Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης μια εντεινόμενη ανησυχία όσον αφορά στον κίνδυνο που διατρέχει η εθνική τους γλώσσα από την καταιγιστική ομολογουμένως εισβολή αγγλικών λέξεων και όρων. Ειδικότερα στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία και πολύ περισσότερο στη Γαλλία, η ανησυχία αυτή έχει καταστεί πολύ έντονη όχι μόνο στην εκπαίδευση αλλά και σε άλλους τομείς, όπως στην πολιτική, τη δημοσιογραφία, την επιστήμη και τη λογοτεχνία. Στην τελευταία αυτή χώρα μάλιστα το εν λόγω ζήτημα άρχισε να λαμβάνει εκρηκτικές θα λέγαμε διαστάσεις από το 1986 –σημαδιακή χρονιά –γιατί ο τότε πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν εκφώνησε έναν εμπνευσμένο λόγο στη Γαλλική Ακαδημία επί τη επετείω των τριακοσίων πενήντα ετών από την ίδρυσή της, και υπογράμμισε μεταξύ άλλων, με ιδιαίτερη όντως έμφαση, τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η γαλλική γλώσσα εξαιτίας της αλόγιστης υιοθέτησης αγγλικών λέξεων και όρων από τους δημοσιογράφους, τους διανοουμένους και τους επιστήμονες της χώρας του.
Στα ευρωπαϊκά κράτη που προαναφέραμε, μερικά από τα καίρια ερωτήματα που προβάλλουν ειδήμονες και μη επί του θέματος αυτού είναι grosso modo τα ακόλουθα: α) πώς η εθνική τους γλώσσα θα διατηρήσει όσο το δυνατόν ανόθευτη τη φυσιογνωμία της· β) πώς θα παραμείνει οργανωμένη και λειτουργική, πράγμα που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση οργανωμένης αντίστοιχα και λειτουργικής σκέψης· γ) πώς θα εμπεδωθεί και θα καρπίσει στα χείλη και στην ψυχή της νέας γενιάς· δ) ποια πρακτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα και ποια μακροπρόθεσμα για την προστασία της γλωσσικής έκφρασης. Εάν ωστόσο αυτά τα προβλήματα και μερικά άλλα συναφή ταλανίζουν τόσο πολύ τη διανόηση, την εκπαίδευση και την πολιτική μεγάλων και ισχυρών χωρών, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο πρέπει το θέμα αυτό ν’ απασχολεί μικρές και αδύναμες χώρες, με γλώσσες περιορισμένης εμβέλειας, όπως στη δική μας περίπτωση.
Στα παραπάνω ερωτήματα και σε άλλα παραπλήσια που αναδύονται και συζητούνται ευρέως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, θα μπορούσε κανείς να σταχυολογήσει τις ακόλουθες απαντήσεις που κατά κανόνα δίνονται: α) συστηματική διδασκαλία της εθνικής γλώσσας και της λογοτεχνίας όλων των περιόδων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (εντατικοποίηση ειδικότερα της διδασκαλίας του γλωσσικού μαθήματος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση)· β) συγκρότηση επιτροπών που απαρτίζονται από επαΐοντες, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι για την παρακολούθηση και την προστασία της γλώσσας (ειδικότερο μέλημά τους είναι να μεταγλωττίζουν εγκαίρως και με εύστοχο τρόπο τους ξένους όρους που εισδύουν αθρόα στη γλώσσα τους· γ) κατάρτιση πρόσφορων λεξικών με τα απαραίτητα ετυμολογικά στοιχεία, καθώς και άλλων κατάλληλων γλωσσικών βοηθημάτων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης· δ) πολυσχιδής ενίσχυση των ινστιτούτων γλωσσομάθειας και των πανεπιστημιακών τμημάτων γλώσσας και φιλολογίας που λειτουργούν στο εξωτερικό· ε) ειδικότερα, στην Ιταλία, την Ισπανία και ιδίως στη Γαλλία επιχειρείται ενδυνάμωση της διδασκαλίας της Λατινικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεδομένου ότι η Λατινική αποτελεί ως γνωστόν τη μητέρα, θα λέγαμε ακριβέστερα ίσως τη γιαγιά-γλώσσα, αυτών των γλωσσών, και συνεπώς πολύτιμη πηγή παραγωγικών και αναπλαστικών τους δυνάμεων.
