Πέρασαν ήδη αρκετές εβδομάδες από τότε που η λατρευτική εικόνα της Θεοτόκου, εφέστια εικόνα του Αγίου Ορους που χρονολογείται από την εποχή των Παλαιολόγων τον 12ο αιώνα και οφείλει την επωνυμία «Αξιον Εστί» σε θαύμα του Αρχάγγελου Γαβριήλ, εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον ιερό ναό του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών, αλλά το προσκύνημα, όπως εκδηλώθηκε, αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές κάθε ηλικίας και επαγγέλματος, πλούσιοι και φτωχοί, από την Αττική, από πόλεις και χωριά, έφταναν στον ναό με όποιο μέσο διέθεταν και περίμεναν πολλές ώρες στην ουρά. Λιποθυμούσαν από την κόπωση και την ορθοστασία, αλλά επέμεναν. Ο ημερήσιος Τύπος, τα ΜΜΕ γενικά, ασχολήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, με το εντυπωσιακό θέαμα του λαϊκού προσκυνήματος, που έδωσε αφορμή για ποικίλα σχόλια, από χλευαστικά ως ειρωνικά και συχνά ανεδαφικά.


Ο συνάδελφος Σ. Αλαχιώτης, καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, εντάσσει το φαινόμενο της κοσμοσυρροής και της «απίστευτης ταλαιπωρίας» στις «ακραίες συμπεριφορές», το αποδίδει σε «έλλειμμα παιδείας» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία «με τη μεγάλη επιρροή που έχει στους πιστούς φέρει μεγάλη ευθύνη ως προς τα μηνύματα τα οποία πρέπει να καλλιεργεί και τις κατευθύνσεις που πρέπει να προτείνει. Οι οποιεσδήποτε εικονολατρικές και ακραίες ανατάσεις σίγουρα δεν βοηθούν ούτε συμβάλλουν σε καμιά πρόοδο, ενώ αντίθετα εμπορευματοποιούν την πίστη και παρεκκλίνουν του διαχρονικού στόχου» («Καθημερινή», 24.10.1999). Παρόμοια είναι και η τοποθέτηση του κ. Μ. Στεφανίδη, επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης, ο οποίος σε επιστολή του προς την ίδια εφημερίδα (24.10.1999) γράφει, μεταξύ άλλων: «Φταίει ακόμη η έλλειψη παιδείας που επιτρέπει αγεληδόν συμπεριφορές και στο «Αξιον Εστί» εντοπίζεται περισσότερο η πίστη προς το υπερθέαμα παρά η εμπιστοσύνη προς το υπερφυσικό». Στο ίδιο φύλλο της «Καθημερινής» ένας άλλος συνάδελφος, ο κ. Γ. Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας στο τμήμα ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάνει λόγο για «μαζική προσφυγή σε μια εικόνα», και θεωρεί ότι ξαναγυρίζομε στον «φόβο», μετά τον πρόσφατο καταστρεπτικό σεισμό και πρέπει, συνεπώς, να αλλάξει ο τρόπος ζωής του Ελληνα.


Η εκμετάλλευση των συμβόλων


Προσωπικά θεωρώ ότι η Εκκλησία δεν ευθύνεται για τον τρόπο που εκδηλώνουν οι πιστοί τα θρησκευτικά συναισθήματά τους και δεν είναι δουλειά της να τα χαλιναγωγεί, να τα στραγγαλίζει ή να τα ποδηγετεί. Και αν ακόμη υποτεθεί ότι η συμπεριφορά αυτή είναι θέμα ελλιπούς παιδείας, ποιος φταίει για αυτό, οι ίδιοι οι άνθρωποι ή μήπως η Εκκλησία; Η έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος δεν είναι θέμα παιδείας, ας αφήσομε που η έννοιά της (για να μην πει κανείς, το περιεχόμενο) εξακολουθεί δυστυχώς να παραμένει στις ημέρες μας το μεγάλο ζητούμενο. Αν οι προσωπικές ή ομαδικές εξάρσεις «δεν συμβάλλουν σε καμιά πρόοδο», σε τι συμβάλλουν άραγε οι κάθε είδους επαναστάσεις; Ας θυμηθούμε την περίφημη ρήση του Ηράκλειτου, του επονομαζόμενου σκοτεινού φιλοσόφου: «Πόλεμος πατήρ πάντων εστίν». Η θρησκευτική πίστη και τα εκάστοτε φαινόμενα που τη συνοδεύουν δεν προσφέρονται εύκολα για επιστημονική ανάλυση. Η όποια εκμετάλλευση του ιερού συμβόλου, η όποια υποκρισία, δεν ακυρώνει το ατόφιο θρησκευτικό συναίσθημα που συνοδεύει τον απλό άνθρωπο αυτής της χώρας από την αρχή της ιστορικής πορείας του. Το «υπερθέαμα» αυτό, το οποίο πολλοί έσπευσαν να καταδικάσουν ή να χλευάσουν, άφησε ένα ελπιδοφόρο, σωτήριο θα έλεγα, μήνυμα, που πέρασε ωστόσο απαρατήρητο.


