Να παρίσταται ο πρόεδρος μιας μικρούτσικης Δημοκρατίας και να ακούει απαγγελίες σε ποιητική εκδήλωση, χωρίς μάλιστα να αποχωρεί πριν από τη λήξη, δεν είναι σύνηθες. Οι γείτονές μας όμως της πΓΔΜ το επιχειρούν: στις πρόσφατες (τέλη Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου) «Ποιητικές Βραδιές της Στρούγκας» παρέστη και ο κ. Κίρο Γκλιγκόροφ, και ο πρωθυπουργός, και ο υπουργός Πολιτισμού και άλλοι, μεταξύ των οποίων οι νομάρχες και οι δήμαρχοι ήσαν οι ευκόλως συνωθούμενοι. Ασφαλώς έχουν τους λόγους τους. Αδημονώ, λοιπόν, πότε θα καλέσει το ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων σε δείπνο ο Πρόεδρος ή ο Πρωθυπουργός της δικής μας χώρας, που έχουν επίσης τους λόγους τους για να το κάνουν.


Τέτοια μεγαλεία έχουμε να δούμε στην Ελλάδα από την εποχή των «Ποιητικών Διαγωνισμών» του δευτέρου μισού του περασμένου αιώνα. Τότε που είχε στεφανωθεί ο εξ Αχριδών (από τη Στρούγκα, οποία σύμπτωση!) Γρηγόριος Σταυρίδης στον Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό του 1860 για το ελληνοπρεπώς επικό ποίημά του «Ο Αρματολός» (εκδ. στην Αθήνα την ίδια χρονιά), για να αποκηρύξει ωστόσο αργότερα τον «σκληρόν Ελληνισμό» και να προσχωρήσει στους Βουλγάρους (ας μην εκταθούμε στους λόγους της αυτομόλησης, μη φανούμε ακαίρως αντιεκκλησιαστικοί). Το ελληνόγλωσσο έργο του ομηρόπληκτου αχριδιανού ποιητή το επανεξέδωσε με βουλγαρική παράφραση η Σόφια ενώ το μη ελληνόγλωσσο και η Σόφια και τα Σκόπια, που επίσης τον θεωρούν δικό τους. Εμείς «δεν διεκδικούμε τίποτε», μήτε καν την ελληνικότατη πρώτη (και καλύτερη) φάση του ποιητή, τη βραβευμένη από τον Α. Ραγκαβή, καθ’ ότι θίγει την εθνική ευαισθησία μας το γεγονός ότι, από εθνικόφρων Σταυρίδης που ήταν, ο ποιητής μετεστράφη οργίλος σε Παρλίτσεφ, ενώ βεβαίως όλο και θυμόμαστε τις Στροφές του καλού Ιω. Παπαδιαμαντόπουλου, που κατά τα άλλα μετεξελίχθηκε στον Γάλλο, γαλλότατο, Jean Moreas. Η Ελλάς, για να παραλλάξω την Ιρλανδία του Τζέιμς Τζόις, «είναι μια γουρούνα που τρώει τα παιδιά της». Και τα φρόνιμα και τα άτακτα. Η ευρυγώνια εθνική αντίληψη λειτουργεί «πολύ σπανίως».


Το εθνικό μοντέλο


Λοιπόν την εποχή εκείνη, και στα πλαίσια της εθνικής συγκρότησης, το μοντέλο του εθνικού ποιητή διακονήθηκε πολλαπλώς: Διονύσιος Σολωμός, Α.Ρ. Ραγκαβής (αυτός νόμιζαν πως έγραψε τον Εθνικό μας Υμνο οι μαθητές της Δυτικής Ελλάδας στη δεκαετία του 1880), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και άλλοι. «Θεμέλιον της ελληνικής ποιήσεως πρέπει να είναι η πιστή εξιστόρησις των παθημάτων και μαρτυρίων του έθνους, η διηνεκής του Ελληνισμού προς τον ξενισμόν πάλη» συμβούλευε ο Βαλαωρίτης στα «Προλεγόμενα» της Κυρα-Φροσύνης του. Το μοντέλο φορτσάριζε αναλόγως προς τις απαιτήσεις της εθνικής συγκυρίας, σε μιαν Ελλάδα μικρή, μικρότερη του δέοντος ή του αναμενομένου, όπου το αίσθημα της εθνικής υπόστασης υπέφερε από διασυνοριακές και άλλες ρευστότητες (και πώς να ήταν εδραιωμένο όταν συνέβαιναν εθνικές ταπεινώσεις σαν τον πόλεμο του 1897). Ο Παλαμάς υπήρξε ο μείζων ποιητής που σάρκωσε την παραδομένη εκδοχή του «εθνικού ποιητή», ακόμη και την ημέρα της κηδείας του, με τη θρυλική απαγγελία τού (συνεχιστή του κι από αυτήν την άποψη) Σικελιανού, στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής.


