Από τη «σκοτεινή» δεκαετία του 1950 χρονολογούνται οι ζυμώσεις για την οργάνωση του αρχείου του ΚΚΕ και τη συγκρότηση ομάδων ειδικών για τη μελέτη του. Με εισήγηση του τότε επικεφαλής στο τμήμα διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής Γρηγόρη Φαράκου, δημιουργείται το 1959 ο τομέας ιστορίας και το κομματικό αρχείο στελεχώνεται από τους Θεόδωρο Παπαπαναγιώτου, ο οποίος εργαζόταν στον κομματικό ραδιοσταθμό «Φωνή της Αλήθειας», και Μήτσο Κάιλα. Από αυτό το υλικό, με δεκαετία «αιχμής» εκείνην του ΄40, απαρτίζεται το θυελλώδες, γεμάτο ανατροπές και συνταρακτικές περιπέτειες χρονικό του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και στο εξωτερικό, που φυλλομετρείται πυρετικά και διαβάζεται αχόρταγα σαν μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα πάντως «κουτσουρεμένο», καθώς οι ερευνητές Δάγκας και Λεοντιάδης ισχνά μόνο κομμάτια του αρχείου είχαν στη διάθεσή τους όταν έγραφαν το βιβλίο- τα αρχεία του ΚΚΕ στον Περισσό και του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, όπως τονίζουν, εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμα στην ιστορική έρευνα. Οι συγγραφείς παρακολουθούν τις διαδρομές του κομματικού αρχείου στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, με τις απώλειες ντοκουμέντων, αποσπάσεις υλικού, ακόμη και λεηλασίες, και περιγράφουν τον περίγυρο, τα προβλήματα και τις κομματικές ρήξεις που συνδέονται με αυτό: το παγκόσμιο καθοδηγητικό κέντρο της Μόσχας και η σημασία του για τους έλληνες κομμουνιστές, οι εθνικοί κομμουνισμοί (το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας του Τσαουσέσκου, η Ενωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών του Τίτο)· η «τραυματική» διάσπαση του ΄68· η παγίδευση του ΚΚΕ εσωτερικού που «κληρονόμησε» το αρχείο και της διάδοχης ΕΑΡ (του Λεωνίδα Κύρκου) στα Σκόπια την εικοσαετία 1968-1988· η απόπειρα των Σλαβομακεδόνων για τεκμηρίωση της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε αναφορά με το μακεδονικό ζήτημα· η στάση του ΚΚΕ επί γραμματείας Χαρίλαου Φλωράκη και τα ακόλουθα γεγονότα στα αρχεία στο κτίριο του Συνασπισμού στην Αθήνα (1989-σήμερα)· η τωρινή, τέλος, κατάσταση του αρχειακού υλικού. Ακραίες πρακτικές
