Η πρόσφατη παραίτηση του Πολ Γούλφοβιτς, κορυφαίου στελέχους των νεοσυντηρητικών της Ουάσιγκτον, από την προεδρία της Παγκόσμιας Τράπεζας λόγω της σκανδαλώδους εύνοιας την οποία επέδειξε στην ερωμένη του φέρνει στο προσκήνιο την «αμαρτωλή» ιστορία του εν λόγω χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Μαζί με το αδελφό Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), είναι οι δύο βασικοί πυλώνες του παγκόσμιου μεταπολεμικού μηχανισμού «ανασυγκρότη σης» μέσω παροχής δανείων, ο οποίος σχεδιάστηκε τον Ιούλιο του 1944 στην περίφημη «σύνοδο σοφών» του Μπρέτον Γουντς στο Νιου Χάμσιρ των ΗΠΑ- λίγους μήνες πριν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί συμφωνήθηκε ότι ο πρόεδρός της θα είναι πάντα αμερικανός πολίτης (και αντίστοιχα Ευρωπαίος στο ΔΝΤ) και ότι οι ΗΠΑ θα διαθέτουν ουσιαστικά δικαίωμα βέτο σε κάθε σοβαρή της απόφαση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σήμερα στο 24μελές διοικητικό της συμβούλιο κάθε απόφαση απαιτεί πλειοψηφία τουλάχιστον 85%, αλλά η ψήφος του αμερικανού προέδρου «μεταφράζεται» σε 16,4% του συνόλου. Τόσο όμως είναι και το ποσοστό των χρημάτων που οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να καταβάλλουν ετησίως στο κοινό ταμείο, από το οποίο στη συνέχεια γίνονται οι δανεισμοί, με την Ιαπωνία να έρχεται δεύτερη με 7,9%, τη Γερμανία τρίτη με 4,5% και τη Γαλλία με τη Γερμανία να έπονται με 4,3% εκάστη.

Ηπρώτη αποστολή της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν η ανοικοδόμηση μέσω δανείων της ισοπεδωμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης. Και η πρώτη χώρα που πήρε χρήματα από αυτήν ήταν η Γαλλία το 1947: το δάνειο ήταν ύψους 250 εκατ. δολαρίων- σε πραγματικές τιμές παραμένει ως και σήμερα το υψηλότερο στην ιστορία της τράπεζας. Από τότε ο οργανισμός έχει «μοιράσει» περισσότερα από… 400 δισ. δολάρια-, εκ των οποίων τα 23,6 δισ. δολάρια εκταμιεύθηκαν πέρυσι.

Σε αντίθεση με το ΔΝΤ, που λειτουργεί περισσότερο ως αυτόκλητος «σωτήρας» προβληματικών οικονομιών, τα περισσότερα από τα «δανεικά» της Παγκόσμιας Τράπεζαςως και 80% των συνολικών κονδυλίων- δόθηκαν, υποτίθεται, για πολύ συγκεκριμένες «δουλειές», όπως π.χ. για την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων και αυτοκινητοδρόμων. Στην «αργκό» της τράπεζας αυτό ονομάζεται «project lending», και την πρώτη και πιο… αθώα εικοσαετία της ύπαρξής της υπήρξε η βασική της δραστηριότητα. Μετά, το 1967, την προεδρία της ανέλαβε ο πρώην υπουργός Αμυνας και αρχιτέκτονας του πολέμου στο Βιετνάμ Ρόμπερτ Μακναμάρα, ο οποίος παρέμεινε στην ηγεσία της για 13 ολόκληρα χρόνια και δημιούργησε μια παράδοση τοποθέτησης «γερακιών» που διατηρείται ως σήμερα…

Υπό την καθοδήγηση του κ. Μακναμάρα ο χαρακτήρας αλλά και το μέγεθος της τράπεζας άλλαξαν δραματικά, με τα δάνειά της να στρέφονται όλο και περισσότερο σε προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας, αλλά και να κατανέμονται με πολιτικά κυρίως κίνητρα, που υπαγορεύονταν απευθείας από την κυρίαρχη δύναμη, τις ΗΠΑ. Σύντομα φάνηκε ότι πολλά από αυτά τα προγράμματα δεν ήταν παρά έμμεση χρηματοδότηση δικτατορικών καθεστώτων, που όχι μόνο δεν περιόριζε την ανέχεια, αλλά συχνά οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωσή της.

