Μέρισμα για την χρήση του 2016, αποφάσισε να διανείμει προς τους μετόχους της η Electronet στη γενική συνέλευση της εταιρείας, για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια. Ο δανεισμός της εταιρείας παραμένει μηδενικός και η ρευστότητα ενισχύεται για αυτό και η διοίκηση της αλυσίδας αποφάσισε να προχωρήσει στη διανομή μερίσματος.
Η Electronet σε όλη την διάρκεια της κρίσης είχε κερδοφόρες χρήσεις, κάτι που ελάχιστες επιχειρήσεις στη χώρα το έχουν καταφέρει. Σύμφωνα με τη διοίκηση, αυτό συνέβη γιατί τα κόστη λειτουργίας περιορίστηκαν με σημαντικές παρεμβάσεις σε διαφόρους τομείς, ενώ ταυτόχρονα η εταιρεία κατόρθωσε να επιτύχει καλύτερες συμφωνίες με τους προμηθευτές.
Να σημειωθεί ότι ο περιορισμός των δαπανών λειτουργίας της Electronet δεν περιελάμβανε παρεμβάσεις στο μισθολογικό κόστος. Αντιθέτως, μάλιστα ο αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση αυξήθηκε.
Το 2016 –χρονιά που η Electronet γιόρτασε τα 20 χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά ηλεκτρικών ειδών-
ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 57,15 εκατ. έναντι 55,75 εκατ. το 2015, σημειώνοντας αύξηση της τάξεως του 2,5%. Τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 500 χιλ. ευρώ έναντι 427 χιλ. ευρώ το 2015 (+17%).
Η καθαρή θέση της Electronet διαμορφώθηκε σε 6,911 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου του 2016, έναντι 6,725 εκατ. την αντίστοιχη ημερομηνία του 2015.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το 2016 η Electronet διατήρησε τα μερίδια που αγοράς που είχε, στις περισσότερες κατηγορίες.
Για το 2017 οι στόχοι της εταιρείας παραμένουν σταθεροί:
·Επιλεκτική, υγιής χρηματοοικονομικά, ανάπτυξη σε γεωγραφικές περιοχές που δεν γειτνιάζουν με υφιστάμενες επιχειρήσεις μέλη της.
·Διατήρηση ή και αύξηση των μεριδίων αγοράς με έμφαση στον κλάδο πληροφορικής και τηλεφωνίας, όπου υπάρχει τεράστια δυνατότητα ανάπτυξης.
·Περαιτέρω προώθηση της εταιρικής και προϊοντικής παρουσίας της Electronet, μέσω των social media, συμπληρωματικά από την προώθηση μέσω των παραδοσιακών μέσων όπως είναι η τηλεόραση, ή τα φυλλάδια.
·Περαιτέρω ενίσχυση του e-shop της.
Το δίκτυο των καταστημάτων της εταιρείας σήμερα ανέρχεται σε 80, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να βρίσκονται στην περιφέρεια από όπου και προέρχεται το 85% του τζίρου.