ΚΑΘΩΣ το κείμενο της περασμένης Κυριακής γράφηκε σε βρασμό ψυχής και σώματος (μ’ έψησε για καλά κι εμένα, ολόκληρη βδομάδα, η επιδημική ίωση) μπορεί να έδωσε σε κάποιους την εντύπωση ότι παρατράβηξα προς το μέρος μου το σχοινί Οτσαλάν, που με τις διαδοχικές περιπλοκές του κοντεύει να μας πνίξει. Και τούτο, επειδή βίαια διέβαλα δηλώσεις θυμικού, παραπολιτικού και παρακρατικού ανθρωπισμού, οι οποίες, εσκεμμένως ή μη, θόλωσαν επικίνδυνα το πολιτικό μας τοπίο, δίνοντας το προβάδισμα στους πολιτικά μύωπες.


Φαντάζομαι ότι η συγκεκριμένη αυτή αντιανθρωπιστική καταγγελία σκανδάλισε ιδιαίτερα εκείνους που με ξέρουν και με εμπιστεύονται ως δάσκαλο των ελληνικών γραμμάτων. Επειδή η σχολική και η παρασχολική παιδεία μας έχει κακομάθει: ότι ανθρωπισμός και Αρχαία Ελλάδα λίγο πολύ ταυτίζονται· ότι θεματοφύλακες αυτής της κληρονομιάς είμαστε εμείς οι Νεοέλληνες και κάθε δική μας ανθρωπιστική υποχώρηση αποτελεί αυταπόδεικτη προδοσία της φυλετικής μας ταυτότητας.


Η άποψη εντούτοις αυτή, που ακούγεται τις τελευταίες εβδομάδες σε πολλές παραλλαγές, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ιστορία· αποτελεί αβασάνιστη ιδεολογική πρόταση, η οποία ανήκει στη νεότερη και σύγχρονη πολιτευόμενη ρητορική, κρύβοντας τόσο την αισθηματική της αφέλεια όσο και την καταχρηστική της υποκρισία. Στην πραγματικότητα τέτοια μορφή ανθρωπισμού δεν ίσχυσε ποτέ στην Αρχαία Ελλάδα, όπου ακόμη και η ίδια η λέξη, με το νόημα που πολύ αργότερα της αποδόθηκε, απουσιάζει. Θα επιμείνω σε τούτο το αποδεικτικό για το συζητούμενο θέμα στοιχείο, ανοίγοντας προσώρας τα αρχαιογνωστικά Λεξικά.


Λοιπόν, μέσα σε δέκα τουλάχιστον αιώνες γραπτής παράδοσης, μόλις μια φορά απαντά η επίμαχη λέξη «ανθρωπισμός»: την εντοπίζει ο Διογένης Λαέρτιος (3ος μεταχριστιανικός αιώνας), σε χαμένο κείμενο του φιλοσόφου Αριστίππου από την Κυρήνη (435-355 π.Χ.), στο πλαίσιο παιδαγωγικής σύστασης: «οι δε απαίδευτοι ανθρωπισμού δέονται» ­ προφανώς ο σπάνιος όρος σημαίνει εδώ «μόρφωση, ανθρώπινη μόρφωση».


Κατά τα άλλα στα καλά αρχαιογνωστικά Λεξικά περιέχονται πολυάριθμα και άκρως ενδιαφέροντα παράγωγα (ουσιαστικά και επίθετα, συγκεκριμένα και αφηρημένα, απλά και σύνθετα) του θεμελιακού λήμματος «άνθρωπος», τα οποία αποτυπώνουν, με συναρπαστικό τρόπο, την ανθρωπολογική και ανθρωπογνωστική περιπέτεια του αρχαίου κόσμου. Δυστυχώς ο χώρος δεν με παίρνει για ενδεικτικά έστω παραδείγματα.


Το γενικότερο πάντως εύρημα της λεξικογραφικής αυτής προσήλωσης, μπορεί, σχηματικά κάπως, να συμπυκνωθεί στην επόμενη ηγουμένη πρόταση: είτε εγγράφεται ο κλήρος του ανθρώπου στο τρίγωνο «θεός – φύση – ιστορία» είτε ταλαντεύεται στα όρια του ζεύγους «πολιτική – πόλεμος» (προφανώς υπάρχουν και άλλου τύπου εγγραφές) η ανθρωπιά και η απανθρωπία του αρχαίου ανθρώπου προφαίνονται μέσα στο καθοριστικό σχήμα της πόλης. Τούτο σημαίνει: στον βαθμό που η ίδια η πόλη εκπολιτίζεται, εξανθρωπίζονται και οι πολίτες της· με την προϋπόθεση ότι ο πολιτισμός συνεχώς διακυβεύεται και παραμένει εξαρτημένος τόσο από το αποφασισμένο πολίτευμα όσο και από την ασκούμενη κάθε φορά πολιτική.


Με άλλα λόγια: η αρχαιοελληνική ανθρωπιά, σχετικό πάντα μέγεθος, είναι προπαντός τέχνη πολιτική, που προτείνει, όταν δεν επιβάλλει, κανόνες, οι οποίοι την συντηρούν και την προάγουν. Αλλιώς απειλούνται με διάλυση και οι τρεις αποφασιστικοί συντελεστές του ανθρωπολογικού προβλήματος: η πόλη, ο πολίτης και η ίδια η πολιτική. Αυτά για να μην παίζουμε αναλώσιμα ανθρωπιστικά παιχνίδια με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου.