TO BHMA – NEW YORK TIMES

Για αρκετό καιρό, αναρωτιόμουν μήπως κάποια μορφή γρίπης έχει προκαλέσει επιδημικό χάος στις αποθήκες από εδώ και από εκεί. Προς τι όλος αυτός ο χαμός με το Χόγκουαρτς και τους Μάγκλ;

Δεν είχα ιδέα. Ακόμα κι όταν ενημερώθηκα – αναγκαστικά, βεβαίως, καθώς η δημοτικότητα του Χάρι Πότερ συναγωνίζεται αυτή του Θεού, μόνο που η προώθηση του είναι καλύτερη – δε με συγκίνησε. Έχω απορρίψει τον Πότερ και δεν αλλάζω την απόφασή μου, ή μάλλον το ραβδί μου, στην προκειμένη περίπτωση.

Την Παρασκευή, η τελευταία ταινία του Χάρι Πότερ – η προσαρμογή του τελευταίου βιβλίου – έκανε πρεμιέρα. Πιστεύω ότι το έχετε μάθει. Πρόκειται για ένα μεγάλο γεγονός για τις ευλαβείς λεγεώνες των προσκυνητών του παγκοσμίως.

Ωστόσο, είναι μεγάλο γεγονός και για τους άπιστους, όπως εγώ. Η θύελλα με το όνομα Χάρι Πότερ φτάνει στο τέλος της κι έτσι παύουμε πλέον να αισθανόμαστε ότι απορρίπτουμε – ή, για κάποιους, αμφισβητούμε και περιφρονούμε – ένα πολιτιστικό φαινόμενο που τόσοι έχουν αποδεχτεί. Μιλάμε για το λυκόφως της συγκεκριμένης τυραννίας.

Όλοι σας έχετε έρθει σε αυτή τη θέση, να μείνετε μακριά από κάποια εμπορική μανία, για την οποία ένας στους τρεις ανθρώπους δε σταματάει να μιλάει. Ο ενθουσιασμός τους είναι, φυσικά, ένα είδος επίπληξης για αυτό που χάνετε.

Ίσως δεν έχετε παρακολουθήσει ποτέ τον «Πόλεμο των Άστρων», το «Σταρ Τρεκ» ή οτιδήποτε γαλαξιακό. Ίσως να προσπεράσατε το «Ζάινφελντ» ή το σόου του Τζόναθαν Φράντζεν, που για να τα παρακολουθήσεις χρειαζόσουν περισσότερη υπομονή κι από τους κριτικούς. Ίσως να μην ασχοληθήκατε με τους Radiohead και το «Vampire Weekend». Ίσως να μην αγοράσατε τις μπότες Ugg ή το iPhone και το iPad.

Κάποια στιγμή, ερχόμαστε όλοι αντιμέτωποι με τέτοιου είδους «δεσμευτικές» επιλογές. Στην κορεσμένη από το μάρκετινγκ εποχή μας, οι στιγμές αυτές έρχονται όλο και συχνότερα, με όλο και περισσότερο θόρυβο, σαν αποτέλεσμα της ταχύτητας με την οποία τα διάφορα πάθη κυκλοφορούν στο ψηφιακό σύμπαν.

Η θέρμη με την οποία «οι άλλοι» προσκολλώνται σε έναν καινούριο ενθουσιασμό σε κάνει να έχεις τριπλάσια επίγνωση της απόφασής σου να τον απορρίψεις. Έτσι, ακόμα και αν η επιλογή σου αντανακλά απλά τους χρονικούς ή οικονομικούς σου περιορισμούς, την παρουσιάζεις ως ένδειξη ανεξαρτησίας. Είσαι, τελικά, αυτό που δεν είσαι.

Δεν είμαι φαν του Χάρι Πότερ. Κάποτε το σκεφτόμουν να γίνω, γιατί η μαγεία φαινόταν ένας εύκολος τρόπος επικοινωνίας με τα μικρά μου ανίψια. Αργότερα, όμως, θυμήθηκα ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω τα παγωτά και τα iTunes για αυτή τη δουλειά.

Ένας φίλος μου, ας πούμε ο Χ, δεν είναι φαν του Στιγκ Λάρσον και επιμένει ότι, ακόμα και πριν από λίγους μήνες, πίστευε ότι η ταινία «Το Κορίτσι με το Τατουάζ» ήταν ένα πανκ συγκρότημα. Είμαι σίγουρος ότι απλά κάνει επίδειξη.

Ένας άλλος φίλος μου, ο Ψ, δε θέλει καθόλου να δοκιμάσει το Twitter: «Δε μπορώ να προσθέσω επιπλέον άγχος για καλή εντύπωση στη ζωή μου.»
Προβλέπω ότι εν τέλει θα ενδώσει.

Μπορείς, βέβαια, και να «κλέψεις». Με τον βομβαρδισμό αναφορών γύρω από κάθε σύγχρονη εμμονή, έχεις τη δυνατότητα να έχεις πλήρη γνώση – στην περίπτωση σε ενδιαφέρει – για κάτι που δεν έχεις καν δοκιμάσει.

Ένας φίλος προσποιούταν με επιτυχία ότι ήταν οπαδός του σίριαλ «Lost», προκειμένου να αποφύγει τις επιπλήξεις των πραγματικά εθισμένων γνωστών του. Εγώ, προσωπικά, έχω υποκριθεί επανειλημμένα ότι ήμουν φανατικός των «Sopranos», ενώ στην πραγματικότητα είχα δει μόνο τέσσερα επεισόδια. Δεν είδα καμία σκηνή από το τελευταίο επεισόδιο, ωστόσο εξέφρασα πειστικότατες απόψεις για αυτό.

Όσο για τον Χάρι Πότερ, παρακολούθησα 10 μόνο λεπτά μιας εκ των ταινιών και δε μπορώ να θυμηθώ εάν είχαν να κάνουν με ένα κύπελλο της φωτιάς, έναν κλήρο του θανάτου ή τίποτε από τα δύο. Αναφέρθηκε και το Χόγκουαρτς, οπότε τώρα είμαι πλήρως ενημερωμένος.

Ο κύριος Frank Bruni είναι Αμερικάνος δημοσιογράφος και πρώην κριτικός εστιατορίων στους New York Times.