Μία από τις μεγαλύτερες οικονομικο-πολιτικές και θεσμικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας για την Ελλάδα, αλλά και όλη την Ευρώπη, είναι η επικείμενη δημιουργία ενός κεντρικού πανευρωπαϊκού δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (European Unified Patent Court), στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ἐνωση δεν θα είναι μέλος. Το μέγεθος αυτού του εγχειρήματος συγκρίνεται μόνο με εκείνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του κοινού νομίσματος, αφού οι ευρεσιτεχνίες (πατέντες) αφορούν την πραγματική οικονομική δραστηριότητα των εταιρειών, παραγωγών και ερευνητικών κέντρων κάθε τύπου τεχνολογίας – από φάρμακα, διαγνωστικά μηχανήματα, παραγωγή υλικών, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι λογισμικά που χρησιμοποιεί ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων σε διάφορους τομείς. Το ερώτημα αν η Ελλάδα θα πρέπει να συμμετέχει σ’αυτό το νέο σύστημα πρέπει να εξεταστεί από δύο πλευρές.

Από τη μια πλευρά, ένα ενιαίο δικαστήριο φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευεργετικό για όσες εταιρείες κατέχουν πολλές πατέντες, επειδή το κόστος προσφυγής μπορεί να μειωθεί. Έτσι ενώ με το ισχύον καθεστώς, η εταιρεία-κάτοχος πατέντας, αν θέλει να προσφύγει στην δικαιοσύνη πρέπει να απευθύνεται στα εθνικά δικαστήρια των χώρων μελών της ΕΕ, με το ενιαίο δικαστήριο η εταιρεία θα μπορεί να υποβάλει αγωγή μέσω ενός συγκεντρωτικού συστήματος έχοντας μεγάλη ελευθερία επιλογής του πρωτοδικείου. Την κεντρική έδρα του πρωτοδικείου του νέου δικαστηρίου θα μοιράζονται το Παρίσι, το Μόναχο και το Λονδίνο, ενώ τοπικά πρωτοδικεία θα ιδρυθούν σε κάποιες χώρες, εκ των οποίων τέσσερα στην Γερμανία. Η επίσημη γλώσσα της δικαστικής διαδικασίας στην κεντρική έδρα και στο εφετείο περιορίζεται σε τρείς, Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά.

Από την άλλη πλευρά, ένα τέτοιο σύστημα δημιουργεί νέα προβλήματα στις εταιρείες που θα βρεθούν στην θέση του κατηγορούμενου. Με το παρόν σύστημα, η ευρωπαϊκή πατέντα μεταφράζεται στα ελληνικά και οι ελληνικές εταιρείες και οργανισμοί μπορεί μόνο να δικάζονται στα ελληνικά δικαστήρια και μόνο στην ελληνική γλώσσα. Με το νέο ενιαίο δικαστήριο, η ευρωπαϊκή πατέντα δεν θα μεταφράζεται και οι ελληνικές εταιρείες και οργανισμοί θα μπορεί να βρεθούν στη θέση του κατηγορούμενου, για πρώτη φορά στην ιστορία, σε δικαστήρια στο εξωτερικό και σε ξένη γλώσσα. Πέρα των συνταγματικών ζητημάτων που αφορούν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη τα οποία θα προκύψουν, αν το εξετάσουμε από πρακτική πλευρά και μόνο, η δικαστική υπεράσπιση των μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕς) που θα βρεθούν στην θέση του εναγόμενου στο εξωτερικό γενικά θα είναι οικονομικά απαγορευτική. Επίσης, ο περιορισμός της ισχύουσας εθνικής δικαστικής δικαιοδοσίας σημαίνει ότι στον καθορισμό του ιδιοκτησιακού δικαιώματος που αφορά τις πατέντες δεν θα λαμβάνονται πλέον υπόψη οι εθνικές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, οι ανάγκες ανάπτυξης και βιωσιμότητας των ελληνικών εταιρειών και οι δυνατότητες των τοπικών κοινωνικών ομάδων. Για παράδειγμα, ο εθνικός δικαστής, αυτή τη στιγμή, αν μια πατέντα, πχ. ενός φαρμάκου, είναι χαμηλής ποιότητας μπορεί να την ακυρώσει ελευθερώνοντας έτσι την αγορά από αυτό το μονοπώλιο, δίνοντας ώθηση στην ελληνική παραγωγή και στην τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη του σχετικού κλάδου και στον περιορισμό των εισαγωγών. Αυτό το κυρίαρχο δικαίωμα καταργείται με το νέο ενιαίο Ευρωπαϊκό δικαστήριο.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι υπάρχουν οφέλη για τον ενάγοντα (τον κάτοχο πατέντας) και σοβαρό κόστος για τον εναγόμενο (ανταγωνιστικούς οργανισμούς κι εταιρείες). Επιπλέον προκύπτουν κόστη από την απώλεια της εθνικής δικαιοδοσίας στα σχετικά αναπτυξιακά και