Οταν τον Απρίλιο του 1988 το αρχείο ετοιμαζόταν προς επαναπατρισμό από τα Σκόπια για λογαριασμό της ΕΑΡ, όχι χωρίς την γκρίνια και τις έντονες αντιρρήσεις των Σκοπιανών, οι οποίοι βέβαια παρακράτησαν ντοκουμέντα με ευαίσθητο γι΄ αυτούς περιεχόμενο, πάνω από 300.000 φύλλα συσκευασμένα σε 400 ευμεγέθη κιβώτια γέμισαν ένα ολόκληρο τριαξονικό φορτηγό! Είχε προηγηθεί μια περίοδος πραγματικού πολέμου εναντίον του υπευθύνου του αρχείου Παπαπαναγιώτου από τους Σλαβομακεδόνες- που ένας από τους πόλους του ήταν η διαπίστωση από το υλικό του αρχείου ότι το ελληνικό κόμμα ήταν άμεμπτο έναντι του ετέρου, γιουγκοσλαβικού μέρους, ενώ δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί και το αντίθετο -, με αποκορύφωμα ο Παπαπαναγιώτου, όταν οι πιέσεις έγιναν αφόρητες, να τους απαγορεύσει την πρόσβαση σε αυτό. Επιστρατεύοντας όλη του την ευρηματικότητα, άλλαξε μάλιστα τις ετικέτες στα κουτιά των εγγράφων, ώστε σε περίπτωση απουσίας του οι επίδοξοι κλέφτες να μη βρουν αυτό που ζητούσαν. Εκείνη την εποχή άρχισε να φοβάται ακόμη και για τη ζωή του, καθώς οι αρχές εφάρμοζαν πλέον ανοιχτά ακραίες πρακτικές. Σε μια περίπτωση μετάβασής του στην Ελλάδα μάλιστα, κατά τον έλεγχο στα σύνορα, οι ασφαλίτες αφαίρεσαν ακόμη και τις ζάντες ψάχνοντας ως και στο εσωτερικό των ελαστικών κάποιο κρυμμένο κομματικό ντοκουμέντο που δεν θα ήταν ευνοϊκό για εκείνους! Είκοσι χρόνια νωρίτερα, λίγο πριν από τη 12η Ολομέλεια που οδήγησε στη διάσπαση του ΚΚΕ, όταν ακόμη το αρχείο βρισκόταν στη Ρουμανία, η ατμόσφαιρα ήταν επίσης τεταμένη, αν και σαφώς διαφορετική. Τα στελέχη του ΚΚΕ βρίσκονταν σε φίλιο έδαφος, όμως οι οδηγίες για αυξημένη επαγρύπνηση έναντι των ξένων μυστικών υπηρεσιών που επιβουλεύονταν το αρχείο του κόμματος αλλά κυρίως τον παράνομο κομματικό μηχανισμό δεν είχαν χαλαρώσει. Εκτός αυτού, οι άνθρωποι του ΚΚΕ είχαν να αντιμετωπίσουν και τους μυστικούς πράκτορες της χούντας- η ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι είχε μετατραπεί σε αληθινή «σφηκοφωλιά». Η πρό νοια για διαρροή πληροφοριών απαιτούσε ακραία μυστικότητα κινήσεων και συνωμοτικότητα. Οι άνθρωποι του παράνομου μηχανισμού που μπαινόβγαιναν στα κομματικά κτίρια, οι οποίοι τον καιρό της διάσπασης δεν ήταν πάνω από 40-50, ανήκαν σε τμήματα τα οποία δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζονταν και απέφευγαν να συνάψουν γνωριμίες. Αλλαζαν συνεχώς κατοικία και στις κοινωνικές σχέσεις τους δεν αποκάλυπταν ποτέ τον τόπο διαμονής τους. Ο,τι πρόβλημα ανέκυπτε λυνόταν από τις ρουμανικές υπηρεσίες. Για την εξυπηρέτησή τους είχαν διατεθεί αυτοκίνητα με οδηγούς και φρουρούς Ρουμάνους- όλοι άνδρες των μυστικών υπηρεσιών, οπλισμένοι με υπερσύγχρονα πιστόλια, ακόμη και αυτόματα όπλα. Η ρουμανική αντικατασκοπία παρακολουθούσε στενά τους ανθρώπους της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι και ενημέρωνε τους υπευθύνους του κόμματος για τυχόν ύποπτες κινήσεις γύρω τους.