Στο μεταξύ το διαδεδομένο μοντέλο της εθνικής ποίησης τελούσε ήδη υπό ανανέωση. Το ακοίμητο κριτικό πνεύμα του Παλαμά επισημαίνει, κιόλας από το 1899, τον κίνδυνο της εθνικής μανιέρας: «Ηθογραφίαι, πατριωτισμοί, σελίδες εκ της ιστορίας και της πέριξ κοινωνίας, οσονδήποτε ζωηρά και αν είναι η βαφή των εθνικών χρωμάτων αυτών, όταν δεν είναι ταύτα απλά μέσα, ως παν μέσον, προς εκδήλωσιν της ψυχής του ποιητού (…) καταλήγουν, απλούστατα, ο άριστος τρόπος προς καλλιέργειαν και συγκομιδήν κολοκυθιών» (βλ. το διεξοδικό μελέτημα του Χ. Λ. Καράογλου «Εθνισμός και λογοτεχνική κριτική: το αίτημα της ελληνικότητας στα χρόνια του ρομαντισμού», στο τρίτο τεύχος του κυπριακού περιοδικού «Σπείρα»). Στο μεταξύ, ο εν μέρει εθνικός και εν μέρει κοσμοπολίτης Καβάφης δεν λειτουργούσε ως προφήτης και «ταγός του λαού» του: «Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται», με τον επιτονισμό στο «σοφοί». Ωστόσο, το μοντέλο του εθνικού ποιητή γνωρίζει στα ακμαία έργα του Σικελιανού τη «μέγιστη δυνατή εξέλιξή του: απορροφάται δηλαδή μέσα στον τύπο του vates (του ποιητή-προφήτη) και ιδρύει στο κέντρο του κόσμου το ποιητικό εγώ» (από το κριτικό μελέτημα του Δ. Ν. Μαρωνίτη «Ο τύπος του εθνικού ποιητή: ο αντίκτυπος του αλβανικού έπους στην ποίησή μας», στον τόμο «Οροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη», Κέδρος 1980).


Οι φίλοι μας τής πΓΔΜ εργάζονται για να συγκροτήσουν εθνική κουλτούρα και βεβαίως την παντοτινή πεμπτουσία της, την εθνική ποίηση. Μπορούν να ευοδωθούν τέτοιοι στόχοι, όχι πια στον 19ο αλλά στο τέλος του 20ού αιώνα; Δεν είναι λίγοι που το αμφισβητούν, ωστόσο «η απόδειξη της πουτίγκας είναι να τη φας», είπαν οι Αγγλοι. Από την άλλη, οι αμηχανίες δεν λείπουν, όπως λ.χ. το ποίημα που ακούστηκε πρώτα στο βουλγαρικό πρωτότυπο, για να απαγγελθεί κατόπιν και στη «μακεδονική μετάφρασή» του. Σε τούτες τις «Ποιητικές Βραδιές της Στρούγκας», πάντως, που σημειωτέον έχουν παράδοση δεκαετιών και έχουν τιμήσει και σπουδαίους έλληνες και κύπριους ποιητές κατά το γιουγκοσλαβικό παρελθόν τους (Γ. Ρίτσος κ.ά.), ο ποιητής που τιμήθηκε φέτος με τον «χρυσό στέφανο» δεν ήταν πολίτης τής πΓΔΜ παρά ο αγαθός κινέζος πρεσβύτης Λου Γιουάν, ο καλύτερος σύγχρονος σύμφωνα με την ανακοινωθείσα κινεζική κριτική. Συνολικά, περισσότεροι από 80 ποιητές, από όλες τις ηπείρους, φιλοξενήθηκαν απλώς ή απήγγειλαν στη Στρούγκα. Πέραν της στεφανηφορίας και του αφιερωματικού και πολύγλωσσου ποιητικού τόμου που τη συνόδεψε, διανεμήθηκε και ένας τόμος με τη «Σπάνσκα Ποεζία να ΧΧ βεκ», ήτοι την ισπανική ποίηση του 20ού αιώνα, καθώς και ένα ευμέγεθες τεύχος του δίγλωσσου (και στα αγγλικά) «Οκο» (= οφθαλμού), όπου ενοφθαλμίζονται οι καλύτεροι ποιητές και πεζογράφοι της γείτονος. Συμπέρασμα: οι ιθύνοντες της πΓΔΜ προωθούν την εθνική τους υποστασίωση μέσω της θεσμικής εμπέδωσης στη διεθνή κοινότητα.


