Δεν λέω, καλύτερα µια οργανωµένη παραλία να έχει «Γαλάζια Σημαία» παρά να μην έχει. Επιβεβαιώνει, το «παράσημο», ότι είναι προσεγμένη. Προτιμώ όμως τις παραλίες που δεν έχουν δεχτεί παρεμβάσεις. Εκείνες που για να τις προσεγγίσεις πρέπει να περπατήσεις (προσοχή στα φίδια!), να ξεροψηθείς στον ήλιο (μην ξεχάσεις το καπέλο σου!), να ψιλοταλαιπωρηθείς (με τον κώλο να κατεβείς το μονοπάτι γιατί γλιστράει!), να απομονωθείς από τον «πολιτισμένο κόσμο» (πάρε νερό γιατί θα κορακιάσεις). Δεν είμαι μαζοχιστής, νοσταλγώ τις εποχές που οι παραλίες ήταν αγκαλιές γεμάτες καλοκαίρι και όχι βιομηχανίες τουρισμού με καφετέριες, μπαράκια και σουβλατζίδικα. Τότε που μπορούσαμε να απολαύσουμε το μπάνιο μας χωρίς καπουτσίνο φρέντο και κοκτέιλ καρπούζι με ρούμι. Το καρπούζι το παίρναμε από το σπίτι, το κουβαλούσε σε όλον τον δρόμο ο «σκλάβος» της παρέας (συνήθως κάποιος μπαμπάς) και το βυθίζαμε στη θάλασσα για να το απολαύσουμε αργότερα δροσερό. Εξάλλου, για μπάνιο πηγαίναμε, όχι για φαγητό.

Τώρα είναι αδύνατον να απολαύσεις ατόφια τη μυρωδιά της θάλασσας, το ιώδιο φθάνει στα ρουθούνια σου νοθευμένο από τη λαδίλα των νάτσος με λιωμένο τυρί του διπλανού. Προσθέστε και μια γενναία δόση από αντηλιακό καρύδας (να απαγορευτεί πάραυτα!) και ιδού γιατί αν με ψάξετε θα με βρείτε τέρμα Θεού. Θέλω με το μπάνιο να ξεπλένω τη σκόνη της ημέρας, να ξαναβρίσκω την όλο και πιο σπάνια (ψευδ)αίσθηση ελευθερίας και όχι να στριμώχνομαι στα πλήθη ούτε να μεταφέρω στον χώρο του εξαγνισμού όλα εκείνα από τα οποία επιθυμώ να ησυχάσω για λίγο, κινητά που χτυπάνε συνέχεια, tablets με σύνδεση στο Internet, ηλεκτρονικά παιχνίδια. Δεν με πειράζουν τα παιδιά που παίζουν, παιδιά είναι θα παίξουν –τα προτιμώ εξάλλου από εκείνα που κολλημένα στον γονιό αποχαυνώνονται με Candy Crush Saga στο iPad τους. Δεν με πειράζουν τα σκυλάκια που μπαίνουν τρισευτυχισμένα στη θάλασσα. Θεωρώ πως μπορούν να έρχονται στην παραλία, γνωρίζω ότι δεν ουρούν στο νερό (σε αντίθεση με τους ανθρώπους) και ότι δεν θα με κολλήσουν θανατηφόρες ασθένειες –εννοείται ότι τα αφεντικά τους θα φροντίζουν ώστε να μην καθήσουν στον σβέρκο μου. Δεν με πειράζουν ακόμη και οι ρακέτες –με μέτρο όμως, μην παραγνωριστούμε κιόλας!

Πώς αλλιώς να το θέσω; Το μαγικό μέρος που λέγεται παραλία το θέλω… παραλία, όπου κατεβαίνουν οι παρέες για να απολαύσουν τη θάλασσα, για να ξαπλώσουν στην άμμο (το ξεχάσαμε αυτό από τότε που η ξαπλώστρα έγινε είδος πρώτης ανάγκης). Και ας μπει και λίγη στα μαγιό, με μια βουτιά ξεπλένεται. Τις παρά θίν’ αλός ντίσκο και τα δάση από πτυσσόμενα καθίσματα (με θήκη για το ποτήρι του καφέ) τα αφήνω στους εκπροσώπους της θλιβερής σόουμπιζ και τους μιμητές τους που πιστεύουν ότι για να εμφανιστείς στην πλαζ πρέπει πρώτα να ξέρεις να ποζάρεις στους φωτογράφους και έπειτα να γνωρίζεις κολύμπι. Που θεωρούν πιο απαραίτητο τον παπαράτσο από τον ναυαγοσώστη. Ναι, οι μη οργανωμένες πλαζ δεν έχουν ναυαγοσώστες, θέλουν μεγαλύτερη προσοχή όταν ανοίγεσαι, θέλουν να μην αφήνεις πίσω τις γόπες και τα σκουπίδια σου γιατί κανένας δεν θα περάσει να τα μαζέψει. Ομως το ελληνικό καλοκαίρι εκεί ξετυλίγει όλη την ομορφιά του. Εκεί που κάποτε με μια πετσέτα και τίποτε άλλο περνούσαμε φίνα. Κάνοντας βουτιές και όχι πασαρέλα. Βουτιές στις θερινές αναμνήσεις μου σήμερα. Και καλά μπάνια σε όλους εσάς που έχετε να θυμάστε παρόμοιες στιγμές και που εξακολουθείτε να αναζητάτε την παραλία των ονείρων σας για να της χαρίσετε τη δική σας γαλάζια, ή ό,τι άλλο χρώμα θεωρείτε πως έχει η ευτυχία, σημαία. (Πάρτε και καμία αλοιφή για τις τσούχτρες μαζί…)

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