Τον τελευταίο καιρό πολλοί είναι που εκστρατεύουν εναντίον της παγκοσμιοποίησης χωρίς να διευκρινίζουν ποτέ τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο όρος. Δεκάδες δημοσιεύματα ειδημόνων και μη αναφέρονται σε αυτήν σαν να ήταν γενικώς γνωστό και διαδεδομένο το νόημά της και σαν να ήταν παγκοίνως αποδεκτό το ότι έχει τεράστιες βλαπτικές συνέπειες για την ανθρωπότητα. Χειρότερο ακόμη: είναι διάχυτη η νεφελώδης ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια τάξη πραγμάτων που επιβάλλει κάποια πλουτοκρατική συνωμοσία.


Οπως όλες οι συνωμοτικές αντιλήψεις της ιστορίας και της κοινωνικής πραγματικότητας, η αντίληψη αυτή είναι αφελής. Περιέχει, όμως, κάποια αλήθεια. Το περιεχόμενο αλήθειας της βρίσκεται στο ότι τωόντι ευνοούνται με την παγκοσμιοποίηση οι οικονομικώς και τεχνολογικώς προηγμένοι και ασφαλώς πλήττονται καίρια από αυτήν πολλοί από εκείνους που ανήκουν στις ασθενέστερες οικονομικές ομάδες, ενώ ορισμένες μορφές πολιτισμού περιθωριοποιούνται και απειλούνται με εξαφάνιση. Η παγκοσμιοποίηση όμως, όπως όλα τα μεγάλα ιστορικά διακυβεύματα, δεν αποτελεί «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος»: το όφελος του ενός δεν ισοδυναμεί ούτε απόλυτα ούτε αναγκαία με την απώλεια του άλλου. Ούτε πραγματοποιείται προγραμματισμένα κατόπιν συγκεκριμένου σχεδίου των εχθρών της ανθρωπότητας.


Είναι νέο φαινόμενο;


Κατ’ αρχήν, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι καθόλου καινούργιο φαινόμενο. Η καθαρά οικονομική πλευρά της παγκοσμιοποίησης υπάρχει από τότε που ο καπιταλισμός γίνεται διεθνές φαινόμενο και χρειάστηκε η ιδιοφυΐα του Μαρξ για να το αναλύσει. Ο καπιταλισμός ως τρόπος παραγωγής επέφερε θέλοντας και μη ορισμένες ομοιομορφίες στην κοινωνική και πολιτική οργάνωση, ακόμη και στον πολιτισμό.


Η διεθνοποίηση του εμπορίου επέφερε και την αλληλεξάρτηση των οικονομιών, των τεχνολογιών και ως ένα βαθμό της πολιτικής. Οι μεγάλες χώρες, αρχικά, και πολλές μικρές αργότερα μεγάλωσαν το δίκτυο των διασυνδέσεων και των συμφερόντων πολύ πιο πέρα από τα σύνορά τους. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογικής προόδου που συνδέθηκε μαζί της, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση και την επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός νέου και παγκόσμιας εμβέλειας τρόπου πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, γνώσης και νομικής τάξης. Αυτός ο τρόπος ζωής απέκτησε τη δική του δυναμική. Η ραγδαία του επικράτηση υπογράμμισε τον ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, καθώς και τη δυναμική της σύνδεση με την ελευθερία των συναλλαγών.


Το σημαντικό σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι όταν απέκτησε συγκεκριμένο σχήμα και οι ιθύνοντες αντιλήφθηκαν το νόημά του, ουδείς θέλησε να μείνει εκτός της. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για ένα κοινωνικό σύνολο να προσαρμοστεί σε αυτήν. Ενα από τα πιο τραγικά προβλήματα της εποχής μας είναι ακριβώς η ύπαρξη της Μεγάλης Τομής ανάμεσα σε χώρες που δεν μπορούν εύκολα να εκσυγχρονισθούν και να απολαύσουν τα αγαθά της νεωτερικότητας και της παγκοσμιοποίησης και στις άλλες που είναι προηγμένες και συμμετέχουν σε αυτές ενεργώς και επωφελώς γι’ αυτές.


Ποικίλες αντιρρήσεις


Βέβαια οι αντιδράσεις στην παγκοσμιοποίηση είναι ποικίλες και όχι πάντα αβάσιμες, και προέρχονται τόσο από τη συντηρητική όσο και από τη ριζοσπαστική μερίδα της κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι ο κόσμος της νεωτερικότητας, του παγκόσμιου εμπορίου και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής απομάκρυνε τον άνθρωπο, για το καλύτερο ή για το χειρότερο, από τη θαλπωρή που του πρόσφερε ο κόσμος της παράδοσης, ο οποίος «απομαγεύτηκε» όπως λέει ο Μαξ Βέμπερ. Μαζί του αποδυναμώθηκε και η συνεκτικότητα της κοινωνίας, όπως τονίζουν οι συντηρητικοί κριτικοί της νεωτερικότητας. Επιπλέον, η τάξη πραγμάτων που επιβάλλει αλλά και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί η νέα παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων βλάπτουν σοβαρά τις ασθενέστερες ομάδες στην κοινωνία. Και αυτό κινητοποιεί όχι τις συντηρητικές αλλά τις ριζοσπαστικές δυνάμεις της κοινωνίας, δηλαδή όλους όσοι υποστηρίζουν τον ασθενέστερο έναντι του ισχυρότερου ­ μια ροπή που αποτελεί τη βάση της κοινωνικότητας και της ηθικής σε οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία.


