Η συζήτηση που άνοιξε το κείμενο της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας και συνεχίστηκε στις στήλες του «Βήματος» με τη «Λαθεμένη υπεράσπιση» του Δ. Σωτηρόπουλου (11.3.12) είναι χρήσιμη γιατί αποσαφηνίζει τις μείζονες πολιτικές και κοινωνικές διακυβεύσεις των καιρών μας. Φαίνεται εύκολο να συγκατανεύσει κάποιος ότι «το σύστημα δημόσιας υγείας εξυπηρετεί εκείνους τους γιατρούς που αμείβονται «κάτω από το τραπέζι» και τους ιδιώτες προμηθευτές», ακόμη και να ισχυριστεί ότι δεν χαράσσεται συχνά με ευκρίνεια η απόσταση από τα κακώς κείμενα του «παλαιού καθεστώτος», τουλάχιστον στις άμυνες που συγκροτούνται απέναντι στις κοινωνικά επονείδιστες πολιτικές των ημερών μας. Ωστόσο παρόμοιες φράσεις που συμπληρώνονται με το ότι κάποιοι «δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμιά τους» χρησιμοποιούνται ως ιδεολογική πλαισίωση οδυνηρών πολιτικών για τους πολλούς και αδύναμους. Με άλλα λόγια: η έννοια της «μεταρρύθμισης» που προκρίθηκε από την πολιτική των μνημονίων δεν ήταν η μεταρρύθμιση που θα συνέβαλε στην αναίρεση των κακώς κειμένων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και της δημόσιας διοίκησης, παρά τη σχετική ρητορεία. Δεν είναι καν μεταρρύθμιση. Είναι μια εφ’ όλης της ύλης απορρύθμιση.
Το όλο αφηγηματικό νήμα της ανάλυσης πάνω στην οποία βασίζεται αυτή η απορρύθμιση πάσχει κυρίως από μια βαθιά αντίφαση: ενώ οι ελληνικές ιδιαιτερότητες εμφανίζονται ως αίτιο της κρίσης, οι συνταγές δεν είναι προσαρμοσμένες στην ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά παγκόσμιες. Το αφήγημα των αιτίων είναι εθνοκεντρικό, το αφήγημα των λύσεων οικουμενικά νεοφιλελεύθερο. Φυσικά, η Ελλάδα δεν είναι το «αθώο θύμα» της κρίσης χρέους. Ωστόσο, το χρέος δεν παράγεται από έναν, αλλά θέλει δύο. Λόγου χάριν, μετά το 2008, το κόστος του δανεισμού εκτοξεύτηκε εξαιτίας της κρίσης, διογκώνοντας το ίδιο το χρέος. Οι ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης παράγουν τεράστια ελλείμματα από τα οποία πάσχει όλη η Νότια Ευρώπη. Ο συνδυασμός χρέους και ελλειμμάτων ήταν ο θανάσιμος εναγκαλισμός. Και πώς αντιμετωπίζεται η κρίση; Με πολιτικές που οδηγούν στην οικονομική ύφεση και ασφυξία, επομένως στην αποτυχία των στόχων μείωσης του χρέους, με αποτέλεσμα νέα μέτρα και νέα ύφεση. Ολοι πλέον ομολογούν, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ότι αυτή η πολιτική είναι ολέθρια. Θα κάνει κάποιος αυτοκριτική για την προώθηση ή την πνευματική στήριξη πολιτικών και αναποτελεσματικών και κοινωνικά επώδυνων; Και ποιες ήταν οι μεταρρυθμίσεις; Για να καταργηθούν τα «ρετιρέ του Δημοσίου», κατεδαφίζεται ο κατώτατος μισθός – 22 ευρώ ημερησίως για τους νέους – και μαζί ολόκληρη η εργατική νομοθεσία με ιστορία ενός αιώνα. Για να καταργηθούν τα φακελάκια των γιατρών, κατεδαφίζεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Για να περιοριστεί η φοροδιαφυγή, φορολογούνται αδιακρίτως τα κάτω των 5.000 ευρώ ετησίως εισοδήματα. Οι καταγγελίες της ελληνικής παθογένειας είναι