Τα τέσσερα κείμενα που δημοσιεύσαμε ήδη υποστηρίζοντας τη μεταβολή του εκλογικού συστήματος και την κατάργηση του σταυρού προτίμησης προκάλεσαν έναν μεγάλο αριθμό αντιδράσεων. Είναι παρήγορο ότι διαμορφώνεται μια κοινή γνώμη που θεωρεί πως η μορφή του εκλογικού συστήματος δεν είναι πια ένας απλός μηχανισμός νομής της εξουσίας αλλά μια απαραίτητη προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ένα μεικτό εκλογικό σύστημα με εκατό βουλευτές Επικρατείας, που θα εκλέγονται σε δύο τουλάχιστον περιφέρειες, θα εξασφαλίζει την εκπροσώπηση όλων των κομμάτων, των νέων ρευμάτων και ενδεχομένως την ανάδειξη και μεμονωμένων προσωπικοτήτων με καινοτόμες και ριζοσπαστικές απόψεις. Παράλληλα η ύπαρξη διακοσίων μονοεδρικών περιφερειών, με έναν πρώτο γύρο που θα επέτρεπε την ανάπτυξη και σε τοπικό επίπεδο όλων των υφιστάμενων αντιθέσεων, απόψεων και ευαισθησιών και με έναν δεύτερο γύρο που θα ενίσχυε ένα, δύο ή τρία κόμματα εξουσίας, θα έδινε τη δυνατότητα συγκρότησης κυβέρνησης με ικανοποιητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εδώ έρχεται η πρώτη αντίρρηση: Γιατί οι βουλευτές Επικρατείας εκλέγονται σε δύο περιφέρειες, ρωτούν μερικοί, και όχι σε μία ή σε περισσότερες από δύο; Η απάντηση είναι ότι, σύμφωνα με έγκυρες απόψεις, τη μία περιφέρεια την απαγορεύει το Σύνταγμα που ομιλεί για την εκλογική αυτή προϋπόθεση στον πληθυντικό (άρθρο 54). Βεβαίως το Σύνταγμα δεν αποκλείει να είναι περισσότερες οι εκλογικές περιφέρειες όπου θα εκλέγονται οι βουλευτές Επικρατείας αλλά, αν ακολουθήσουμε αυτή την κατεύθυνση, εισάγουμε από το παράθυρο τη μεγάλη εκλογική περιφέρεια που για μια σειρά λόγους έχουμε διώξει από την πόρτα.
Αλλοι ερωτούν: Γιατί το σύνολο των βουλευτών να είναι τριακόσιοι και όχι διακόσιοι; Ή αλλιώς γιατί οι μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες να μην είναι μόνο εκατό; Η απάντηση είναι ότι, όπως είδαμε, η πρότασή μας διατυπώθηκε με τα δεδομένα του σημερινού εκλογικού συστήματος και ιδιαίτερα με την ίδια εκλογική βάση 25.000-30.000 ψηφοφόρων. Αν μειώσουμε τον αριθμό των βουλευτών, στην πραγματικότητα μειώνουμε την ισχύ της ψήφου του κάθε πολίτη εφόσον χρειάζεται μεγαλύτερος αριθμός ψηφοφόρων για την εκλογή ενός βουλευτή. Εκτός αυτού, είμαστε αντίθετοι με κάθε είδους υποταγή στα λαϊκίστικα αιτήματα που δείχνουν ακριβώς αυτούς που δεν συμβιβάστηκαν στον λαϊκισμό ως υπευθύνους για τη σημερινή κρίση. Το κόστος της δημοκρατίας στη χώρα μας είναι χαμηλό. Δεν είναι οι εκατό βουλευτές παραπάνω που θα αποτελέσουν σοβαρή δαπάνη και θα ρίξουν έξω τα δημόσια οικονομικά μας.
