Τον τελευταίο καιρό ακούγεται συχνά, και ειδικά από τη συντηρητική Αριστερά, η διαπίστωση ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν». Η διαπίστωση αυτή είναι, δυστυχώς, ορθή. Με τις τρέχουσες συμπεριφορές μας, την άρνηση να αναδιαρθρώσουμε και να περιορίσουμε τον δημόσιο τομέα, ενισχύοντας δυνητικά και τα φορολογικά έσοδα, οι μακροοικονομικές προβλέψεις του μνημονίου δεν πρόκειται να επιτευχθούν. Δυστυχώς όμως, τα νούμερα δεν βγαίνουν ούτε με τις εναλλακτικές λύσεις μιας μονομερούς χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ. Οι δείκτες ευημερίας θα κατέρρεαν, ακόμη κι αν με κάποιον τρόπο ένα δραχμοποιημένο κράτος μπορούσε να βρει έναν τρόπο να λειτουργήσει στοιχειωδώς.
Αυτό που έχει σημασία όμως δεν είναι η διαπίστωση, αλλά το συμπέρασμα. Στο εξωτερικό το ερώτημα είναι «πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τα νούμερα», «τι θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα ώστε να περιορίσει το πρόβλημα», αλλά και «τι μπορούμε να κάνουμε για να περιορίσουμε στην ΕΕ τη ζημιά της εξόδου». Στην Ελλάδα η συζήτηση δεν επικεντρώνεται σε λύση αλλά σε απεμπόληση του προβλήματος. Η συντηρητική Αριστερά και η λαϊκίστικη Δεξιά θεωρούν ότι αν δεν βγαίνουν τα νούμερα το πρόβλημα είναι της ΕΕ (ή της Μέρκελ). Και πρέπει αυτή να αλλάξει τακτική, για να μπορέσουμε εμείς να συνεχίσουμε με ένα αντιπαραγωγικό κράτος.
Είναι σαν να ζούμε σε έναν οργουελικό κόσμο, στον οποίο βασικά δεδομένα διαστρεβλώνονται. Καίτοι οι πιστωτές μας έχασαν περί το 65% όσων μας είχαν δανείσει, καταγγέλλουμε «το μνημόνιο των πιστωτών». Καίτοι οι τράπεζές μας έχουν καταρρεύσει σε χρηματιστηριακή άξια, σημειώνοντας τεράστιες ζημιές από την αδυναμία του κράτους να αποπληρώσει, καταγγέλλουμε τη «λύση των τραπεζιτών». Καίτοι οι καταστροφικές οριζόντιες περικοπές και η καθυστέρηση των διαρθρωτικών αλλαγών αποτελούν παρέκκλιση από τους όρους του μνημονίου, τα φορτώνουμε όλα στους εταίρους μας. Και ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους το κατέχουν ευρωπαϊκά κράτη, η ΕΚΤ και (λιγότερο) το ΔΝΤ, όχι οι τράπεζες.
Αυτά τα νούμερα λοιπόν γιατί δεν βγαίνουν; Η απάντηση είναι ότι η δημόσια διοίκηση είναι σε κακά χαλιά, ο μηχανισμός καταλογισμού φόρων διεφθαρμένος και αναποτελεσματικός, η κακοδιοίκηση εκτεταμένη, το επιχειρείν δύσκολο. Και κανένας δεν εξηγεί πώς μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα αυτά. Τα νούμερα είναι το σύμπτωμα. Οχι το αίτιο. Τουλάχιστον το μνημόνιο έχει συγκεκριμένους στόχους για την αναδιάρθρωση του καταρρέοντος Δημοσίου. Αν δεν μας αρέσουν, μπορούμε να προτείνουμε κάτι καλύτερο; Πρέπει να επικεντρωθούμε στο πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα το πραγματικό αίτιο των προβλημάτων μας και όχι σε ανούσια ευχολόγια για ανάπτυξη.
Αν επικεντρωθούμε στη βελτίωση των του οίκου μας, οι πιστωτές μας (ΕΚΤ και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις) ίσως μπορέσουν να βοηθήσουν. Δύο είναι οι πιθανότητες που έχουν αρχίσει να συζητούνται από τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Η πρώτη αφορά την παροχή προγραμμάτων (grants) για να βοηθήσουν τόσο την ανάπτυξη όσο και την αναδιάρθρωση. Η δεύτερη είναι (όπως και σε τριτοκοσμικές χώρες) να ζητήσουμε να μας «χαριστεί» κομμάτι του επίσημου (διακρατικού) χρέους, αν επιτύχουμε συγκεκριμένους θεσμικούς στόχους. Ας αδράξουμε τις ρεαλιστικές αυτές δυνατότητες. Αν το κάνουμε, οι δανειστές μας θα βοηθήσουν να βγουν τα νούμερα.
Από την άλλη, μπορούμε να μείνουμε μόνοι μας. Αλλά πού θα βρούμε συνάλλαγμα για να εισάγουμε πετρέλαιο, φάρμακα, τρόφιμα; Αυτό τον κρίσιμο λογαριασμό δεν τον έχει παρουσιάσει ακόμη κανείς. Απλά γιατί τα νούμερα δεν βγαίνουν.

Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας Sir Donald Gordon στη London Business School.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