Ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ για τους εκπαιδευτικούς θεσμοθετήθηκε ως ορθολογική επιλογή και αξιοκρατικό αντίδοτο στο άγος της επετηρίδας. Θα ήταν δύσκολο να έχει κανείς αντιρρήσεις επί της αρχής: το «κουτσοί στραβοί, όλοι στον Αγιο Παντελεήμονα» (η βασική αρχή της επετηριδιακής λογικής) είχε εξαντλήσει τα ανθρωπιστικά του όρια και πολλοί από αυτούς που χρίζονταν αυτόματα δάσκαλοι είχαν φροντίσει να ξεχάσουν και τα ισχνά κολλυβογράμματά τους στα πέτρινα χρόνια ανάμεσα στο πτυχίο και στον διορισμό. Οι ιστορικοί της εκπαίδευσης και όσοι κρατούν αρχεία από τον πρώτο διαγωνισμό του 1998 θα μπορούσαν, υποθέτω, να μας πουν ποια ήταν, από απόψεως ευκολίας, δυσκολίας ή αξιοπιστίας, η καμπύλη που διέγραψε ο θεσμός μέχρι σήμερα. Το σημερινό σημείωμα δεν έχει ιστορικό και απολογιστικό χαρακτήρα· συντάσσεται με νωπή την πληροφόρηση του γράφοντος για τα πεπραγμένα της 2ας και 3ης Απριλίου 2005 και δεν φιλοδοξεί παρά να απηχήσει το πιο βασικό ερώτημα από τα πολλά που αποκόμισαν φεύγοντας τις προάλλες από τα εξεταστικά κέντρα μερικές χιλιάδες νέοι (αλλά και όχι τόσο νέοι) έλληνες πολίτες.


Με ποια κριτήρια τελικά φιλτράρει αυτός ο διαγωνισμός τους λίγους διοριστέους από το υπερ-πολλαπλάσιο πλήθος των πτυχιούχων που δηλώνουν συμμετοχή; Ποιες αρετές και ποια προσόντα σκοπεί να πιστοποιήσει η διαμορφωμένη(;) εξεταστική φιλοσοφία του; Και, κυρίως, επιτρέπουν τα αριθμητικά δεδομένα, όπως έχουν εξελιχθεί, μια ουσιαστική διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων; Επιμερίζοντας το ζήτημα και μιλώντας γι’ αυτό που γνωρίζω καλύτερα, θα έλεγα, χωρίς καμιά επιφύλαξη, ότι ελάχιστοι απόφοιτοι φιλοσοφικών σχολών (που αποτελούν, υποθέτω, και την πολυπληθέστερη μερίδα των προσερχομένων) διακατέχονται από την αίσθηση ότι υποβλήθηκαν σε ουσιαστική δοκιμασία.


Παρεκτός κι αν είναι ουσιαστική δοκιμασία 25 ερωτήσεις «πολλαπλών επιλογών», όπου ο υποψήφιος καλείται να αποφασίσει αν τα «πρώτα σιδηροδρομικά δίκτυα» δημιουργήθηκαν το 1830, το 1840 ή λίγο πιο νωρίς ή λίγο πιο αργά· αν η Ελλάδα γράφτηκε στο νατοϊκό κλαμπ το 1952 ή κάμποσα τέρμινα αργότερα· αν η νεοελληνική παρερμηνεία της «δωρεάν παιδείας» δρομολογήθηκε με το Σύνταγμα του 1911 ή ήταν ευγενής προσφορά του Οθωνα και της Αμαλίας· αν ο τυπογράφος που στοιχειοθέτησε το πρώτο κείμενο ελληνικής αφηγηματικής πεζογραφίας είχε θέα τον Κεράτιο στην Πόλη, το «γκραν κανάλε» στη Βενετιά ή τα κύματα του Δουνάβεως στη Βιέννη. Χρειάζονται ίσως και αυτά, αλλά τι γίνεται όταν το παιχνίδι παίζεται κυρίως με αυτά; Με άλλα λόγια, τι γίνεται όταν ο εξεταζόμενος και η εξεταζόμενη παρωθούνται σε μια γρήγορη συναλλαγή με την Τύχη σε συνθήκες μνημονικού τζόγου στη ρουλέτα των ημερομηνιών και των χρονολογιών; H απάντηση, ασφαλώς, θα μπορούσε να είναι ότι, με τέτοια «πλήθουσα αγορά» υποψηφίων, ερωτήσεις που δοκιμάζουν το σύνολο της γνωστικής, ερμηνευτικής και κριτικής σκευής των εξεταζομένων δεν αποτελούν πρακτική επιλογή. Αυτό όμως που λύνει εν πολλοίς το πρακτικό πρόβλημα των αξιολογητών αφήνει αναπάντητες τις απορίες των αξιολογουμένων.


Είναι γνωστό (και το έχω επισημάνει στο παρελθόν) ότι υποψήφιοι-πτυχιούχοι φιλολογικών τμημάτων με καλή αρχαιογνωστική και αρχαιογλωσσική «προίκα» δεν μας περισσεύουν. Και ακριβώς σε αυτούς είναι δύσκολο να εξηγήσεις γιατί η εξέταση του ΑΣΕΠ φροντίζει με τόση επιμέλεια να εξουδετερώσει το προνόμιο για το οποίο μόχθησαν σπουδάζοντες. Το «άγνωστο» αρχαίο κείμενο που έλαχε δεν πρέπει να ήταν πιο δύσκολο από την καθαρεύουσα του Μητσοτάκη, και η μοναδική «δύσκολη» λέξη που θα μπορούσε να χαλάσει την ανέμελη μπουνάτσα «συνελήφθη» και ερμηνεύθηκε πάραυτα για ευνόητους προληπτικούς λόγους. Και βέβαια ο τζόγος του «multiple choice» δεν έλειπε: όσοι και όσες είχαν έτοιμες (εκ περιουσίας ή εκ μελέτης) σημαντικές απαντήσεις για σημαντικά ζητήματα αρχαιογνωσίας κλήθηκαν, αντ’ αυτού, να προβληματιστούν τίνος τα γενέθλια έρχονται πρώτα, του Εκαταίου ή του Φερεκύδη; Κάποιος από την επιτροπή πρέπει να μπέρδεψε το νόημα της συγκεκριμένης εξέτασης με τα τερτίπια των τηλεοπτικών «κουίζ» γνώσης.


Να το πούμε ωμά και απλά: το πνεύμα και το γράμμα αυτής της δοκιμασίας επιβεβαιώνει και επιβραβεύει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο το πιο χρόνιο και αντιπαθές από τα εκπαιδευτικά μας κουσούρια – την αποστήθιση. Θα τολμούσα να το θέσω και οξύτερα: υποθάλπει το είδος της αριθμομνήμονος προπόνησης που οι αξιοπρεπείς δάσκαλοι και παιδαγωγοί θα πρέπει να έχουν ήδη κλειδώσει στο χρονοντούλαπο της εκπαιδευτικής ιστορίας. Ο διαγωνισμός, αεί μεταμορφούμενος και παρά λόγον απρόβλεπτος, κάνει ήδη εκπτώσεις ουσίας «εν ου παικτοίς». Το πράγμα χρειάζεται πολλή και βαθιά σκέψη, αλλά πριν από αυτό χρειάζεται όλοι μας να ζητήσουμε συγγνώμη από όλους εκείνους και όλες εκείνες που, διαμέσου του διαγωνισμού, πληρώνουν τις ανορθολογικές πολιτικές και εκπαιδευτικές επιλογές δεκαετιών.


Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.