Μετά τον κ. Μακναμάρα και με τον ερχομό του Ρόναλντ Ρίγκαν στην Ουάσιγκτον, η «μεταμόρφωση» της Παγκόσμιας Τράπεζας ολοκληρώθηκε. Από εδώ και πέρα η έμφαση δινόταν στην «ποιότητα» των δανείων, όχι στην «ποσότητα». Πέρα από τις πρώτες οικολογικές ανησυχίες- για πρώτη φορά άρχισαν να εξετάζονται οι περιβαλλοντικές συνέπειες μεγάλων έργων υποδομής, με αποτέλεσμα π.χ. την εγκατάλειψη ορισμένων κολοσσιαίων φραγμάτων στην Ινδία και αλλού-, η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν η σύνδεση του δανεισμού τόσο της τράπεζας όσο και του ΔΝΤ με τις λεγόμενες «δομικές μεταρρυθμίσεις» της εκάστοτε οικονομίας-δανειολήπτη. Είχε έρθει η ώρα για το περίφημο «Washington consensus», την «ομοφωνία της Ουάσιγκτον»: επρόκειτο ουσιαστικά για μια πολιτική δανεισμού στηριγμένη στην ακλόνητη πεποίθηση ότι η απελευθέρωση των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις και η γενικότερη ελαχιστοποίηση του κρατικού ελέγχου στην οικονομία είναι ο καλύτερος δρόμος προς τη λεγόμενη «αειφόρο ανάπτυξη» των προβληματικών κρατών. Οποια χώρα αποδεχόταν αυτή την καθαρά νεοφιλελεύθερη, βγαλμένη απευθείας από τα «κιτάπια» της Σχολής του Σικάγου, λογική έπαιρνε και τα δάνεια των οργανισμών.

Ωστόσο μετά το καρότο ερχόταν πάντα το… μαστίγιο: προκειμένου να πάρουν τις επόμενες δόσεις των δανείων, οι κυβερνήσεις υποχρεώνονταν να «απελευθερώσουν» μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ολόκληρους κλάδους των οικονομιών τους, με το δίδυμο Παγκόσμια Τράπεζα- ΔΝΤ να δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στην αποκρατικοποίηση πετρελαιοπηγών, ορυχείων και άλλων εξορυκτικών και βιομηχανικών «φιλέτων» στρατηγικής σημασίας, που φυσικά εποφθαλμιούσαν και οι… συμβεβλημένες μαζί τους δυτικές εταιρείες.

Για μερικά χρόνια η «φόρμουλα» λειτουργούσε θαυμάσια, τουλάχιστον στα χαρτιά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 όμως άρχισε η χιονοστιβάδα των διαδοχικών «κραχ», ιδίως μεταξύ των καλύτερων «πελατών» των άκαμπτων αναπτυξιακών συνταγών στην Ανατολική Ασία, στην Ανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική: «κραχ» χρηματιστηριακά, νομισματικά και πιστωτικά που κατέστρεψαν ολόκληρες… απελευθερωμένες κατά τα άλλα «αναδυόμενες οικονομίες» τη μαύρη τετραετία 1997-2001.