δικαιολογημένες. Ωστόσο, λειτουργούν, ανεξαρτήτως της βούλησης αυτών που τις διατυπώνουν, ως φύλλο συκής για μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση που η σφραγίδα της είναι η κοινωνική αδικία. Ποια φιλοσοφία εκφράζουν οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται; Ποια φιλοσοφία εκφράζει το ΔΝΤ στον κόσμο; Γιατί επιβάλλονται παντού, από την Ουγγαρία ως την Πορτογαλία, τα ίδια ακριβώς copy – paste μέτρα που αφορούν την όλο ιδιαιτερότητες μοναδική Ελλάδα; Είναι επείγον να αναπροσανατολίσουμε το ερώτημα, από «Ναι ή όχι στις μεταρρυθμίσεις», στο «Ποιες μεταρρυθμίσεις». Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Το αφήγημα της εθνοστρέφειας υπαγορεύει πως η κοινωνική αδικία δεν οφείλεται στο μνημόνιο, αλλά στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού μοντέλου της Μεταπολίτευσης. Φυσικά και υπήρχε κοινωνική αδικία προ μνημονίου. Το ίδιο το κράτος ήταν οργανωτής και παραγωγός κοινωνικής αδικίας. Αλλά ποιος σοβαρός άνθρωπος θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι τα τραγικά αποτελέσματα των διαδοχικών μνημονίων θεραπεύουν την κοινωνική αδικία;
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική θέτει σε δοκιμασία τα ίδια τα θεμέλια της Ευρώπης – αυτήν που υποτίθεται βλέπει ως μόνη διέξοδο – και γι’ αυτό, το κείμενο της Υπεράσπισης προσυπέγραψαν μερικοί από τους σημαντικότερους ευρωπαίους διανοούμενους: διότι υπάρχει ευρωπαϊκό διακύβευμα. Ωστόσο, ο πόλος αλληλεγγύης προς τους «δοκιμαζόμενους Ελληνες» εγκυμονεί κινδύνους, παρά την καλή του προαίρεση. Εμφανίζοντας τη χώρα ως έναν «φτωχό συγγενή», έναντι του οποίου αρμόζει συμπόνια, κατ’ ουσίαν ενισχύει την άποψη της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Η αντίληψη αυτή θα εκφυλιστεί σε μια καρικατούρα διεθνικής φιλανθρωπίας αν δεν τροφοδοτηθεί με την κοινωνική εμπειρία μιας χώρας σε κρίση – που δεν αποτυπώνεται αλλά αποσιωπάται στον επίσημο λόγο – και αν δεν πλαισιωθεί από το ερώτημα γιατί η ευρωπαϊκή κρίση εμφανίστηκε με αυτή την ένταση, σε αυτή τη χώρα, τη συγκεκριμένη στιγμή.
Η έξοδος από τη σημερινή κρίση δεν είναι «επιστροφή» ούτε στην προηγούμενη προ μνημονίου κατάσταση, ούτε στον παράδεισο των αγορών σε δέκα χρόνια. Μπορεί η Ελλάδα να βρίσκεται τώρα στην εντατική, αλλά όλη η ευρωπαϊκή περιφέρεια είναι με αναπνευστήρα. Αλλάζει η ίδια η Ευρώπη, γιατί αλλάζει ο κόσμος. Προς ποιες κατευθύνσεις; Οι Ελληνες διανοούμενοι πρέπει να συζητήσουν και να συμμετάσχουν στους κοινούς ευρωπαϊκούς προβληματισμούς. Σε αντίθεση με την άποψη που διακονείται, η κρίση δεν οφείλεται στο ελληνικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, αλλά οξύνεται από αυτό. Η κρίση δεν έχει ως μόνη αιτία το μνημόνιο. Τα μνημόνια όμως αποτελειώνουν δεσμούς μιας κοινωνίας που αποδιαρθρώνεται και θεσμούς μιας δημοκρατίας που εξασθενίζει. Αυτά δηλαδή που είναι προς υπεράσπιση.

Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πανεπιστημιακός, μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