Ας δούμε όμως πρώτα πώς εξεδήλωσαν οι προσκυνητές την πίστη τους και τι περίμεναν από το προσκύνημα ύστερα από πολύωρη αναμονή και περισσή ταλαιπωρία. Ασπάστηκαν ευλαβικά την εικόνα της Θεοτόκου και όπως παρατηρεί ο Πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, αναπληρωτής καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «όταν προσκυνούμε την εικόνα της Παναγίας, δεν απευθυνόμαστε ούτε στο ξύλο ούτε στα χρώματα, την τέχνη τη θαυμάζουμε, αλλά στο πρόσωπό Της» («Καθημερινή», 24.10.1999). Κάποιοι αισθάνθηκαν λύτρωση αγγίζοντας την εικόνα με το χέρι, με λουλούδι, με κάποιο ρούχο ή κοιτάζοντας την Παναγία, ενώ άλλοι αισθάνθηκαν ψυχική γαλήνη και ευφορία. Ηταν μεγάλη «ψυχική ανάγκη», όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο κ. Αλαχιώτης, και άρα σεβαστή. Οι προσκυνητές συνομίλησαν μαζί Της, επικοινώνησαν με το Θείο. «Η πίστη είναι ό,τι έχει απομείνει στη σημερινή ζωή. Αυτή η πίστη με έφερε εδώ. Θα πήγαινα σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας προκειμένου να προσκυνήσω…» είπε χαρακτηριστικά η κυρία Χριστίνα σε ρεπόρτερ της «Καθημερινής».


Στην Αθήνα του Περικλή


Εκφραση της πίστης είναι και οι προσφορές, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έδωσαν αφορμή για δυσμενή σχόλια, και κάποιοι μάλιστα μίλησαν για «εμπορευματοποίηση» της πίστης. Ισως να δημιουργήθηκε αυτή η εντύπωση επειδή πίσω ακριβώς από την εικόνα της Παναγίας υπήρχαν δύο παγκάρια που γέμιζαν και άδειαζαν «υπό τα βλέμματα αστυνομικών και ιερέων». Οσοι προσκύνησαν το θεώρησαν αυτονόητο να ρίξουν και τον οβολό τους, και μάλιστα γενναιόδωρα, αφού τα χρήματα προορίζονταν για τους σεισμοπαθείς. Γεγονός είναι ότι από τα πανάρχαια χρόνια το προσκύνημα συνοδεύεται από μια μικρή ή μεγάλη προσφορά (και ο πιο φτωχός θα ανάψει τουλάχιστον ένα κερί όταν προσκυνήσει). Κακώς λοιπόν επέκριναν την πράξη της φιλανθρωπίας, που συνόδεψε το προσκύνημα. Ισχύει πάντα το «do ut des» των Ρωμαίων (δηλαδή «δώσε για να πάρεις»), που προέρχεται από τον χώρο της λατρείας. Τι ζήτησαν όμως οι προσκυνητές του «Αξιον Εστί»; Μια κυρία δήλωσε: «Για τον εαυτόν μου θα ζητήσω την υγεία μου και μόνο γιατί πάσχω από οστεοπόρωση, για τα παιδιά μου γρήγορη επαγγελματική αποκατάσταση». Κάποιος κύριος είπε: «Εχω άρρωστο παιδί και θα ζητήσω να γίνει καλά. Πρόσφατα έχασα τη γυναίκα μου».


Αν στην Αθήνα του 20ού αιώνα ο κόσμος έτρεξε στον ναό του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αθήνα του Περικλή τον 5ο αιώνα π.Χ. ο κόσμος έτρεχε σε άλλον ναό με τον ίδιο ζήλο και ενθουσιασμό. Αν συγκρίνει κανείς τις αντιδράσεις των πιστών (αρχαίων και συγχρόνων), θα καταλήξει σε κάποιες ενδιαφέρουσες και πολύ ενθαρρυντικές διαπιστώσεις, σε μια εποχή που ο ορθολογισμός και ο μοντέρνος τρόπος ζωής τείνουν να δηλητηριάσουν και να εξαλείψουν το θρησκευτικό συναίσθημα, αυτό που ο κ. Αλαχιώτης χαρακτηρίζει με τη γλώσσα της επιστήμης του «γενετική προδιάθεση». Αρκετές «επιγραφές των ιαμάτων», κυρίως από το ιερό της Επιδαύρου, μας δίνουν σχετικές πληροφορίες (βλ. Ε.J. Edelstein – L. Edelestein, Asclepius, 1998). Μια Αθηναία ονόματι Αμβροσία πήγε στον ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, θεραπεύτηκε και πίστεψε στη θαυματουργική δύναμη του θεού. Στη σελίδα 301 αναφέρεται η εξής μαρτυρία, που χαρακτηρίζει τον απλό προσκυνητή: «φιλαργύρου παις του πατρός αυτώ κάμνοντος ηύξατο τω Ασκληπιώ τάλαντον δώσειν, ει ο πατήρ την νόσον διαφύγοι» («γιος φιλάργυρου προσευχήθηκε στον Ασκληπιό να του δώσει ένα τάλαντο αν γλιτώσει ο άρρωστος πατέρας του από την ασθένεια».