Ανάπηροι και δεμένοι

Αποψη της ρουμανικής πόλης Σιμπίου (1970)

Εκείνη την ημέρα, 19 Μαρτίου του 1968, πυκνά σύννεφα κάλυπταν ολόκληρη την Τρανσυλβανία και τη μικρή, ειρηνική πόλη Σιμπίου, σε ένα νεοκλασικό της οποίας στεγαζόταν το αρχείο του ΚΚΕ. Δεν πάει πολύς καιρός που έχει γίνει η διάσπαση και οι συζητήσεις των ρουμανικών αρχών με την καθοδήγηση Κολιγιάννη αφενός και τους τρεις διαγραμμένους του Πολιτικού Γραφείου Παρτσαλίδη, Ζωγράφου και Δημητρίου αφετέρου βρίσκονται σε λεπτό σημείο. Και τότε… Ενα παλιό φορτηγό σταματά μπροστά στο νεοκλασικό του αρχείου. Από μέσα κατεβαίνει μια ομάδα κρούσης και μπαίνει σαν σίφουνας στο κτίριο. Τρία άτομα, ανάπηροι του Δημοκρατικού Στρατού, δένονται και εξουδετερώνονται. Οι επιτιθέμενοι, σύμφωνα με το επιτελικό σχέδιο που έχει καταστρώσει ο Σταύρος Καρράς, αρπάζουν το υλικό που είχε από πριν συσκευάσει ο Βασίλης Γκάνιος, ο οποίος δούλευε μαζί με τους τρεις, και αναχωρούν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο υπεύθυνος της Κεντρικής Επιτροπής Ηλίας Καρράς, που οπλοφορούσε πάντοτε, εκείνη την ημέρα είχε πάει για κομματική δουλειά στο Βουκουρέστι. Η καθοδήγηση Κολιγιάννη πιάνεται στον ύπνο. Μόλις 24 ώρες αργότερα στέλνεται στο Σιμπίου ένα λεωφορείο με περίπου 40 κομματικούς, για να διαπιστώσουν απλώς ότι το αρχείο του ΚΚΕ έχει λεηλατηθεί οικτρά. Το κλεμμένο υλικό είχε μεταφερθεί στην περιοχή Μπάλτα Αλμπα, έξω από το Βουκουρέστι. Οι «διαγραμμένοι» δικαιολόγησαν την ενέργειά τους αυτή με το επιχείρημα ότι η ομάδα Κολιγιάννη ετοιμαζόταν να υπεξαιρέσει εκείνη το σπουδαιότερο υλικό και να το στείλει στη Σοβιετική Ενωση.

Οι διαφωνούντες με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας έκαναν έφοδο και κατέλαβαν όλα τα κομματικά κτίρια- είχαν ετοιμαστεί, πριν από τη διάσπαση, αντικλείδια για όλα τα γραφεία. Γλίτωσε μόνο το κτίριο του Πολιτικού Γραφείου, και αυτό, όπως εικάζουν οι συγγραφείς, οφείλεται σε σχετική υπόδειξη των Ρουμάνων να τηρηθεί ένα όριο στην εσωκομματική αντιδικία. Ακόμη «λήστεψαν κομματικά χρήματα», κατακράτησαν τα αρχεία της επιτροπής διαφώτισης και του ραδιοσταθμού, ενώ «έβαλαν χέρι» και στη βιβλιοθήκη της Κεντρικής Επιτροπής. Οπως λένε οι συγγραφείς, χρειαζόταν φαντασία «για να προβλεφθεί ότι θα εκτυλισσόταν στο Βουκουρέστι και στο Σιμπίου αυτή η απίστευτη φάση συμπαιγνίας της παράταξης Παρτσαλίδη και του ρουμανικού κόμματος», φαντασία τέτοια που ο Κολιγιάννης και οι επιτελείς του δεν διέθεταν. «Η καθοδήγηση Κολιγιάννη λογάριαζε, στον σχεδιασμό των πολιτικών κινήσεων στη 12η Ολομέλεια, ότι οι καθαιρέσεις δεν θα προκαλούσαν αντιδράσεις πέρα από πλατωνικές αποδοκιμασίες. Δεν αντιλήφθηκε ότι οι αντίπαλοι είχαν τη ρουμανική προτροπή και ήταν προετοιμασμένοι για λύσεις των άκρων, για διάσπαση του κόμματος. Ηταν μη προβλέψιμες οι προθέσεις της καθοδήγησης Τσαουσέσκου, ότι θα έφτανε τόσο μακριά, σε εχθρική ενέργεια προς τη μερίδα της ελληνικής κομματικής ηγεσίας που υλοποιούσε τη σοβιετική γραμμή- ενάντια δηλαδή στο ίδιο το σοβιετικό κόμμα».