Με την κυβέρνηση να δείχνει έτοιμη να κλείσει τη συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο τις επόμενες ημέρες και τη Βουλή να ψηφίζει τα συμφωνηθέντα μέτρα ως τα μέσα του ερχόμενου μήνα, ώστε το deal να ολοκληρωθεί στο Eurogroup της 22ας Μαΐου, ξένες τράπεζες εκτιμούν πως η Ελλάδα θα τα καταφέρει καλύπτοντας τις μεγάλες αποπληρωμές χρέους του ερχόμενου Ιουλίου.
Παράλληλα, το ΔΝΤ θα συμμετέχει επίσης με κάποια μορφή στο ελληνικό πρόγραμμα, αφού το ΕΝΤ (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο) δείχνει να αργεί ακόμη.

Συμφωνία τον Μάιο «βλέπει» και ο επικεφαλής του Eurogroup, προσθέτοντας ότι πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ενώ αναφερόμενος στον ρόλο του ταμείου διάσωσης της ευρωζώνης, του ESM, είπε ότι θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο ανάλογο του ΔΝΤ, ώστε να ενισχυθεί η ευρωζώνη.
Οι εξελίξεις αποτυπώθηκαν και στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, ενώ τα μάτια στρέφονται σταδιακά και στις αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το ερχόμενο καλοκαίρι, το οποίο όμως μπορεί να μεταβληθεί, καθώς μετά τις γαλλικές εκλογές το ρίσκο στην ευρωζώνη δείχνει να περιορίζεται.

Δεσμεύσεις για το χρέος
Για τη Citigroup, μετά την ψήφιση των μέτρων, ορισμένες πρόσθετες δεσμεύσεις ελάφρυνσης του χρέους από τους ευρωπαίους πιστωτές θα συμφωνηθούν, ενώ τα καλύτερα από το αναμενόμενο δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2016 και η ενδεχομένως πιο ευνοϊκή στάση του ΔΝΤ αυξάνουν τις πιθανότητες να επιτευχθεί συμφωνία στις 22 Μαΐου και η επόμενη δόση να εκταμιευθεί τον Ιούνιο και σε κάθε περίπτωση πριν από τις μεγάλες αποπληρωμές χρέους του Ιουλίου.

Ωστόσο, αυτό πιθανότατα δεν θα είναι το τελευταίο επεισόδιο του επταετούς έπους της ελληνικής διάσωσης, καθώς η πραγματική επιστροφή στις αγορές πριν από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος διάσωσης, το καλοκαίρι του 2018, φαίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Με ώθηση από το γενικότερο κλίμα ευφορίας στις αγορές που προκαλεί το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών, αλλά και από την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, τα ελληνικά ομόλογα σημείωσαν δυναμικό ράλι, υπεραποδίδοντας όλων των υπόλοιπων ομολόγων στην Ευρώπη. Οι αποδόσεις των 10ετών τίτλων αποκλιμακώθηκαν ως το 6,2%, στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2014 (οι αποδόσεις μειώνονται όταν οι τιμές αυξάνονται), μετά και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος-έκπληξη, με τους οικονομολόγους να είναι επιφυλακτικοί για τις δυνατότητες της χώρας να διατηρήσει τις επιδόσεις αυτές για κάποια χρόνια.
Η συμφωνία θα έλυνε πάντως και τα χέρια της ΕΚΤ για την ποσοτική χαλάρωση, αλλά στην αγορά υποστηρίζεται ότι δεν πρέπει να περιμένουμε μεγάλα οφέλη από αυτήν.

Ακόμη και αν η ΕΚΤ αρχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου το καλοκαίρι, το spread θα μειωθεί ελαφρά και τη ρευστότητα θα καρπωθούν τα ξένα funds που κατέχουν τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών ομολόγων που διακινούνται στη δευτερογενή αγορά. Το ύψος των ελληνικών ομολόγων που είναι επιλέξιμα για ένταξη στο QE κυμαίνεται πάντως σε περίπου 3 δισ. ευρώ –ποσό που μπορεί να καλύψει άνετα η ΕΚΤ μέσα σε δύο-τρεις μήνες.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, το κλίμα στην οικονομία σαφώς θα βελτιωθεί, όπως και η ρευστότητα των τραπεζών, αλλά και η δυνατότητα ορισμένων μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων να δανειστούν με λογικό επιτόκιο. Το QE θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αναφέρουν οι αναλυτές.

