Η πρόσφατη εμπειρία διδάσκει πως δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι οι αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και τη δανειοδότηση της χώρας είναι οριστικές και τέλειωσε η εποχή της αβεβαιότητας. Επανειλημμένα τα τελευταία δύο χρόνια ακούσαμε έλληνες και ξένους πολιτικούς να μας διαβεβαιώνουν ότι τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν, πως μπορούμε πια να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία – και διαψεύστηκαν.
Από την άλλη πλευρά όμως, αν δούμε το παρελθόν σε βάθος μερικών δεκαετιών, ως το 2009 είχαμε τη βεβαιότητα ότι το ΑΕΠ και τα εισοδήματά μας θα αυξάνονται, ότι η πλήρης απασχόληση ήταν εξασφαλισμένη, επομένως μπορούσαμε να διεκδικούμε όλο και περισσότερα από το κράτος και τους εργοδότες• που κατά κανόνα τα έδιναν. Η μεγάλη αβεβαιότητα ήταν οι σχέσεις με την Τουρκία, η απειλή της πολεμικής σύρραξης. Και αν σκεφθούμε τι έχουμε καταναλώσει για εξοπλισμούς, συμπεραίνουμε ότι ο πόλεμος αντιμετωπιζόταν ως αναπόφευκτος. Το είχαν υποστηρίξει δημόσια πολλοί διανοούμενοι, που ακόμα τιμώνται για την ευθυκρισία τους, και υπογείως πολλοί πολιτικοί οι οποίοι φρόντισαν μόνοι τους να ανταμειφθούν για τη διορατικότητά τους εισπράττοντας προμήθειες επί των αγορών όπλων.
Τόσο η βεβαιότητα της γραμμικής ευημερίας όσο και η αβεβαιότητα για την ειρήνη διαψεύστηκαν πανηγυρικά – το τυχαίο και συνακόλουθα το απροσδόκητο εξακολουθούν να είναι παρόντα στη ζωή μας και στην ιστορία, για καλό και για κακό.
Η αβεβαιότητα λοιπόν παραμένει, το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις και οι αδυσώπητοι αριθμοί που υπόσχονται για το άμεσο μέλλον ως 25% ανεργία και ύφεση 5% – η απαισιόδοξη πρόβλεψη είναι πως τα πράγματα θα είναι χειρότερα, όπως συνέβη πέρυσι και πρόπερσι. Αλλά μου φαίνεται πως αυτοί οι αριθμοί ενσωματώνουν την υπάρχουσα αβεβαιότητα, στηρίζονται στην πεποίθηση πως στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα συμβεί ό,τι και τα δύο προηγούμενα: η Βουλή θα ψηφίζει νόμους με βάση τα διαδοχικά μνημόνια – που δεν θα εφαρμόζονται είτε επειδή η κυβέρνηση τα δέχθηκε απλώς για να πάρει την επόμενη δόση είτε επειδή αντέδρασαν οι θιγόμενοι. Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα αφορά δηλαδή την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας και αυτό τονίζουν όλοι οι ξένοι αναλυτές που έκπληκτοι διαπίστωσαν πόσο αφερέγγυο είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα και πόσο βίαιες οι αντιπαραθέσεις στη χώρα μας. Κάτι που εμείς το γνωρίζαμε καλά και το είχαμε αποδεχθεί χωρίς να υπολογίζουμε τις συνέπειές του.
Πιστεύω πως αν αυτή η πολιτικοκοινωνική αβεβαιότητα εκλείψει, ή έστω περιοριστεί, τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα: θα περιοριστεί ή θα εκλείψει και η οικονομική αβεβαιότητα και οι απαισιόδοξοι αριθμοί θα διαψευστούν. Ολοι σχεδόν συμφωνούν πως «η οικονομία είναι (και) ψυχολογία», αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το ξεχνούν. Οι κοινωνίες μπορούν πάντα να αλλάξουν τα προγνωστικά, αν δεν αφεθούμε στη μοιρολατρία ότι η ιστορία είναι σαν την κίνηση των τεκτονικών πλακών που αναπόφευκτα προκαλεί σεισμούς και εκρήξεις ηφαιστείων, πως η Ελλάδα είναι απλός αστερίσκος στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, επομένως τα χειρότερα είναι μπροστά μας.
Το θέμα είναι λοιπόν να αποδεχθούμε, πολιτικοί και πολίτες, το μοιραίο ατύχημα που μας συνέβη και διέψευσε τις προσδοκίες μας για συνεχώς «καλύτερες ημέρες», ό,τι και αν εννοούσε ο καθένας με αυτό. Αν, πέρα από το μη ελεγχόμενο τυχαίο, ευθυνόμαστε και εμείς για ό,τι συνέβη, πρέπει να δούμε τι μπορούμε να διορθώσουμε, να αποδεχθούμε ότι φταίει ο οδηγός (εν μέρει και οι επιβάτες) για το ατύχημα και όχι ο παγκόσμιος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, δηλαδή οι αγορές και οι θεσμοί της ΕΕ.
Πρέπει στα προγνωστικά για το μέλλον να ενσωματώσουμε την επιθυμία για αλλαγή και την αισιοδοξία ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Εναπόκειται στις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες να αντιμετωπίσουν με ρεαλισμό την κρίση και να περιορίσουν την αβεβαιότητα. Παρά τις συγκρούσεις, τη βία, τους νεκρούς, τους εμπρησμούς (συνέχεια των συμπεριφορών μας δεκαετίες τώρα), έχουν συμβεί σημαντικές θετικές αλλαγές: η πολυκομματική κυβέρνηση Παπαδήμου, έστω και πάνω στο χείλος του γκρεμού, οι διασπάσεις ΠαΣοΚ και ΝΔ που ξεκαθαρίζουν το πολιτικό τοπίο, η απόσχιση της ΔΗΜΑΡ από το μπλοκ της πλήρους άρνησης, έστω και αν είναι δειλή.
Αν αφεθούμε στις δημοσκοπήσεις και στις στατιστικές που ενσωματώνουν ως τώρα τη ρητορική του μίσους και τα εγωιστικά συμφέροντα προνομιούχων ελίτ, αν συνεχίσουμε να αδιαφορούμε για τους άνεργους και τους φτωχούς επειδή φταίνε οι αγορές και η Μέρκελ για την κατάστασή τους, αν τα κόμματα συνεχίσουν να πολιτεύονται και να αντιπολιτεύονται όπως συνήθως, η αβεβαιότητα θα γίνει βεβαιότητα της καταστροφής – και υπάρχουν πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που τη θέλουν, θα κάνουν ό,τι μπορούν να μας οδηγήσουν εκεί. Αν αυτά τα «αν» δεν συμβούν, θα είμαστε λιγότερο αβέβαιοι για το μέλλον και θα γίνει η ελπίδα αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στο χέρι μας είναι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