Την τελευταία δεκαετία οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας δεν αποτέλεσαν κυβερνητική προτεραιότητα στην Ελλάδα. Κατ’ ουσίαν υιοθετήθηκε μια πολιτική διαχείρισης των χρόνιων προβλημάτων του ΕΣΥ χωρίς σημαντικές τομές και παρεμβάσεις.


Παρά ταύτα η πρόοδος στους μακροοικονομικούς δείκτες και η πιθανή είσοδος της χώρας στη ΟΝΕ δημιουργούν εύλογες προσδοκίες ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 9ης Απριλίου θα επικεντρωθεί στα προβλήματα του κοινωνικού τομέα και θα υλοποιήσει ένα ευρύ πρόγραμμα αλλαγών. Είναι όμως ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι η μεταρρύθμιση του κοινωνικού τομέα παρουσιάζει σημαντικές ιδιομορφίες ακόμη και σε πολύ πιο ανεπτυγμένα κράτη, όπου η δημόσια διοίκηση έχει ισχυρή παράδοση αποτελεσματικότητας. Και αυτό γιατί η προώθηση και η υλοποίηση ριζικών αλλαγών προϋποθέτουν τον συνδυασμό επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας, οικοδόμησης εμπιστοσύνης στους νέους θεσμούς, τεχνικών γνώσεων και επάρκειας εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και την ύπαρξη φορέων αυτόνομων από πολιτικές σκοπιμότητες.


Ποιες όμως θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της επόμενης κυβέρνησης; Συνοπτικά οι παρεμβάσεις και οι μεταρρυθμίσεις είναι ανάγκη να περιλαμβάνουν τους εξής τομείς: Πολιτική για τη δημόσια υγεία. Χρηματοδότηση του ΕΣΥ. Οργάνωση και διοίκηση των υπηρεσιών υγείας. Αναβάθμιση της ποιότητας και εκπαίδευση του προσωπικού. Εν ολίγοις θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα συγκροτημένο σχέδιο βελτιωτικών αλλαγών στο σύστημα υγείας με έμφαση στην υγειονομική ενημέρωση και στην πρόληψη. Μερικές προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή είναι οι ακόλουθες:


Τα κύρια ασφαλιστικά ταμεία και η κυβέρνηση μεταβιβάζουν τους πόρους που προορίζουν για την υγεία σε ένα ενοποιημένο Ταμείο, με αποκεντρωμένη εσωτερική διάρθρωση, το οποίο είναι υπεύθυνο για την αγορά υπηρεσιών υγείας. Το Ταμείο αυτό είναι ο αποκλειστικός αγοραστής υπηρεσιών υγείας και υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του υπουργού Υγείας αλλά δεν αποτελεί τμήμα του υπουργείου. Οι πολίτες που ανήκουν στο ενιαίο Ταμείο έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν τον δικό τους οικογενειακό γιατρό, ο οποίος είναι σε θέση να παρέχει συνεχή ιατρική παρακολούθηση και να παραπέμπει σε όσες ειδικευμένες υγειονομικές υπηρεσίες χρειάζονται.


Το υπουργείο Υγείας αναδιαρθρώνεται σε επιτελικό όργανο στρατηγικού σχεδιασμού και εκτίμησης των αναγκών υγείας του ελληνικού πληθυσμού. Παράλληλα το ΕΣΥ αποκτά αυτόνομη διεύθυνση με αποκεντρωμένη εσωτερική δομή.


Τα νοσοκομεία παραμένουν στην κυριότητα του Δημοσίου αλλά έχουν την ευελιξία να διαχειρίζονται τους πόρους τους, επιλέγοντας ανάμεσα σε διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις, χωρίς να χρειάζεται η άδεια κάποιας υπερκείμενης αρχής. Μακροπρόθεσμα οι εργαζόμενοι των νοσοκομείων παύουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Λαμβάνονται επίσης εκείνα τα απαραίτητα μέτρα για την ορθολογική κατανομή των νοσοκομειακών κλινών ανάλογα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες κάθε νοσοκομείου. Τα τμήματα ατυχημάτων και επειγόντων περιπτώσεων αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων. Προβλέπεται, τέλος, ολόκληρο φάσμα μέτρων που θα στοχεύουν στην αναβάθμιση της ποιότητας και της εξασφάλισης αξιοπρεπούς νοσηλείας σε όλους τους έλληνες πολίτες.


Οσον αφορά το προσωπικό του ΕΣΥ (γιατρούς, νοσηλευτές, διοικητικούς), το σύστημα μετακινείται από τη νοοτροπία των παθητικών κινήτρων (συμμόρφωση σε κανονισμούς, που συνήθως καταπατούνται), σε σύστημα ενεργητικών κινήτρων που συνδέουν την επιστημονική και διοικητική εξέλιξη και την αμοιβή με αυστηρώς αξιοκρατικά κριτήρια προσφοράς ποιοτικών υπηρεσιών. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα προβλήματα του τομέα υγείας μπορούν να λυθούν είτε με διακομματική συναίνεση είτε με την ύπαρξη της απαραίτητης πολιτικής βούλησης. Δυστυχώς, όπως έχει δείξει και η πείρα πολλών άλλων χωρών, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με τις δυσκολίες που συνεπάγεται ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, όπου η δημόσια διοίκηση δεν έχει ισχυρή παράδοση αποτελεσματικότητας και αυτονομίας από πολιτικές πιέσεις. Οι προεκλογικές διακηρύξεις των κομμάτων παραμένουν εξαιρετικά ασαφείς ενώ είναι πασιφανής η έλλειψη της κρίσιμης μάζας ανθρώπινου δυναμικού που θα ήταν διατεθειμένο να υλοποιήσει τις όποιες μεταρρυθμίσεις. Σε ποια βάση μπορεί να υπάρξει λοιπόν η διακομματική συναίνεση και ποιοι θα είναι αυτοί που θα κληθούν να υλοποιήσουν τις σημαντικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις;


Ο κ. Ηλίας Μόσιαλος είναι διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών της Υγείας της London School of Economics.