Προσφάτως κυκλοφόρησε στη Γαλλία το βιβλίο των επιστημολόγων Alan Sokal και Jean Bricmont με τον τίτλο «Πνευματικές απάτες» και προξένησε τεράστια αναστάτωση στους πνευματικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους της Ευρώπης και της Αμερικής (βλέπε «Το Βήμα» της 12ης Οκτωβρίου). Στον διεθνή ημερήσιο Τύπο έχει καθιερωθεί ο όρος «υπόθεση Σόκαλ», για να περιγραφεί ένα πνευματικό φαινόμενο το οποίο στην ιστορία της φιλοσοφίας και των επιστημών δεν είναι καινούργιο, αλλά από επιστημολογικής απόψεως συνδέεται άρρηκτα με την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας σε αντιδιαστολή και αντιπαράθεση προς τις φυσικο-μαθηματικές επιστήμες. Για να κατανοήσει κανείς την προβληματική που αναπτύσσουν οι Sokal και Bricmont στο βιβλίο τους θα πρέπει να κατέχει σε βάθος τις επιστημολογικές διαμάχες που κατά καιρούς διεξήχθησαν τουλάχιστον κατά τη νεωτερική εποχή (από τον 18ο αιώνα και εντεύθεν), ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να είναι γνώστης του κατ’ εξοχήν «εχθρού» της πολεμικής τους, που δεν είναι άλλος από τη μεταπολεμική μεταμοντέρνα γαλλική φιλοσοφία.


Αξίζει να τονισθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η γαλλική φιλοσοφία του μεταμοντερνισμού υπόκειται σε επιστημολογική αμφισβήτηση, είτε αυτή νοείται σε αυστηρά ακαδημαϊκά πλαίσια είτε από τη σκοπιά μιας ευρύτερης πνευματικής προοπτικής. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στην ακαδημαϊκή γερμανική κοινότητα χρησιμοποιήθηκαν χλευαστικά οι όροι «Λακαν-ντα-ντά» και «Ντεριντα-ντα-ντά» για να χαρακτηρισθεί ως σκοτεινή και ασυνάρτητη η γαλλική φιλοσοφική σκέψη. Επίσης μόλις πρόσφατα (το 1992) η ακαδημαϊκή κοινότητα του Κέιμπριτζ δεν τίμησε τον γάλλο φιλόσοφο Jacques Derrida με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα, επειδή έκρινε ότι το έργο του δεν ανταποκρίνεται στα επιστημολογικά κριτήρια της ακαδημαϊκής γνώσης. Στην ιστορία της επιστημολογικής αμφισβήτησης της γαλλικής φιλοσοφικής σκέψης προστίθεται τώρα και το βιβλίο των Sokal και Bricmont, οι οποίοι επικαλούμενοι μια αμφιβόλου κύρους επιστημολογική σχολή ασκούν δριμύτατη κριτική σε γάλλους διανοητές όπως είναι οι: Jacques Lacan, Julia Kristeva, Luce Irigaray, Bruno Latour, Jean Baudrillard, Gilles Delluze και Paul Virilio.


* Πόλεμος σχολών


Πολλοί υποστηρίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με επιστημολογικές διαμάχες εθνικών φιλοσοφικών σχολών: η αγγλοσαξονική φιλοσοφική σχολή στρέφεται κατά της γαλλικής σχολής και η γερμανική φιλοσοφική σχολή καταγγέλλει τη γαλλική σχολή για βερμπαλισμό και ασυναρτησία. Θα λέγαμε ότι έχουμε να κάνουμε με διαμάχες στη «δρομόσφαιρα», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Paul Virilio, ο οποίος δέχεται και τις δριμύτερες επιθέσεις από τον Sokal. Ολα αυτά όμως είχαν κάποια βάση κατά τις πρώτες δεκαετίες (τις δεκαετίες του ’70 και του ’80) όταν η γαλλική σκέψη αναζητούσε να βρει τον θεωρητικό προσανατολισμό της στους δύσβατους δρόμους στους οποίους το υποκείμενο ως πρώτη αρχή της φιλοσοφίας είχε εξαφανισθεί και οι σχέσεις επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην στη συναίνεση αλλά στη «διαφορά» αποκτούσαν μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία.



