Με τις προγραμματικές του δηλώσεις, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε την προεκλογική περίοδο: να απευθύνεται και να προσπαθεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα πολλά ακροατήρια.
Τους δανειστές, την κοινοβουλευτική του ομάδα, τους ψηφοφόρους του, τους θεωρητικούς του κόμματος και την ίδια στιγμή να εμφανίζεται ενωτικός προς τον ελληνικό λαό και συμπαθής στους διεθνείς επενδυτές.
Μιλώντας χθες στη Βουλή, είπε ότι επείγεται να κλείσει την αξιολόγηση, εφαρμόζοντας αυτά που προβλέπει το μνημόνιο (ικανοποιεί τους δανειστές), ώστε να ανοίξει η συζήτηση για το χρέος (ικανοποιεί τους βουλευτές του που έχουν κάτι να «πουλήσουν» στους ψηφοφόρους ως αντάλλαγμα για τα σκληρά μέτρα του μνημονίου), να δοθεί πράσινο φως για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (ικανοποιεί τους καταθέτες).
Παράλληλα, να αλλάξει παραγωγικό μοντέλο βάζοντας την πολιτική στο τιμόνι (ικανοποιεί τους αριστερούς) και να διαπραγματευθεί ισοδύναμα για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό, το κοινωνικό κράτος, την αγορά ενέργειας κλπ (ικανοποιεί τους ψηφοφόρους του).
Και όλα αυτά, όπως είπε, με απώτερο στόχο να ανακτηθεί η ρευστότητα στην οικονομία και η πρόσβαση στις αγορές (κλείνει το μάτι στους διεθνείς επενδυτές).
Δηλαδή ο κ. Τσίπρας μας είπε ότι για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα και να επιστρέψει η χώρα στις αγορές που είναι ο μόνος τρόπος να απαγκιστρωθεί από τους πιστωτές και τα μνημόνια, πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των πολιτικών, ο ρόλος του κράτους.
Όσο καλό και αν ακούγεται αυτό στο εσωκομματικό ακροατήριο και όσο συνεπές και αν είναι με την αριστερή φιλολογία, δυστυχώς δεν έχει σχέση με τον απώτερο στόχο του κυβερνητικού σχεδιασμού που σύμφωνα με τον ίδιο είναι η ενίσχυση της ρευστότητας και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Διότι το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως πολιτικό. Η δυναμική της οικονομίας, όπως επισήμανε χθες ο κ. Τσίπρας, με τη γεωπολιτική θέση της χώρας που την καθιστά εν δυνάμει ενεργειακό, διαμετακομιστικό και τουριστικό κόμβο, το μορφωμένο και ικανό ανθρώπινο δυναμικό και τις δυνατότητες αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, είναι τεράστια.
Αρκεί βεβαίως να υπάρχει πολιτική σταθερότητα, η οποία θα συμβάλλει στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών στη δημόσια διοίκηση, στη φορολογία και στη δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητες για την προσέλκυση επενδύσεων.
Δεν μπορεί μια χώρα να κάνει έξι φορές εκλογές σε πέντε χρόνια, το πολιτικό της σύστημα να μην έχει την παραμικρή διάθεση συναίνεσης, ο λαϊκισμός να κυριαρχεί και να περιμένει από τις αγορές και τους επενδυτές να βάλουν το χέρι στη τσέπη.
Αναμφίβολα ο κ. Τσίπρας διαθέτει επικοινωνιακό χάρισμα, το οποίο τα αξιοποίησε επαρκώς στις τρεις διαδοχικές εκλογικές του νίκες. Όμως τώρα, έχοντας μπροστά του μια τετραετία χωρίς εκλογικές αναμετρήσεις, πρέπει να αλλάξει «κουστούμι». Να εγκαταλείψει το «κουστούμι» του Ανδρέα Παπανδρέου και να φορέσει αυτό του Κώστα Σημίτη.
Αντί να προσπαθεί να ικανοποιεί στα λόγια τους πάντες, θα πρέπει να γίνει πιο ειλικρινής και περισσότερο ρεαλιστής. Να ιεραρχήσει τους στόχους, να ρίξει βάρος σε δύο – τρία σημαντικά πράγματα και να τα εφαρμόσει.
Άλλωστε έχει απαλλαγεί από το εσωκομματικό ακροατήριο που τον ανάγκαζε να θυμάται τις πολιτικές του καταβολές και να αναφέρεται σ΄αυτές.
Είναι λοιπόν καιρός, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, να γίνει statesman, δηλαδή να εξελιχθεί από έναν επικοινωνιακό πολιτικό σε μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα.
Διότι σε τελικά ανάλυση δεν θα κριθεί από τα λόγια και τις εκλογικές του επιδόσεις, αλλά από το τι θα αφήσει πίσω του.