Η ελληνική πλευρά


Πώς απαντά η Ελλάς; Οι βαλκανικοί μας θεσμοί, συγγραφικοί και εκδοτικοί, οσημέραι πληθύνονται και πολλά νέα ανοίγματα επιχειρούνται από ποικιλώνυμους φορείς πολιτισμού. Χρονικά παράλληλα προς τις εκδηλώσεις των ωραίων Αχριδών ήσαν το σοβαρό «Εργαστήρι των Βαλκάνιων Συγγραφέων και Μεταφραστών» αφενός, που διερεύνησε τα ζωτικά συγγραφικά ζητήματα στην Αλεξανδρούπολη, επί σκοπώ «να υπερβεί τη συνήθη διάκριση μεταξύ ασθενών και ισχυρών γλωσσών στη λογοτεχνία», υποστηριζόμενο από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και τη Νομαρχία Εβρου, και οι συγκριτικά ελαφρότερες βαλκανικές απαγγελίες των Πρεσπών (Βαλκανικό Ασυλο Ποίησης και Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης), όπου μεταξύ των άλλων ο γιουγκοσλάβος ποιητής Ιβάν Γκατζάνσκι διάβασε τη «Μοίρα των Βαλκανίων» (το ποίημα έχει από καιρό μεταφρασθεί στα μεστά ελληνικά της Ελλης Σκοπετέα), ποίημα που δίνει νομίζω την αφαιρετική, κι άρα απαισιόδοξη, εκδοχή της βαλκανικά αισιόδοξης «Μπαλκανικής Συμπολιτείας» του Παλαμά, της οποίας πρόγονος είναι ο ευρωβαλκανικά αισιόδοξος «Θούριος» του Ρήγα Βελεστινλή.


Είναι εύκολο να μιλούμε για τα «οράματα» και τις «ελλείψεις» που συχνά δεν είναι άλλο από ονειρώξεις και γκρίνιες θολές. Θα εκθέσω την άποψή μου για το βαλκανικό λογοτεχνικό μέλλον συνοπτικά. Μέσα από τους βαλκανικούς θεσμούς (των οποίων τη σημασία η σημερινή ηγεσία του ΥΠΠΟ κατανοεί απολύτως και για τούτο προωθεί) και τις αναπότρεπτες λαϊκές εκδηλώσεις τους, όλοι, φορείς και μη, οι περί Βαλκάνια τυρβαζόμενοι χρωστάμε να προσέχουμε τις διακριτές δραστηριότητες: για παράδειγμα, άλλο η μυθιστορηματική συγγραφή, άλλο οι ποιητικές απαγγελίες, άλλο η μετάφραση μιας έμμετρης ριμάδας και άλλο η προώθηση του εντύπου. Δεύτερον, να δώσουμε ακόμη περισσότερη έμφαση στην εκτός Ελλάδος βαλκανική μας παρουσία (σκόρπιες προτάσεις: το ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων εκδράμει στα Σκόπια, εκδοτικός οίκος ιδρύεται στη στρατηγικά βαλκανική Βιέννη, βιβλιοπωλείο ανοίγει στο Πλόβντιβ, διαβαλκανική λογοτεχνική εκπομπή παίζεται στην τηλεόραση του Βελιγραδίου κ.ο.κ.).


Επίσης πρέπει να σταθμίζουμε τους ελλοχεύοντες κινδύνους του οργανωτισμού, από τον οποίο κοντεύει ο πολιτιστικός βίος να γίνει ανιαρός: όταν λέμε να πάει το ΔΣ των συγγραφέων μας στα Σκόπια, εννοούμε χωρίς τα γνωστά ντοσιεδίστικα άλλοθι: κουβεντιάζοντας οι συγγραφείς, ας μη μοιάζουν με τραπεζικούς απαράμιλλα σεμιναριαζομένους. «Τάχα τούτο δεν αρκεί;», καθώς θα αναφωνούσε ο Παπαδιαμάντης. Τα σπουδαία θα ειπωθούν έτσι ή αλλιώς ενώ ο υπερβολικός προγραμματισμός προξενεί συχνά φθορές στα ουσιώδη. Γι’ αυτό πρέπει να υιοθετήσουμε τη λογική του μπαλζακικού γάμου και όχι του ιπποτικού ειδυλλίου: να γίνονται απλές επαφές σε πρώτη φάση που αργότερα τις κάνουμε συνθετότερες. Δεν θα αργοπορήσουμε διόλου. Οποιος νιώθει λίγο τη χερσόνησο, γνωρίζει ότι εδώ η ευθεία είναι η μακρότερη διαδρομή. Εξάλλου, μην ξεχνούμε ότι στα οργανωτικά οι επίλοιποι Βαλκάνιοι εξακολουθούν να είναι πιο έμπειροι καθώς διατηρείται εκεί η τεχνογνωσία και η υποδομή που κληροδότησε ο «μισοπραγματικός, μισογυρνάμενος» σοσιαλισμός τους: κατέληξαν στην πολιτιστική πλήξη.