Η προσέγγιση της γαλλικής και της γερμανικής κοινότητας οφείλει πολλά στο βιβλίο του Jurgen Habermas «Ο φιλοσοφικός Λόγος της νεωτερικότητας», 1985 (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), στο οποίο η μετανεωτερική γαλλική φιλοσοφία καθίσταται αντικείμενο οξύτατης κριτικής. Αλλά στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με επιστημονική και θεωρητική κριτική, η οποία αναιρεί την επιστημολογική αμηχανία με την οποία αντιμετώπιζαν οι γερμανοί φιλόσοφοι ως τότε τη γαλλική σκέψη. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο με το βιβλίο των Sokal και Bricmont, οι οποίοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καταγγέλλουν για επιστημολογικές «απάτες» τους γάλλους συναδέλφους τους. Είναι σαφές ότι οι γάλλοι φιλόσοφοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν για «πνευματική απάτη». Μπορεί ενδεχομένως να τους κατηγορήσει κανείς για θεωρητικές ακροβασίες, για γλωσσικά ατοπήματα, για περιεχομενικές δυσκαμψίες. Ολα αυτά όμως σήμερα αποτελούν συγκροτησιακά στοιχεία της φιλοσοφικής σκέψης.


* Ο όρος «διαφορά»


Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι και στη χώρα μας έχουν εμφανισθεί παρόμοια φαινόμενα επιστημολογικής αμφισβήτησης του γαλλικού μεταμοντερνισμού. Μόνο που αυτά περιορίζονται στην κατηγορία της θεωρητικής ασάφειας και σκοτεινότητας. Η αντίκρουση όμως μιας τέτοιου τύπου αμφισβήτησης είναι σχετικά εύκολη. Δεν μπορεί να παραμένει ένας στοχαστής προσκολλημένος στο παραδεδομένο λεξιλόγιο όταν το έδαφος κάτω από τα πόδια του διαρκώς μεταβάλλεται. Δεν μπορεί να εξετάσει κανείς το αντικείμενό του, όταν αυτό είναι η κοινωνία, με τους όρους της κλασικής ρητορικής σαφήνειας.


Σε έναν κόσμο περίπλοκο και πολυδιάστατο δεν μπορεί να χρησιμοποιεί κανείς παλιά εργαλεία. Από την άλλη, δεν είναι ασαφής ο όρος «διαφορά» που χρησιμοποιείται από τους γάλλους διανοητές για να χαρακτηρισθεί το δομικό στοιχείο όλων των υπαρκτικών σχέσεων. Ολοι όσοι ζούμε σε κοινωνία δεν προσδιοριζόμαστε ως ταυτότητα αλλά αντιθέτως οι σχέσεις της «διαφοράς» είναι εκείνες που αποτελούν τον υπαρκτικό ορίζοντα των συμβάντων.


Ο ουρανός πάνω από το Παρίσι δεν είναι σκοτεινός όπως θέλει να πιστεύει ο Sokal. Δεν μας ενδιαφέρουν οι μαθηματικές γνώσεις του Lacan, αλλά η συμβολή του στις ψυχαναλυτικές σπουδές. Ούτε έχει σημασία αν αυτό που γράφει ο Baudrillard με αφορμή τον Πόλεμο του Κόλπου μπορεί να ελεγχθεί με τους όρους των φυσικο-μαθηματικών επιστημών. Και πράγματι ο Baudrillard γράφει ότι μετά τον Πόλεμο του Κόλπου ο πόλεμος διεξάγεται σε έναν «μη-ευκλείδειο χώρο» και ο καθένας μας καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό. Και ακόμη παραπέρα ο Paul Virilio μιλάει για τη μετατροπή του κοινωνικού χώρου σε «δρομόσφαιρα», δηλαδή σε έναν χώρο που είναι το προϊόν της σύνταξης της μάζας με την ταχύτητα. Και αυτή την ιδέα ο Sokal την εξετάζει με το μικροσκόπιο των φυσικο-μαθηματικών επιστημών. Ο κατάλογος με τα παραδείγματα θα μπορούσε να είναι ανεξάντλητος, αλλά αυτά και μόνον αρκούν για να καταλάβει κανείς αυτό που αρνούνται να κατανοήσουν οι Sokal και Bricmont. Ποιο είναι αυτό; Οτι το δικαστήριο της γνώσης δεν υπάρχει. Εκείνο που υπάρχει είναι η τεράστια ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης όχι ως ακαδημαϊκού πουριτανισμού, αλλά ως κοινωνικής δυναμικής που προσδιορίζει την ίδια την κοινωνία σε όλες τις πτυχές της.