ιδιοκτησιακά ζητήματα. Σ’αυτό το πλαίσιο, τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι η Ελλάδα κατοχυρώνει 20-30 ευρωπαϊκές πατέντες το έτος, δηλαδή όσο μόνο μία μεσαίου μεγέθους εταιρεία της Γερμανίας, στην οποία χώρα κατοχυρώνονται περίπου 13 000 ευρωπαϊκές πατέντες το χρόνο, ενώ το 55% των ευρωπαϊκών πατεντών (επί συνόλου περίπου 66 000 το χρόνο) το κατοχυρώνουν εταιρείες που εδρεύουν σε χώρες εκτός ΕΕ, οι περισσότερες από τις οποίες είναι πολυεθνικές ή μεγάλες εταιρείες. Από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι τα οφέλη του ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστηρίου για την Ελλάδα είναι μηδαμινά λόγω του πολύ μικρού αριθμού πατεντών των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ τα κόστη θα είναι τεράστια αν συνυπολογιστούν και τα κόστη συμμόρφωσης και αδειοδότησης που πολλές εγχώριες επιχειρήσεις θα πρέπει να καταβάλλουν σε ξένες εταιρείες όταν απειληθούν με δικαστικές αγωγές για προσβολή ή απειλούμενη προσβολή πατέντας. Βασιζόμενες σε τέτοιες εκτιμήσεις χώρες όπως η Πολωνία και η Ισπανία αποφάσισαν να μην συμμετάσχουν καθόλου στο νέο σύστημα ενώ η Ιταλία δεν αναγνωρίζει τη ενιαία πατέντα. Η κυβέρνηση της Πολωνίας εκπόνησε μία ανεξάρτητη μελέτη (μέσω της Deloitte LLP), η οποία υπολόγισε καθαρό κόστος συμμετοχής στο νέο σύστημα ύψους περίπου 20 δις ευρώ για περίοδο είκοσι ετών. Δηλαδή μια χώρα με λίγες πατέντες (οι πολωνικές εταιρείες παίρνουν λιγότερες από 100 ευρωπαϊκές πατέντες το χρόνο) όχι μόνο δεν θα ωφεληθεί από το νέο δικαστήριο, αλλά θα γίνει ακόμη φτωχότερη. Ανάλογα συμπεράσματα ισχύουν για την Ελλάδα, της οποίας ο αριθμός των πατεντών είναι ακόμα μικρότερος.

Αυτά τα σοβαρά ζητήματα πρέπει να επισημανθούν στους έλληνες βουλευτές οι οποίοι θα κληθούν να εξετάσουν το θέμα, όταν και εάν η κυβέρνηση θελήσει να προχωρήσει με την επικύρωση του νέου Δικαστηρίου. Αν το δικαστήριο δεν επικυρωθεί από την χώρα, οι ελληνικές εταιρείες, κάτοχοι όπως προαναφέρθηκε ενός πολύ μικρού αριθμού πατεντών, θα μπορούν να χρησιμοποιούν το ενιαίο δικαστήριο, όπως και οι αμερικανικές, κινέζικες, ισπανικές και πολωνικές εταιρίες που έχουν ευρ. πατέντες. Αν όμως η Βουλή επικυρώσει το νέο δικαστήριο, παραχωρώντας σημαντικό μέρος της κυρίαρχης δικαστικής εξουσίας της χώρας, θα ανοίξει το δρόμο σε ξένες εταιρείες να μηνύουν χιλιάδες ελληνικές εταιρείες στο εξωτερικό και σε άλλη γλώσσα.