Ιδιαίτερα καταδικαστική για την Παγκόσμια Τράπεζα είναι η μαρτυρία του νομπελίστα οικονομολόγου και πρώην κορυφαίου στελέχους της, του Γιόζεφ Στίγκλιτς: η «ομοφωνία της Ουάσιγκτον», όπως εξήγησε σε σειρά άρθρων και ομιλιών, δεν ήταν παρά μια συνωμοσία των πλούσιων βιομηχανικών κρατών και των επιχειρήσεών τους με σκοπό τον συστηματικό «στραγγαλισμό» των αναπτυσσόμενων οικονομιών, τις οποίες υποτίθεται ότι έσωζαν με τα δάνειά τους μέσω της υποστήριξης της λεγόμενης «θεραπείας-σοκ», δηλαδή των έκτακτων μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιας περιουσίας.

Ο κ. Στίγκλιτς δεν είναι φυσικά μόνος: στο βιβλίο του «Confessions of an Εconomic Ηit Μan» («Εξομολογήσεις ενός οικονομικού εκτελεστή») ένας άλλος «ινσάιντερ» της τράπεζας, ο Τζον Πέρκινς, περιγράφει τη μετεξέλιξη ενός ήδη αμαρτωλού οργανισμού σε «όργανο της αμερικανικής αυτοκρατορικής πολιτικής», το οποίο παρέχει δάνεια στις αναπτυσσόμενες χώρες, από τα οποία ουσιαστικά ωφελείται μόνο η εκάστοτε κυβερνώσα ελίτ, και βέβαια οι αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτές.

Πράγματι, σύμφωνα με εκτιμήσεις οργανισμών όπως η UΝΙCΕF, η «νεοαποικιακή» θεραπεία-σοκ που εφάρμοσαν ΔΝΤ και τράπεζα στη Ρωσία του Μπορίς Γέλτσιν οδήγησαν κάτω από το όριο της φτώχειας σχεδόν τον μισό πληθυσμό της, περίπου 60 εκατομμύρια ανθρώπους, με τον σχετικό δείκτη ανέχειας να αυξάνεται κατά… 3.000%: υπολογίζεται δε ότι ως και 500.000 περισσότεροι Ρώσοι πέθαιναν κάθε χρόνο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης!

Οι επικρίσεις αυτές, οι οποίες ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την πιστωτική κατάρρευση μέσα σε λίγους μήνες δύο από τους καλύτερους «μαθητές» της τράπεζας, της Αργεντινής και της Τουρκίας, το 2000-2001, ανάγκασαν τον οργανισμό να προχωρήσει σε όψιμη αυτοκριτική και να παραδεχτεί- επιτέλους- ότι η «συνταγή» του συχνά δεν αποδίδει. Ωστόσο η αυτοκριτική αυτή πνίγηκε οριστικά στα δύο χρόνια προεδρίας του Πολ Γούλφοβιτς. Στο πλαίσιο της περίφημης «εκστρατείας κατά της διαφθοράς» ο κ. Γούλφοβιτς και η γεμάτη φανατικούς νεοσυντηρητικούς ομάδα του «επιβράβευσαν» με άτοκα δάνεια… αδιάφθορους «συμμάχους» των ΗΠΑ, όπως το Πακιστάν, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Από την άλλη, «τιμώρησαν» με αναστολή δανεισμού τους εκάστοτε «εχθρούς», όπως το Ουζμπεκιστάν, που πλήρωσε ακριβά την απόφασή του να εκδιώξει τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από το έδαφός του, η Ινδία, που δεν «συμμορφώθηκε» σε συγκεκριμένες υποδείξεις για επενδύσεις (διάβαζε: ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας) από μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, αλλά και πάμφτωχα αφρικανικά κράτη όπως το Τσαντ, η Κένυα κτλ.

Ο «Γούλφι» αναγκάστηκε τελικά να παραιτηθεί. Δυστυχώς όμως και ο αντικαταστάτης του Ρόμπερτ Ζέλικ , που καλείται τώρα να φέρει την ηρεμία σε έναν βαριά τραυματισμένο οργανισμό, δεν αποκαλείται τυχαία «Μίστερ Παγκοσμιοποίηση», αφού στο παρελθόν έχει διατελέσει βασικός «αγωγός» της αχαλίνωτης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.