκαλεί «έγκλημα»…) δεν είναι ακριβώς απαισιόδοξος για την Ελλάδα. Ρίχνει σκληρό φως επάνω στους κινδύνους που όλοι συγκαλύπτουν αλλά περιγράφει ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις, μία προς μία, για την αντιμετώπισή τους. Απλώς ο αναγνώστης μελαγχολεί στη σκέψη ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι μάλλον απίθανο να τηρηθούν…

ΟΙ «ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ»
«Είμαστε στην ανοιχτή θάλασσα»

Την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου ο κ. Σημίτης έδωσε διάλεξη στο LSE στο Λονδίνο προσδιορίζοντας και τις ευρωπαϊκές ευθύνες για την ελληνική κρίση, αφού, όπως παγίως υποστηρίζει, η Ευρώπη επέβαλε ένα αυστηρό και ανεφάρμοστο πρόγραμμα. Στο βιβλίο επισημαίνει ότι σημαντικό κομμάτι της λύσης είναι ένα νέο κόμμα στην Κεντροαριστερά. Δεν το αποκαλεί, ωστόσο, «κόμμα», αλλά «όχημα». Εκτιμά ότι το ΠαΣοΚ «ανήκει σε ένα παρελθόν το οποίο δεν ελκύει πια τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων» και γι’ αυτό, όπως τονίζει, «η Κεντροαριστερά για να πετύχει χρειάζεται ένα νέο «όχημα»». Αναγνωρίζει ωστόσο ότι «το ΠαΣοΚ είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη παράταξη στον χώρο της Κεντροαριστεράς και πρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο». Ασφαλώς, όσο δίκιο και αν έχει ο κ. Σημίτης για τον αναγκαίο ρόλο μιας νέας Κεντροαριστεράς, οι «πολιτικοί λογαριασμοί», στην πράξη, μοιάζουν δυσκολότεροι των δημοσιονομικών. Γι’ αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ανομολόγητη απάντηση στο ερώτημα του τίτλου του βιβλίου, αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο εκ των αρίστων της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, είναι μάλλον ανησυχητική. Αλλωστε, όπως λέει με νόημα ο κ. Σημίτης στη σελίδα 81: «Η αποφυγή του ναυαγίου δεν σημαίνει… ότι φτάσαμε στο λιμάνι. Είμαστε στην ανοιχτή θάλασσα. Δεν ξέρουμε πού ακριβώς. Ερχονται νέες θύελλες. Και είναι ακόμη άγνωστο αν το πλήρωμα και οι επιβάτες θα αντέξουν, στο σύνολό τους, τις περιπέτειες»…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