Παρήγορη διαπίστωση


Ο ναός του Ασκληπιού στην Αθήνα (και αλλού) γέμιζε από πιστούς που περίμεναν τον θεό να τους βοηθήσει, να τους θεραπεύσει, να τους δώσει υγεία, και δεν παρέλειπαν να καταθέσουν και αυτοί τον οβολό τους (σε χρήμα ή σε είδος). Αγγιζαν την εικόνα του (άγαλμα) και αντλούσαν δύναμη. Συνωστισμός και εκεί, η ίδια αγωνία και οι ίδιες ελπίδες Πίστευαν ότι ο θεός μπορούσε να τους θεραπεύσει ακόμη και στον ύπνο τους, αν κοιμόντουσαν στον ναό του (για τα «περίεργα» της «εγκοίμησης» βλ. Αριστοφάνη, «Πλούτος», στ. 653 κ.ε.). Οταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά με την υγεία ή τις υποθέσεις τους, οι πιστοί απευθύνονταν στον Ασκληπιό και περίμεναν θαύματα. Υπήρχε έτσι μια διέξοδος στο προσωπικό τους αδιέξοδο και η πίστη έκανε το θαύμα της τότε όπως και στις ημέρες μας. «Την πίστη τη νιώθεις μέσα σου» είπε ο κ. Γιώργος, ιδιωτικός υπάλληλος, 54 ετών, σε ρεπόρτερ που απόρησε βλέποντάς τον να περιμένει υπομονετικά στην ουρά ώρες ολόκληρες. «Αισθάνεσαι ότι κάποιος σε συντροφεύει, σε αισθάνεται και σε γνοιάζεται». Ο Αθηναίος Νεοκλείδης, που αναφέρει ο Αριστοφάνης (ο.π. στ. 665), θα προσυπέγραφε, είμαι βέβαιος, τα λόγια αυτά του σημερινού Αθηναίου. Η Jane Harrison, βαθιά γνώστρια της αρχαίας θρησκείας, έγραψε: «Η Παναγία οικειοποιήθηκε ό,τι ήταν αληθινό στην αρχαία θρησκευτική πίστη, ακόμη ενσαρκώνει τη Μητέρα και την Παρθένο και τον Σωτήρα Ασκληπιό» (βλ. Prolegomena to the Study of Greek Religion, 1980, σ. 343).


Αυτό που έχει σημασία είναι η παρήγορη διαπίστωση ότι το θρησκευτικό κύτταρο του Ελληνα παραμένει υγιές και αναλλοίωτο ως σήμερα. Και είναι τούτο μια απόδειξη όχι μόνο της βιολογικής συνέχειάς του αλλά και της πολιτιστικής ταυτότητάς του, που τελευταία τίθεται πάλι υπό αμφισβήτηση από νέους Φαλμεράιερ. Ας εκτιμήσομε λοιπόν θετικά τη «μαζική προσφυγή σε μια εικόνα» και ας χαιρετίσομε το γεγονός ως έναν καλό οιωνό για το μέλλον αυτής της φυλής, που λάτρεψε τον γαλήνιο Απόλλωνα και τον παθιασμένο Διόνυσο, συζευγνύοντας αρμονικά τη λογική με το συναίσθημα και δημιουργώντας αθάνατα έργα τέχνης και λόγου. Η έξαρση του θρησκευτικού συναισθήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση «της συρροής και της απίστευτης ταλαιπωρίας» μπορεί να οδηγεί σε «ακραίες συμπεριφορές» αλλά δεν οφείλεται σε «έλλειψη παιδείας». Και οι «πεπαιδευμένοι» συμμετέχουν, γιατί, όπως λέει ο Ομηρος (Οδύσσεια γ 48), «πάντες δε θεών χατέουσ’ άνθρωποι» («όλοι οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη των θεών»). Την «ανάγκη» αυτή δεν τη γεννά πάντα ο «φόβος» και θα υπάρχει ακόμη και στον αιώνα της κλωνοποίησης, της μεταμόσχευσης κεφαλής και των διαπλανητικών ταξιδιών.


Ο κ. Οδυσσέας Τσαγκαράκης είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.