«Η αλήθεια είναι μία, το λάθος πολλαπλό. Δεν είναι τυχαίο που η Δεξιά υποστηρίζει τον πλουραλισμό».
Σιμόν ντε Μποβουάρ
Μολονότι ο μαρξισμός επικεντρώνεται στη μελέτη των κοινωνικών αντιφάσεων, οι μαρξιστές τείνουν να αντιμετωπίζουν τις αντιφάσεις με ελαφρότητα. Αν το κοινωνικό «είναι» καθορίζει τις συνειδήσεις, η αποτελεσματική επαναστατική πράξη δεν μπορεί παρά να είναι είτε τυχαία είτε αδύνατη. Κάθε εξόντωση εχθρών του κομμουνιστικού πεπρωμένου θα αναστέλλει την έλευσή του, όπως και κάθε ανοχή στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αρα μόνο η ελαφρότητα επιτρέπει την αριστερή αισιοδοξία, όταν δεν εδραιώνει στυγνές δικτατορίες.
Την εποχή του καρδιναλίου Ρισελιέ, ο αρχιτέκτων και ναυπηγός Φρανσουά Μπλοντέλ, πρόγονος σειράς αρχιτεκτόνων με το ίδιο επώνυμο, μελέτησε το πώς θα είχε διευθετηθεί η κιβωτός του Νώε, ώστε να διασώσει το ζωικό βασίλειο τρέφοντας με φυτά τα φυτοφάγα και κρέας τα σαρκοφάγα στη διάρκεια του κατακλυσμού. Καλά οι «τριακόσιοι πήχεις μήκος, πενήντα πλάτος και τριάντα ύψος» που θέλει η Βίβλος, αλλά πώς λειτούργησαν; Λες και δεν μπορούσε ο Θεός, στην παντοδυναμία Του, να κρατήσει όλα τα είδη σε αυστηρή δίαιτα. Στη χαραυγή του Διαφωτισμού, ο μύθος όφειλε να ενισχυθεί με επιστημονική ακρίβεια, χωρίς να γίνεται αντιληπτή η εδραία αντίφαση του εγχειρήματος.
Δύο αιώνες μετά τον Μπλοντέλ, σε περίοδο κορυφούμενου ρομαντισμού, το εγχείρημα του Μαρξ δεν υπήρξε πολύ διαφορετικό. Πάλι ένας μύθος –μιας ιστορίας που νομοτελειακά πορεύεται από τον πρωτόγονο προς τον ιδεώδη κομμουνισμό –και πάλι μια επιστήμη -της πολιτικής οικονομίας, αντί της ναυπηγικής –που μελετά πώς ακριβώς λειτουργούν οι «τροχοί» αυτής της διαδρομής. Αν όμως η ιστορία πορεύεται σε συνθήκες αντικειμενικές, που δεν τις καθορίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, τότε πώς θα την κατευθύνουν; «Η Ιστορία είναι ακριβώς ιστορία αδιάκοπης ανατροπής των μορφών αντικειμενικότητας που πλάθουν την ύπαρξη του ανθρώπου» έγραφε το 1923 ένας μαρξιστής, ο Γκέοργκ Λούκατς, αλλά αυτό μπορεί να είναι καλή ποίηση, όχι σπουδαία επιστήμη. Ο ίδιος ο Μαρξ, αφού ισχυρίστηκε στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου ότι ανακάλυψε «τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας» και αφού αισιοδόξησε, γράφοντας στον Ενγκελς ότι «έχω τόσο πολύ προχωρήσει ώστε σε πέντε εβδομάδες θα έχω τελειώσει με όλο το υλικό που αφορά την οικονομία», πέθανε τριάντα χρόνια αργότερα αφήνοντας ημιτελή τον δεύτερο τόμο και σκόρπιες σημειώσεις για έναν τρίτο. Πιο έντιμος από τους οπαδούς του, κατάλαβε πως μια διαρκώς ανοιχτή σε αλλαγές κοινωνία δεν επιτρέπει τη διατύπωση «νόμων» που προβλέπουν τις αλλαγές. Η ίδια η πίστη σε τέτοιους νόμους τούς ακυρώνει πρώτη. Ο Λάιος και η Ιοκάστη, οι γονείς του Οιδίποδα, το διαπίστωσαν (και το πλήρωσαν) πολύ νωρίτερα.