Λαμβάνοντας αφορμή από το τελευταίο αυτό μέτρο θα ήταν σκόπιμο να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να επιτελέσει η διδασκαλία στοιχείων της Αττικής διαλέκτου στο Γυμνάσιο, δεδομένου ότι η Αρχαία Ελληνική είναι μητέρα-γλώσσα της Νεοελληνικής και μπορεί, αν βέβαια διδάσκεται με ευμέθοδο και αποδοτικό τρόπο, να προσφέρει ανυπολόγιστης αξίας γλωσσική υποδομή στους μαθητές, και να τους εξασφαλίσει όχι μόνον αστείρευτες παραγωγικές δυνατότητες αλλά και πολύτιμους μηχανισμούς ανατροφοδότησης και αναβάθμισης του εκφραστικού τους οργάνου.
Κάποιοι, ευάριθμοι ευτυχώς σήμερα, διατείνονται ότι για την εκμάθηση της γλώσσας μας αρκεί μονάχα η εντατική διδασκαλία της σύγχρονης μορφής της, και ότι τάχα αποτελεί απώλεια χρόνου και ματαιόσπουδη ή ανώφελη ενασχόληση η αναγωγή στις ρίζες της· με το να υποστηρίζουν ωστόσο αυτήν την άποψη δίνουν την εντύπωση ότι δεν αναφέρονται σε μια ιστορική γλώσσα όπως είναι η δική μας, αλλά σε μια νεόκοπη ή τεχνητή γλώσσα, όπως είναι λόγου χάριν η Εσπεράντο. Γιατί δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι δυνατόν να κατακτηθεί η γλώσσα μας από τις νέες γενιές, αν η σχετική διδασκαλία δεν περιλαμβάνει τόσο τη συγχρονική όσο και τη διαχρονική της διάσταση, υπό μια οπτική που ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ την αποκαλούσε παγχρονική, και η οποία θεωρείται επιβεβλημένη για την Ελληνική με την πολυαίωνη αδιάσπαστη συνέχεια. Στο σημείο αυτό αρκεί να παρατηρηθεί τούτο μόνο: από τα διακόσια περίπου ανώμαλα ρήματα, που έχει η Αρχαία Ελληνική, όλα σχεδόν χρησιμοποιούνται συνθετικά ή παραγωγικά στη Νεοελληνική. Παραθέτουμε δύο πρόδηλα απλά παραδείγματα: νεοελλ. πέφτω· αλλά: εκ-πίπτω, συμ-πίπτω, υπο-πίπτω κ.λπ. Επίσης, νεοελλ. στέκομαι· αλλά: εν-ίσταμαι, προ-ΐσταμαι, συν-ίσταμαι κ.λπ.

Ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει εν προκειμένω ότι τα αρχαιοελληνικά ρήματα «πίπτω» και «ίσταμαι» θα ήταν περιττό να διδαχτούν στους μαθητές σήμερα, και ότι μόνον οι νεοελληνικοί τύποι «πέφτω» και «στέκομαι» είναι αρκετοί για μιαν άρτια και ποιοτικά ανώτερη σύγχρονη γλωσσική διατύπωση;

Ολα όσα προαναφέρθηκαν έχουν κύριο στόχο να μας υπομνήσουν τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς για τη γλώσσα μας, και γενικότερα να τονώσουν το ενδιαφέρον όλων μας για την προστασία και την καλλιέργειά της· γιατί μπορεί βέβαια να ζούμε σε καιρούς χαλεπούς, ιδίως από οικονομική άποψη, εντούτοις οφείλουμε να μη λησμονούμε ουδ’ επί στιγμήν και το χρέος που έχουμε απέναντι στη γλώσσα μας που είναι κατά τον Γκαίτε η ψυχή του λαού μας.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