Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της ελληνικής κυβέρνησης ώστε η τέταρτη αξιολόγηση να επισφραγιστεί με μια συμφωνία για τη μετάβαση της χώρας σε μια οικονομία που θα παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας παρουσιάστηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Γιώργο Χουλιαράκη στο EuroWorking Group. Οι δανειστές δεν ενθουσιάστηκαν με το πρόγραμμα υπό τον τίτλο «Holistic Growth Strategy for the Future», αν και παραδέχθηκαν πως κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και αποτελεί βάση συζήτησης.
Εκεί διατυπώθηκαν οι πρώτες ενστάσεις.
Το χαρακτήρισαν γενικόλογο, μη κοστολογημένο και, κυρίως, επισήμαναν ότι δεν απαντά στο μεγάλο ερώτημα για το πώς θα χρηματοδοτηθεί το επενδυτικό κενό που προκάλεσε η κρίση.
Οι θεσμοί μετά την παρουσίαση παρέλαβαν το σχέδιο, θα κάνουν τα σχόλια τους και σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση θα συμπληρωθεί ώστε να παρουσιαστεί από τον υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο στο Eurogroup που θα συνεδριάσει στη Σόφια στις 27 Απριλίου.
Το σχέδιο για την επόμενη μεταμνημονιακή μέρα, εγείρει δύο βασικά πολιτικά ζητήματα:
Πρώτον, δεσμεύει τη χώρα ως το 2022, όταν όλοι γνωρίζουν πως το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 2019 θα έχουμε εκλογές και ενδεχομένως αλλαγή κυβέρνησης. Αρα οι θεσμοί θέλουν εξασφαλίσεις ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις που προβλέπει το πρόγραμμα δεν θα ανατραπούν.
Δεύτερον, η φιλοδοξία της κυβέρνησης είναι το σχέδιο αυτό να αποτελέσει το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές, όποτε γίνουν. Και εδώ έχουμε βεβαίως τις βάσιμες ενστάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και του ΣΕΒ, ο οποίος πέρα από την κάλυψη του επενδυτικού κενού θέτει ευθέως και το ζήτημα της μείωσης των φορολογικών βαρών. Σε ό,τι αφορά τους φόρους, υπενθυμίζεται πως η μοναδική δέσμευση του κ. Τσακαλώτου είναι η συμφωνία της τρίτης αξιολόγησης να μειωθεί ο φόρος των κερδών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες (από 29% σε 26%) από το 2020, ως αντίμετρο στην περικοπή των συντάξεων και στη μείωση του αφορολογήτου.
Δεν είναι τυχαίο πως όταν ερωτήθηκε ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας για το αναπτυξιακό σχέδιο απάντησε ότι, ως σύνδεσμος, «δεν είχαμε κάποια συζήτηση και συμμετοχή, ούτε εισακούστηκαν οι προτάσεις που υπoβάλαμε».

Να μη μείνουν στα χαρτιά οι μεταρρυθμίσεις

Σύμφωνα με τον κ. Φέσσα, όλες οι χώρες του κόσμου έχουν κάνει κάτι στον τομέα προσέλκυσης επενδύσεων και τόνισε ότι «όλες οι συνταγές είναι γνωστές και είναι εδώ». Επισήμανε μάλιστα ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να δεχθεί επενδύσεις, καθώς οι τιμές των assets είναι χαμηλές. Αρκεί οι μεταρρυθμίσεις να μη μείνουν στα χαρτιά.
Ο ΣΕΒ μεταξύ άλλων ζητεί: μείωση 25% του βάρους που επιφέρουν τα εμπόδια και η γραφειοκρατία ως το 2020, μείωση 35% του χρόνου επίλυσης δικαστικών (διοικητικών) διαφορών ως το 2020, μείωση 30% του χρόνου αδειοδότησης ως το 2020, μείωση 30% του εταιρικού φόρου (άμεσα ή έμμεσα) στις νέες επενδύσεις και απλοποίηση των φορολογικών διαδικασιών.
Πάντως, οι θεσμοί μελετώντας το «ολιστικό» σχέδιο της κυβέρνησης για τη μεταμνημονιακή περίοδο ζήτησαν περισσότερα στοιχεία για την πάταξη της φοροδιαφυγής, τις μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα και τις αποκρατικοποιήσεις. Για τις αποκρατικοποιήσεις οι δανειστές είναι ιδιαίτερα σχολαστικοί και απαίτησαν σαφές χρονοδιάγραμμα και στόχους εισπράξεων, διαμηνύοντας πως από την επιτυχία που θα έχουν οι ιδιωτικοποιήσεις θα εξαρτηθούν και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Δυσκολίες αντιμετωπίζει το σχέδιο της κυβέρνησης για την επόμενη μέρα και στο θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού, που έχει εξελιχθεί σε βασικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δανειστές στο αίτημα της αύξησης αντέτειναν ότι η αύξηση του μισθού θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με την αύξηση της παραγωγικότητας μιας επιχείρησης.
Επίσης στο σχέδιο της κυβέρνησης αναφέρεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ θα ξεπερνά το 2% ετησίως ως το 2022.

Μεγάλο αγκάθι παραμένει η χρηματοδότηση

Μεγάλο αγκάθι παραμένει η χρηματοδότηση του αναπτυξιακού σχεδίου. Το επενδυτικό κενό υπολογίζεται μεταξύ 80 και 110 δισ. ευρώ και είναι πολλαπλάσιο των διαθέσιμων δημόσιων πόρων, όπως π.χ. ΕΣΠΑ, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αναπτυξιακός νόμος ή άλλα επενδυτικά εργαλεία. Επομένως, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι τα επόμενα χρόνια θα πραγματοποιηθεί ένας πολύ σημαντικός αριθμός ιδιωτικών επενδύσεων στη χώρα –προερχόμενων από την Ελλάδα και το εξωτερικό -, ώστε να καταστεί εφικτή η αντιστροφή της τάσης αποεπένδυσης και να ξαναβρεθεί η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική οικονομία διαχρονικά δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό και βασίζεται κατά 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων. Οι θεσμοί υποστηρίζουν την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων γιατί μέσω αυτών εξασφαλίζονται διαφανείς εταιρικοί τρόποι διακυβέρνησης. Παράλληλα, η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα μέσα από τη μείωση των «κόκκινων» δανείων θα απελευθερώσει χρηματοδοτικούς πόρους και τους υπεύθυνους οφειλέτες ώστε να επανέλθουν σε παραγωγικές δραστηριότητες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