Η μεγάλη άνοδος των φορολογικών συντελεστών ευνόησε ακόμη περισσότερο τη στροφή στην παραοικονομία καθώς ενίσχυσε έτι περαιτέρω τα κίνητρα για φοροδιαφυγή, αναφέρει σε νέα της έκκθεση η Alpha Bank.

Διαβάστε ολόκληρο το εβδομαδιαίο δελτίο της τράπεζας
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της, αυτό συνέβη διότι η μετάβαση μιας δραστηριότητας από την επίσημη προς τη σκιώδη οικονομία εξαρτάται από το κόστος κινδύνου, δηλαδή το ύψος του προστίμου σε περίπτωση αποτελεσματικού ελέγχου συγκριτικά με το όφελος από τη συμμετοχή σε αυτήν που στην περίοδο της κρίσης ήταν ουσιαστικά η αποφυγή της πτώχευσης.
Στην ίδια ανάλυση αναφέρεται ότι η μακροχρόνια ύφεση με την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος έχει προκαλέσει κόπωση στην προσπάθεια των οικονομικών μονάδων να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των ιδιωτών προς το δημόσιο αυξήθηκαν από σχεδόν € 40 δις. το 2010 σε άνω των € 70 δις το 2014 και άνω των € 90 δις. το 2016.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η Alpha Bank, το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών αφορά σε πρόστιμα και επιβαρύνσεις (40%) και σε έμμεσους και άμεσους φόρους κατά 23% και 21% αντίστοιχα.
«Η συσσώρευση του παλαιού ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους οδηγεί σε υπερφόρτωση των ελεγκτικών και φορολογικών υπηρεσιών με αποτέλεσμα τη περαιτέρω «γήρανση» του χρέους κατά μέσο όρο» τονίζει η τράπεζα.
Και προσθέτει πως όσο καθυστερεί η εκκαθάριση των υποθέσεων τόσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των προστίμων και επαυξήσεων εξέλιξη που αποσυνδέει το ύψος του με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα. Τούτο αποδυναμώνει σημαντικά την πιθανότητα συλλογής της φορολογικής ύλης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το 20% του χρέους των ιδιωτών είναι άνω των 10 ετών με ποσοστό ιστορικής εισπραξιμότητας κάτω από 0,1%, ενώ το 30% είναι μεταξύ 5-10 ετών με ποσοστό εισπραξιμότητας 0,5%.
Η Alpha Bank τονίζει ότι υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, καθίσταται αναγκαίος ο επανασχεδιασμός των πολιτικών και διαδικασιών επίλυσης διαφόρων δίδοντας έμφαση στη προτεραιοποίηση των περιπτώσεων ελέγχων με βάση:
Πρώτον, τα προσδοκώμενα ανά περίπτωση φορολογικά έσοδα, και
Δεύτερον, τη δυνατότητα ανά περίπτωση ταχείας ολοκλήρωσης της διαδικασίας και απόδοσης των εσόδων.
Επιπλέον, σημειώνει πως είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του συστήματος επιβολής και κλιμάκωσης των προστίμων, καθώς και των σχημάτων δόσεων σταδιακής αποπληρωμής ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, παράμετρος που ενισχύει το ποσοστό εισπραξιμότητας.