Με αυτή την έννοια οι αντιρρήσεις στην παγκοσμιοποίηση και στη νεωτερικότητα, με την οποία είναι σύμφυτη, είναι απόλυτα φυσιολογικές. Οπως απόλυτα εύλογη είναι οποιαδήποτε επιφύλαξη στην ιδέα ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί κάποιου είδους πανάκεια που λύνει όλα τα προβλήματα. Οι συνήθως όμως εκφραζόμενες αντιρρήσεις στην παγκοσμιοποίηση εκφυλίζονται σε δαιμονολογίες ή ­ στην καλύτερη περίπτωση ­ σε εξηγήσεις που παίρνουν ως δεδομένο ότι όλες οι ανθρώπινες σχέσεις ανάγονται τελικά σε σχέσεις σύγκρουσης: όλες θεωρούνται παίγνια μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ό,τι κερδίζει ο ένας αντιστοιχεί απόλυτα με αυτό που χάνει ο άλλος. Αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις. Αλλά δεν είναι αναγκαίο να συμβαίνει. Μπορεί σε μια συναλλαγή να ωφελούνται και οι δύο συναλλασσόμενοι, έστω και αν το όφελος του ενός είναι μεγαλύτερο από του άλλου. Και η παγκοσμιότητα σημαίνει μεταξύ άλλων τη βαθμιαία επικράτηση και ενός ήθους που καταξιώνει ως επιβιωτικά συμφερότερη την ειρηνική συναλλαγή έναντι της μεθόδου της σύγκρουσης ­ εφόσον η επιλογή είναι δυνατή.


Τα επιβιωτικά ωφελήματα


Η επικράτηση αυτού του ήθους είναι ένα άλλο στοιχείο της παγκοσμιότητας που δεν λαμβάνουν υπόψη τους οι επικριτές της. Μιλώντας για «αδιαφανή κέντρα» και για «καπιταλισμό του καζίνου», φαινόμενα που συσχετίζουν με την παγκοσμιότητα, παραθεωρούν ότι αυτή συνδέεται με την αναπόφευκτη συσσωμάτωση όχι μόνο των εθνικών οικονομιών αλλά και των θεσμικών πρακτικών σε μια ενιαία τάξη πραγμάτων. Δεν είναι νοητό πλέον να επικαλείται μια χώρα ή μια περιοχή την εθνική κυριαρχία της ή την πολιτιστική της ιδιαιτερότητα για να διατηρήσει τον θεσμό της δουλείας ή την παράδοση της κλειτοριδεκτομής. Η βαθμιαία επικράτηση των αρχών του διεθνούς δημοσίου ­ και όχι μόνο ιδιωτικού, δηλαδή εμπορικού – δικαίου είναι και αυτή αποτέλεσμα της παγκοσμιότητας.


Οι αντίπαλοι της παγκοσμιότητας δεν θέλουν να εννοήσουν ούτε τον ανεπίστρεπτο ούτε τον αναγκαίο χαρακτήρα της. Κυρίως δεν αντιλαμβάνονται ότι στην εποχή του κυβερνοχώρου η ίδια η έννοια του «κρατικού ελέγχου» πάνω σε ορισμένες διαδικασίες είναι αναχρονιστική. Το κράτος δεν μπορεί να ελέγξει τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες.


Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, οι αντιτιθέμενοι στην παγκοσμιότητα αγνοούν τα πλεονεκτήματα που μπορεί να αποκτήσει η χώρα μας με την ένταξη στο ευρώ το 2001, ίσως διότι τους φοβίζουν οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιβάλλει η ανταγωνιστικότητα και η νομισματική ένωση. Ο συντηρητικός πάντα φοβάται αυτό που δεν μπορεί να ελέγξει. Ιδίως όταν αυτό δεν είναι καν οι αυτόνομες δυνάμεις εσωτερικές στην κοινωνία που ζει και η οποία του είναι γνώριμη, αλλά ο ανοιχτός, διάπλατος χώρος της οικουμένης που επιβάλλει την απόκτηση νέων νοοτροπιών.


Είναι βέβαιο ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ταχύτατης πληροφόρησης και επεξεργασίας βάσεων δεδομένων οι κραδασμοί που επιφέρει η κερδοσκοπία σε παγκόσμια κλίμακα είναι πιο έντονοι από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Η νομισματική κρίση στην Απω Ανατολή μαρτυρεί γι’ αυτό. Το κόστος όμως της προσαρμογής στη νέα κατάσταση είναι δυνατόν να μειωθεί και να αποφευχθούν στο μέλλον αυτοί οι κραδασμοί. Εκείνο που είναι αδύνατον να επέλθει είναι η επιστροφή στη μη παγκοσμιότητα.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής της Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.