Με την κατάθεση του σκληρού προυπολογισμού του 2018 που προβλέπει ότι το επόμενο έτος το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 3,5% του ΑΕΠ – επίπεδο που θα πρέπει να διατηρηθεί και τα τέσσερα επόμενα χρόνια (ως το 2022) – και τις νομοθετικές παρεμβάσεις που θα ακολουθήσουν για την ανακατονομή και τις περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων (για τα παιδιά, τους πολύτεκνους, τους αναπήρους και το ΕΚΑΣ) κλείνουν τα δημοσιονομικά μέτρα της τρίτης αξιολόγησης και του τρίτου μνημονίου.

Κι αυτό καθώς όλα τα άλλα μέτρα που προβλέπει το πρόγραμμα για το 2019 που θα οδηγήσουν σε περικοπές συντάξεων κατά 1,8 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ) με βάση το νόμο Κατρούγκαλου και η νέα μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2020, έχουν ήδη ψηφιστεί και θα εφαρμοστούν αυτόματα όταν θα φτάσει ο χρόνος εφαρμογής.
Ετσι εκ των πραγμάτων το βάρος για να κλείσει η τρέχουσα και η επόμενη (τέταρτη και τελευταία) αξιολόγηση πέφτει στις μεταρρυθμίσεις του χρηματοοικονομικού τομέα που δεν είναι άλλες από τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων» που εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγάλη πληγή του τραπεζικού συστήματος και οι αλλαγές στη διακυβέρνηση των τραπεζών που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε αλλαγές προσώπων και στις διαρθρωτικές αλλαγές που υπάρχουν ήδη σοβαρές καθυστερήσεις.
Πρώτη στη λίστα των αλλαγών αυτών είναι η αλλαγή του πλαισίου για τις απεργίες και του συνδικαλιστικού νόμου και ακολουθεί η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ (γνωστή ως «μικρή ΔΕΗ») που βρίσκεται σε εκκρεμμότητα από το δεύτερο μνημόνιο.
Το πλαίσιο αυτό που στην ουσία συνιστά «οδικό χάρτη» για να φτάσει η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2018 επιτυχώς στο τέλος του τρέχοντος μνημονίου περιγράφεται στα ενημερωτικά έγγραφα της Ευρωπαικής Επιτροπής η οποία μετά τον τελευταίο έλεγχο της ελληνικής οικονομίας εκτιμά ότι το 2018 το ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμό 2,5% και η ανεργία που παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα θα υποχωρήσει στο 20,4%.
Ομως αυτή η εξέλιξη δεν θεωρείται από τις Βρυξέλλες ικανή να δημιουργήσει συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα η οποία παράλληλα θα πρέπει να κινείται έτσι ώστε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Ετσι η «πλήρης εφαρμογή» του τρέχοντος προγράμματος με τη χρηματοδότηση του ESM και η υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών είναι «προαπαιτούμενο» για τα επόμενα βήματα της οικονομίας και της χώρας πρός την έξοδο από τα μνημόνια.
Οι αλλαγές που εκκρεμούν
Σύμφωνα με ευρωπαικές πηγές οι διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να υλοποιηθούν ως το καλοκαίρι είναι η προώθηση των μεγάλων επενδύσεων, αλλά και η ολοκλήρωση του πλάνου των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.
Η περαιτέρω ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών της χώρας με ιδιαίτερο βάρος τη στελέχωση και ενδυνάμωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα. Ο κανόνας της μικρότερης αναλογίας προσλήψεων σε σχέση με τις αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης (σήμερα είναι πέντε πρός ένα) θεωρείται απαραίτητο να εφαρμοστεί και στο μέλλον, με τους δανειστές να αναγνωρίζουν πάντως η Ελλάδα μείωσε τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων κατά 24% ή περίπου 260.000 άτομα στα χρόνια των μνημονίων και το μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέ ακατά 30%.
Η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, το οποίο μέχρι στιγμής καλύπτει το 27% της επιφάνειας της χώρας όταν ο στόχος είναι να καλύψει το 100% της χώρας μέχρι το 2020.
Σε αυτό το πλαίσιο ελέγχου και αξιολόγησης θα κινηθούν οι θεσμοί που αναμένονται στην Αθήνα την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου προκειμένου να κλείσει σε τεχνικό επίπεδο η τρίτη αξιολόγηση.