Μιλώντας τις προάλλες για την ακατάσχετη απορρύθμιση που συνεπιφέρει τις μέρες αυτές ο πόλεμος στο Ιράκ, την εντόπισα πρώτα στο ζεύγος «σκέψη – αίσθηση», για να καταλήξω στο άλλο, πρακτικότερο, ζεύγος «έργα – λόγια». Ελεγα λοιπόν ότι ο καταιγισμός γεγονότων και πληροφοριών, έντυπων και ηλεκτρονικών, για το ανήκουστο αυτό μακελειό, παραλύει το μυαλό και παροξύνει μέχρι υπερβολής τις αισθήσεις, υπονομεύοντας έτσι τη στοχαστική και πολιτικά υπεύθυνη κρίση μας. Χειρότερη όμως φαίνεται να είναι η απορρυθμιστική επίδραση του πολέμου στους όρους του δεύτερου ζεύγους, καθιστώντας τώρα χαοτικό το κενό ανάμεσα στα λόγια και στα έργα. Σύνδρομο εύκολα αναγνωρίσιμο τον τελευταίο καιρό τόσο στη συλλογική όσο και στην ατομική συμπεριφορά, ελέγξιμο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό και διηπειρωτικό επίπεδο.


Στη σχιζοφρενική πάντως αυτή ασυνέχεια και ασυνέπεια ανάμεσα σε έργα και λόγια για τα δρώμενα στο Ιράκ εμπλέκονται, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο: οι εμπόλεμοι αντίπαλοι· οι πολιτικοί όλων των βαθμίδων, από τις τοπικές έως τις ευρωπαϊκές και διεθνείς· οι δημοσιογράφοι κάθε κατηγορίας· οι επιστήμονες, κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών· τέλος, οι συγγραφείς, συμβολικά δηλωμένοι ως ποιητές. Η εμπλοκή διαφέρει κατά περίπτωση, ποσοτικά και ποιοτικά· άλλοτε και αλλού είναι προφανής, άλλοτε και αλλού λανθάνει. Για ευνόητους λόγους θα επιμείνω στους ποιητές, οι οποίοι συχνά πυκνά εγκαλούνται, είτε επειδή στρατεύονται στα πολιτικά και πολεμικά δρώμενα του καιρού τους είτε γιατί, αποφασισμένοι ή αναποφάσιστοι, απέχουν από αυτά.


Πρόσφατα στον Τύπο εμφανίστηκαν κατακριτικά κείμενα και για τις δύο περιπτώσεις, διατυπωμένα μάλιστα με τρόπο προκλητικό και δογματικό. Η αλήθεια είναι ότι οι ποιητές και η ποίηση δεν τα πάνε και τόσο καλά με την τρέχουσα πολιτική και με τους τρέχοντες πολέμους: η τριβή της στράτευσης αφενός και η επιλογή της αποχής αφετέρου δημιουργούν διλήμματα, για τα οποία δεν υπάρχουν μονόδρομες λύσεις. Κάποιοι εξάλλου φαίνεται να πιστεύουν ότι το σόι των ποιητών είναι από τη φύση του αντιπολεμικό ή απόλεμο, και μόνο αυτή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους αναγνωρίζεται ως ισχύουσα και νόμιμη. Τα υπόλοιπα, λένε, είναι εκ του πονηρού.


Σ’ αυτή την υπόθεση, όπως προηγουμένως την απλοποίησα, υπάρχει κάτι σοβαρό, κάτι σοβαροφανές, αλλά και κάτι ευτράπελο. Και τα τρία προκύπτουν κατά τη γνώμη μου από την αφύσικα απορρυθμισμένη σχέση λόγων και έργων σε περίοδο και περίπτωση πολέμου. Γεγονός που ιδιοφυώς το συνέλαβε και το αποτύπωσε σε ένα ποίημά του ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ο λόγος για τον απαστράπτοντα ειρωνικώς «Δαρείο», το πολιτικότερο ίσως πόνημα του αλεξανδρινού και ένα από τα αρτιότερα κατορθώματα της ώριμης δημιουργικής φάσης του.


Θυμίζω πρώτα τα αναφαίρετα στοιχεία ταυτότητας του ποιήματος. Ο καβαφικός «Δαρείος» συντίθεται το 1917 και δημοσιεύεται το 1920. Αποτελεί επομένως στοχαστικό απόσταγμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στην εμπειρία του οποίου, λοξά έστω, παραπέμπει. Ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα του ποιήματος επιτρέπουν, πιστεύω, να το επιγράψουμε με τους επόμενους, εναλλακτικούς και συμπληρωματικούς, τίτλους: ποίημα εν πολέμω· ποιητής εν πολέμω· πόλεμος εναντίον ποιήσεως· ποίησις εναντίον πολέμου. Πλήρης λοιπόν η σκηνοθεσία της ανταγωνιστικής συνύπαρξης των δύο όρων που μας ενδιαφέρουν.


Σκηνοθεσία μάλιστα πονηρά διπλασιασμένη ως προς τα παραστατικά της στοιχεία. Γιατί πίσω από τον επώνυμο ποιητή Φερνάζη, που εμφανίζεται στο προσκήνιο του ποιήματος, υποκρύπτεται ως υποβολέας ο ποιητής Καβάφης. Κάτω από το ασυντέλεστο, λόγω πολέμου, ποίημα του Φερνάζη, συντελείται, εις βάρος του και προς έλεγχό του, το ποίημα του Καβάφη. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο παράλληλα κάτοπτρα πολλαπλασιάζεται το επίμαχο θέμα, με εξέχουσες δύο γνωμικές αιχμές: η μία (υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος) κολλάει καλά στον μεγαλομανή πλανητάρχη του καιρού μας· η άλλη (Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου ελληνικά ποιήματα) συμπάσχει ειρωνικά με την κακή τύχη των ποιημάτων και των ποιητών σε ώρα πολέμου. Το πράγμα αξίζει περισσότερο ψάξιμο.