Αγορές τίτλων
Θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε επιπρόσθετες αγορές ελληνικών κρατικών τίτλων και άλλων στοιχείων ενεργητικού από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα, ευκολότερη (και φθηνότερη) πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών και άλλων εγχώριων επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στις διεθνείς αγορές για την άντληση ρευστότητας και κεφαλαίων, καθώς και σε βελτίωση του περιβάλλοντος για άμεσες ξένες επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία λόγω της υποχώρησης του κινδύνου χώρας (country risk). Επίσης μια ένταξη στο QE θα αυξήσει τις πιθανότητες ότι η Ελλάδα θα είναι σε καλύτερη θέση να προσεγγίσει τις κεφαλαιαγορές, ώστε να χρηματοδοτηθεί πριν από τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον επόμενο Αύγουστο. Ωστόσο οι αναλυτές πιστεύουν ότι η ωρίμαση και οι όροι χρηματοδότησης δεν θα είναι τόσο ευνοϊκοί όσο αυτοί που απολαμβάνει σήμερα η Ελλάδα μέσω της επίσημης στήριξης.

Να σημειωθεί ότι μεγάλες διεθνείς τράπεζες εκτιμούν πως η ΕΚΤ θα διατηρήσει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων ύψους 60 δισ. ευρώ ως το τέλος το 2017, αλλά από τον Ιανουάριο του ερχόμενου έτους το ύψος των μηνιαίων αγορών θα μειώνεται σταδιακά ως την ολοκλήρωση του προγράμματος σε διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών. Επίσης τα επιτόκια καταθέσεων που σήμερα βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος θα μπορούσαν να κινηθούν ανοδικά, ώστε να περιοριστούν οι αντιδράσεις των Γερμανών που βλέπουν τις καταθέσεις τους να μειώνονται.

Οίκοι αξιολόγησης εκτιμούν επίσης πως ακόμη και μετά τη συμφωνία δεν αναμένεται αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, κάτι που θα μπορούσε να υποβοηθήσει στη μείωση του κόστους χρήματος για τη χώρα. Θεωρούν, δε, πως για να μπορέσει η Ελλάδα να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες αυτόνομα από τις αγορές και όχι μέσω κάποιων δοκιμαστικών εκδόσεων θα πρέπει η οικονομία να γυρίσει για αρκετά τρίμηνα σε περιβάλλον διατηρήσιμης ανάπτυξης, ενώ χωρίς μια τελική λύση για το χρέος δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμη και ένα τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης. Οι όποιες προσπάθειες εξόδου της Ελλάδας στις αγορές με ένα δοκιμαστικό ομόλογο τριετίας ή πενταετίας με εύλογο επιτόκιο απαιτούν σημαντική βελτίωση του οικονομικού κλίματος, ενώ για να είναι ικανοποιητική η κάλυψη των αναγκών της χώρας από τον εξωτερικό δανεισμό θα πρέπει για μια μακρά περίοδο να έχει την εγγύηση του ESM, ώστε να είναι ανταγωνιστικά τα επιτόκια των ομολόγων που θα εκδοθούν, αναφέρουν και αναλυτές διεθνών τραπεζών.

Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη

Οι οικονομολόγοι διεθνών τραπεζών έχουν μειώσει τις προβλέψεις τους για την ελληνική ανάπτυξη το 2017 στην περιοχή του 1,5% (αρχίζουν από 0,1% της Citi και φθάνουν στο 2% της UBS) όπως είναι και η πρόβλεψη του ΙΟΒΕ έναντι 2,2% της νέας πρόβλεψης του ΔΝΤ. Βέβαια, η επιστροφή της χώρας σε πληθωρισμό θα ενισχύσει το ονομαστικό ΑΕΠ.

Η καθυστέρηση της αξιολόγησης και η παράταση της αβεβαιότητας έχουν σημαντικό κόστος, επηρεάζοντας την επιχειρηματική και την καταναλωτική εμπιστοσύνη, κατ’ επέκταση και την ανάκαμψη της οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