Ο ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι τις τελευταίες εβδομάδες είναι εξαιρετικά φειδωλός, τόσο στις δημόσιες τοποθετήσεις του όσο και σε ιδιωτικές συζητήσεις, στις εκτιμήσεις που διατυπώνει για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οσες φορές κι αν προσπάθησαν κορυφαία στελέχη των τεσσάρων συστημικών ομίλων να εκμαιεύσουν μια πρόβλεψη για το πώς… πάνε τα εν εξελίξει stress tests, ο διοικητής της ΕΚΤ ήταν σφίγγα. «Θα ξέρετε σε έναν μήνα» είναι η απάντηση που μονότονα δίνει, υπογραμμίζοντας με κάθε ευκαιρία την ανεξαρτησία του SSM, που είναι υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των ασκήσεων προσομοίωσης.
Ανώτατη κοινοτική πηγή, που γνωρίζει τις διεργασίες που γίνονται είναι πάντως κατηγορηματική: «Δεν θα προκύψει κάτι κρίσιμο που θα αλλάξει τις ισορροπίες στο ελληνικό banking. Το πολύ-πολύ κάποιες τράπεζες με χαμηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στο κακό σενάριο της δοκιμασίας να υποχρεωθούν να καταρτίσουν ένα πλάνο κεφαλαιακής ενίσχυσης, το οποίο θα κληθούν να εκτελέσουν σε εύλογο βάθος χρόνου, που δεν θα πλήξει τουλάχιστον στην παρούσα φάση τους μετόχους τους».

Μοχλός πίεσης

Ο ίδιος παράγοντας σημειώνει πως το θέμα δεν είναι τα stress tests. Οπως εξηγεί, «ο βασικός στόχος πρέπει να είναι ο εντοπισμός των στρατηγικών κακοπληρωτών, ώστε να γίνει για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης μια αξιόπιστη εκτίμηση της περιμέτρου των «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα. Αυτών που δημιουργήθηκαν λόγω πραγματικής αδυναμίας των οφειλετών. Ετσι μόνο θα αποκτήσουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος, ώστε να ληφθούν οι αποφάσεις για την οριστική εξάλειψή του».

Μονόδρομος

Οπως επισημαίνει σχετικά αξιόπιστη πηγή, η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη, κάποια στιγμή μέσα στην ερχόμενη πενταετία, καθιστά μονόδρομο για τους ελληνικούς ομίλους την εξυγίανση των ισολογισμών τους. «Για να υπάρξει ένα πανευρωπαϊκό σύστημα προστασίας καταθέσεων, δηλαδή ο γερμανός καταθέτης να εγγυηθεί και τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, θα πρέπει οι τελευταίες να μειώσουν τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων στα επίπεδα τουλάχιστον του 10%. Εκεί εκτιμώ ότι θα κλειδώσει το όριο εισόδου μιας τράπεζας στη νέα ένωση, με βάση τις ανεπίσημες συζητήσεις που διεξάγονται στην παρούσα φάση» υποστηρίζει σχετικά.
Προσθέτει ωστόσο ότι «όσο καλά κι αν τρέξει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια, ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί το λιγότερο σε έξι-επτά χρόνια. Για τη λειτουργία της τραπεζικής ένωσης, π.χ. το 2023, τα πάντα θα πρέπει να είναι έτοιμα έναν-ενάμιση χρόνο νωρίτερα. Ως εκ τούτου, τα χρονικά περιθώρια που έχουν οι τράπεζες είναι περιορισμένα, με δεδομένο ότι σχεδόν τα μισά δάνεια στην Ελλάδα είναι σήμερα προβληματικά» υπογραμμίζει ο ίδιος.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι κάποια στιγμή από το 2019 και μετά, αφού έχουν ολοκληρωθεί η χαρτογράφηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η εκτέλεση των επιχειρησιακών σχεδίων αποκλιμάκωσής τους, θα αρχίσει η ουσιαστική συζήτηση για την επίλυση του προβλήματος.
Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την ενεργοποίηση κρατικών ή ιδιωτικών κεφαλαίων ή συνδυασμό τους. Μόνο τυχαία δεν είναι η δημοσιοποίηση των κατευθυντήριων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ίδρυση bad bank, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή του Δημοσίου σε αυτήν.

Ασκήσεις ετοιμότητας

Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών θεωρούν ότι δύσκολα θα προκύψουν κρίσιμα κενά στην κεφαλαιακή τους επάρκεια μέσω της διαδικασίας των stress tests. Οπως επισημαίνουν, ο ελληνικός κλάδος ανακεφαλαιοποιήθηκε επιτυχώς το 2015, στη βάση των πολύ αυστηρών και ακραίων υποθέσεων.

«Σήμερα, με πολύ καλύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον, εάν ο SSM έβλεπε σημαντικά κεφαλαιακά ελλείμματα, θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι πριν από τρία χρόνια δεν είχε κάνει καλά τη δουλειά του»
τονίζει αναλυτής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς. Σύμφωνα με προσομοίωση που έχει πραγματοποιήσει συστημικός όμιλος, με πολύ συντηρητικές παραδοχές ως προς την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων (αύξηση 30 δισ. ευρώ) και ως προς την πορεία των προ προβλέψεων αποτελεσμάτων (μείωση 25%) για την επόμενη τριετία, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας δύο τραπεζών περνά με άνεση τον πήχη του 6%, που έχει αποτελέσει σε παλαιότερα stress tests το κριτήριο βιωσιμότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Στο δυσμενές σενάριο

Από την άλλη πλευρά, στο δυσμενές σενάριο, στις άλλες δύο τράπεζες ο ίδιος δείκτης υποχωρεί κάτω του 6%, αποτυπώνοντας συνολικό έλλειμμα της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, εκτιμάται ότι πολύ δύσκολα ο SSM θα τις υποχρέωνε να διενεργήσουν αυξήσεις κεφαλαίου άμεσα. Απλώς θα τους ζητηθεί να παρουσιάσουν πλάνα κεφαλαιακής ενίσχυσης, τα οποία θα μπορούν να καλυφθούν και με άλλους τρόπους, όπως με μετατρέψιμα ομόλογα ή με την πώληση ενήμερων δανειακών χαρτοφυλακίων, ώστε να μειωθεί το ενεργητικό τους, χωρίς να καταγραφούν ζημιές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