«Η χώρα μου» και «η χώρα σας»


Τέλος, το κυριότερο, «η τέχνη δεν έχει σύνορα», οι καλλιτέχνες όμως έχουν διαβατήρια. Τούτο σημαίνει ότι οι διασυγγραφικές και οι παρεμφερείς συναντήσεις ασφαλώς και δεν πρέπει μήτε να προκαλούν, μήτε να οξύνουν τα βαλκανικά προβλήματα, όχι όμως και να κρύψουμε το κεφάλι στην άμμο. Οταν ο τάδε προσκληθείς συγγραφέας είναι «από την Τουρκία» και ο μήδε «από την Αλβανία», υποτυπώδες τακτ επιβάλλει να πούμε ή να γράψουμε πως ο δείνα είναι «από την πΓΔΜ» και όχι «από τα Σκόπια», καθ’ ότι μπορεί κάλλιστα να ζει στη Ρέσνα. (Κατά την αυγουστιάτικη επίσκεψή του στα εφετεινά «Πρέσπεια», που ήσαν αφιερωμένα στους Ολυμπιακούς του 2004, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της πΓΔΜ ενάλλαζε ευγενώς και προσφυώς στον χαιρετισμό του τις φράσεις «η χώρα μου», και «η χώρα σας», πράγμα που ασφαλώς θα επρόσεξαν οι υπουργοί μας Ευ. Γιαννόπουλος, Ευ. Βενιζέλος, Γ. Ρωμαίος, Α. Φούρας, ο δήμαρχος των Αθηναίων Δ. Αβραμόπουλος, οι έλληνες ολυμπιονίκες και όλοι όσοι άκουγαν). Αλλά η τέχνη μονάχα έχει το ακριβό χάρισμα να δίνει την «άφεση έναντι των πραγμάτων» και ο συγγραφέας δύναται (είναι μέρος της αποστολής του) να δημιουργεί τούτη την «άφεση» με το έργο αλλά και με τον προφορικό λόγο του ­ φτάνει μονάχα να μην αποξεχαστεί και παίξει τον άτυπο υπουργό Εξωτερικών της χώρας του…


Η ποίηση, προπάντων, είναι μια χωριστή ιστορία. Δεν κινδυνεύει από τις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» όσο λ.χ. η μουσική. (Εξάλλου, επειδή η προφορικότητά της έχει στη σύγχρονη κοινωνία εκφυλισθεί, ακούγεται συχνά ανιαρή, εκτός όταν απαγγέλλει θεσπέσια τον Δάντη ο Βιτόριο Γκάσμαν). Αξίζει πάντως να θυμηθούμε εδώ την απόφανση του Μαρξ, που τη συνοψίζω αυθαίρετα: «Το μόνο αντικαπιταλιστικό πράγμα είναι η ποίηση». Από τη φύση της, σκέφτομαι, είναι προκαπιταλιστική και ίσως στο μέλλον ξανατύχει σε ευνοϊκή κοινωνική συνθήκη. Ως τότε ας είμαστε εφεκτικοί. Θα τελειώσω με δυο στίχους της σύγχρονης βουλγάρας ποιήτριας Μιλένας Λίλοβα που μεταφράστηκαν με φόντο τις λίμνες των Πρεσπών:


Η ζωή μου κατάντησε ανιαρή


σαν πόλη που δεν έχει ποτάμι.


Κι αλήθεια, η Βαλκανική, χωρίς ποτάμια να κυλούν στις «μέχρι παθήσεως αισθητικές» λίμνες της, θα έμοιαζε «ξεβαμμένο ξενοδοχείο, με άσταχτες κάνουλες και ξεραμένες».


Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής της Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του ΑΠΘ.