* Δεν είναι μόδα


Η γαλλική μεταμοντέρνα φιλοσοφία και η προσφορά της στη γνώση και την οργάνωση της κοινωνίας μας είναι ανεκτίμητη. Δεν είναι «φιλοσοφική φαντασία» όπως ισχυρίζονται οι εχθροί της. Δεν είναι ούτε φιλοσοφική μόδα όπως πολλοί την κατηγορούσαν κατά τα πρώτα στάδια της διαμόρφωσής της. Είναι συστατικό στοιχείο ενός νέου τύπου τού φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, το οποίο δεν είναι άλλο από την «επικοινωνιακή φιλοσοφία». Τα χαρακώματα του Sokal χρησιμεύουν για να προστατεύσουν τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του από τη γενική κατακραυγή. Η γαλλική φιλοσοφική σκέψη σηματοδοτεί τη μετάβαση σε ένα νέο «παράδειγμα» της φιλοσοφίας και αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν οι επικριτές της. Οι Sokal και Bricmont χρησιμοποιούν παλιά επιστημολογικά εργαλεία για να πολεμήσουν τους ανεμόμυλους όπως ο Δον Κιχώτης. Η «υπόθεση Sokal» θα μας θυμίζει ότι η αποδοχή των θεωρητικών επαναστάσεων είναι πάντοτε οδυνηρή για όλους όσοι δεν έχουν τις ικανότητες να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών. Θα μας θυμίζει ακόμη ότι η παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος της επιστημολογικής πρωτοκαθεδρίας των φυσικο-μαθηματικών επιστημών είναι ξεπερασμένη από επιστημονικής και κοινωνικής απόψεως.


Στους γνωστικούς ορίζοντες του 21ου αιώνα δεν υπάρχουν περιθώρια για επιστημολογικές μικροψυχίες. Το γλωσσικό ιδίωμα της γαλλικής φιλοσοφίας ανοίγει νέους δρόμους και επεξεργάζεται νέες μεθόδους (όπως, π.χ., την αποδόμηση), για να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος τα περίπλοκα προβλήματα της μετανεωτερικής κοινωνίας. Τα επιχειρήματα του Sokal δεν είναι παρά οι τελευταίοι τριγμοί στο ετοιμόρροπο επιστημολογικό καθεστώς του 19ου αιώνα.


Και προτού τελειώσω αυτές τις σκέψεις οφείλω να μνημονεύσω τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της νεωτερικότητας, τον Friedrich Νietzςche. Ηταν αυτός που επεχείρησε «να τοποθετήσει την επιστήμη στο έδαφος της τέχνης, να δει την επιστήμη από τη σκοπιά του καλλιτέχνη». Η «υπόθεση Sokal» δεν είναι παρά μια απέλπιδα προσπάθεια να ενταχθεί η θεωρητική σκέψη στους στενούς ορίζοντες των φυσικο-μαθηματικών επιστημών. Κατά τη διάρκεια όμως του 20ού αιώνα ο κύβος ερρίφθη: η θεωρητική σκέψη έχει αποκτήσει άρρηκτους δεσμούς με την τέχνη και απαλλάχθηκε οριστικά από την κηδεμονία των φυσικο-μαθηματικών επιστημών.


Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι συγγραφέας.