Μόνη λύση, έτσι, είναι η πίστη στον μύθο, σε βάρος της όποιας περίσκεψης. Credo ut intelligam –πρώτα πιστεύω και μετά στοχάζομαι -, ο Αγιος Αυγουστίνος το είχε θέσει εξαρχής. Ο Λένιν και ο Στάλιν το εφάρμοσαν πλήρως στη νεότερη ιστορία, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Παππάς το συνεχίζουν στη μετανεωτερική επικαιρότητα. Αφού κυριάρχησε απολύτως στη «δημόσια» ΕΡΤ, η «πρώτη φορά Αριστερά» διεκδικεί κυριαρχία και στα ιδιωτικά κανάλια. Αλλά το να αποκτήσει ένα ή δύο φιλικά σε αυτήν, ανάμεσα σε οκτώ ή δέκα, είναι λιγότερο αποτελεσματικό από το να αποκτήσει ένα ή δύο στα τέσσερα.
Οπως υποστήριξε νεαρός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, καλεσμένος σε ιδιωτικό κανάλι, ιδού η απόδειξη ότι και ένα μόνο κανάλι εξασφαλίζει την πολυφωνία –την «πολυφωνικότητα», όπως είπε, αλλά δεν έμοιαζε τόσο πνευματώδης ώστε να εννοεί την «πολλή φονικότητα». Φονικά ωστόσο λειτουργεί η δήθεν «τάξη στο τηλεοπτικό σύστημα», «σκοτώνοντας» κανάλια με στόχο την προώθηση της «αντικειμενικής» άποψης, που δεν είναι άλλη από εκείνη που επικρατεί στην κυβέρνηση. Διότι για μια «αριστερή» αντίληψη αντικειμενικό δεν είναι ό,τι διαμορφώνεται μέσα από την πολλαπλώς αναπτυσσόμενη κριτική ενός πλήθους υποκειμενικοτήτων αλλά ό,τι επικρατεί στην Αριστερά.
Κι αυτό κάνει ακόμη πιο αντιφατική τη μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογίας. Αν μια δημοκρατική πολιτεία δεν δικαιούται να προκρίνει κάποια θρησκεία ως «επικρατούσα» (αφού άλλη μπορεί να προσεγγίζει ορθότερα το θείο ή και να έχουν οι άθεοι δίκιο), τότε πώς περιορίζει τις άδειες τηλεοπτικού σταθμού σε τέσσερις επικρατούντες μιας μαρτυρικής δημοπρασίας. Ενα λογικά υψηλό τίμημα, κοινό για κάθε ενδιαφερόμενο, είναι σαφώς δημοκρατικότερο. Το δε επιχείρημα για ισοκατανομή της διαφημιστικής «πίτας» (200 εκατομμύρια διά 4) είναι ό,τι πιο αναξιοκρατικό. Πιο κοντά στην παρισινή Κομμούνα του 1871, όταν το αίτημα ήταν «ίσοι μισθοί για όλους» και «ένοπλη πολιτοφυλακή». Το «ίσα έσοδα για κάθε ιδιωτικό κανάλι» ξεκινά τώρα. Η «ένοπλη πολιτοφυλακή» έχει ξεκινήσει προ πολλού στα Εξάρχεια.
Ο ίδιος εκπρόσωπος εγκωμιαστής της «πολυφωνικότητας» έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη. Σωστά. Αλλά αυτό που πρότεινε δεν ήταν κοινό μέτωπο των μετριοπαθών, ήταν ενίσχυση της Αριστεράς. Ωστε όταν οι δεξιοί συσπειρωθούν περί την Ακροδεξιά, να ξαναζήσουμε το Στάλινγκραντ.
Πολλοί που ξέρουν από ναυπηγική εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το ζωικό βασίλειο χώρεσε σε ένα πλεούμενο 150 Χ 50 Χ 15 μέτρα, περίπου. Κάπως λιγότεροι, συγκριτικά, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο μαρξισμός είναι επιστήμη και όχι μια όμορφη, ρομαντική έξαψη. Κοινό χαρακτηριστικό όλων, το ότι αντιμετωπίζουν τις αντιφάσεις με ελαφρότητα.


*Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι καθηγητής στο ΑΠΘ και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