Το τρίτο ερώτημα αφορά το ποιος θα καθορίζει ποιοι είναι υποψήφιοι. Είναι προφανές ότι υπάρχει μόνο μία απάντηση: τους υποψηφίους θα ορίζει η ηγεσία του κόμματος έπειτα από συγκεκριμένη διαδικασία που θα προβλέπεται. Το πώς αυτή η διαδικασία θα εξελίσσεται πρέπει να αναλυθεί σε κάποιο από τα επόμενα κείμενά μας και το ίδιο ισχύει για τον τρόπο χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και των επί μέρους υποψηφίων, δηλαδή για το λεγόμενο πολιτικό χρήμα.
Ενα πρέπει να αναφέρουμε εδώ: όποια και αν είναι η διαδικασία προσδιορισμού των υποψηφίων, η κομματική ηγεσία δεν θα μπορεί να κάνει του κεφαλιού της, αν έχει στοιχειώδη γνώση του χώρου και ένστικτο αυτοπροστασίας. Για τον απλό λόγο ότι ο υποψήφιος στη μονοεδρική περιφέρεια θα παίζει άμεσο και ενεργό ρόλο σε ό,τι αφορά την αποδοχή του ψηφοδελτίου του κόμματος. Λάθος υποψήφιος είναι δυνατόν να σημαίνει την απώλεια της έδρας, γι’ αυτό και η μονοεδρική περιφέρεια και πριν και μετά την εκλογή θα εξασφαλίζει αυτό που ονομάζουμε αυξημένη δυνατότητα ανάκλησης της κοινοβουλευτικής εντολής από το συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο έχει δοθεί.
Τελικό ερώτημα που έχει επίσης ισχυρή λογική βάση είναι γιατί ο υποψήφιος στη μονοεδρική που θα έχει και με βάση τον πιο πάνω συλλογισμό μας ανάγκη ψήφων και σε προσωπικό επίπεδο να μην είναι εξίσου ευάλωτος στις πιέσεις της πολιτικής πελατείας, σε αιτήματα προσωπικών τακτοποιήσεων, ώστε το πατροπαράδοτο ρουσφέτι να συνεχίσει να υπονομεύει τους θεσμούς; Εδώ πρέπει να πούμε ότι η κατάργηση του σταυρού προτίμησης δεν είναι πανάκεια. Απλώς είναι ένα από τα μέτρα προστασίας της αξιοκρατίας και της ομαλής λειτουργίας του κράτους. Πρέπει να συμβαδίζει με μέτρα που θα αφορούν την υιοθέτηση αντικειμενικών προϋποθέσεων για τις προσλήψεις, καθώς και για τις μεταθέσεις, μετατάξεις και προαγωγές. Μόνο ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων και η απομόνωση του βουλευτή από τη διαχείριση που θα ασκεί η κυβέρνηση που θα στηρίζεται στην ψήφο του μπορούν να ανοίξουν νέες προοπτικές. Προτείνουμε λοιπόν οι βουλευτές Επικρατείας και οι βουλευτές των μονοεδρικών περιφερειών να ψηφίζονται σε χωριστές κάλπες. Ετσι θα μπορεί κανείς να διαφοροποιηθεί λαμβάνοντας υπόψη του τα προσόντα ή τις αδυναμίες των υποψηφίων και ενδεχομένως να στηρίξει άλλο κόμμα στο επίπεδο της πανελλήνιας λίστας για λόγους ιδεολογικούς και άλλον υποψήφιο σε τοπικό επίπεδο, ενδεχομένως από συγγενή χώρο, του οποίου η προσωπικότητα θα φαίνεται περισσότερο αποδεκτή.
Οι υπουργοί δεν θα πρέπει να είναι βουλευτές. Προτείνουμε το ασυμβίβαστο μεταξύ των δύο ιδιοτήτων. Βουλευτής που κρίνεται απαραίτητο να καταλάβει κυβερνητικό αξίωμα θα πρέπει να παραιτείται από τη Βουλή και, αν μεν έχει εκλεγεί με την εθνική λίστα, θα τον διαδέχεται ο αμέσως επόμενος αν δεν είναι εκπρόσωπος μονοεδρικής περιφέρειας.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