Το «Μίνι», η «Φήμη» και η «Λέσβος» πέρασαν σε γαλλικά χέρια Ολόκληρο το παρασκήνιο των σκληρών διαπραγματεύσεων: οι κερδισμένοι, οι χαμένοι και οι ευτυχείς Μία ακόμη ελληνική εταιρεία αλώνεται από ξένα κεφάλαια ΜΕ ΤΗ δήλωση ότι δεν αποκλείεται τους επόμενους μήνες αρκετές πόλεις της Ευρώπης αλλά ίσως και της Ασίας και της Αμερικής να «γεμίσουν» από αφίσες που θα διαφημίζουν ακόμη και στην ελληνική γλώσσα το ούζο «Μίνι» και μαζί την παράδοση δεκαετιών και το μεράκι που διακρίνει τους Μυτιληνιούς στην παρασκευή του ούζου έφυγε από τη Λέσβο την περασμένη Τρίτη, μετά από διήμερη παραμονή, ο πλουσιότερος ίσως επισκέπτης της. Μια διεθνής εταιρεία με πωλήσεις 720 δισ. δρχ. και εργοστάσια όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αυστραλία, στην Κίνα και στην Αργεντινή, ανταγωνιστική θα μπορούσε να πει κανείς με την Ενωση Ποτοποιών Μυτιλήνης, την πασίγνωστη στους φίλους του ούζου ΕΠΟΜ ΑΕΒΕ, επιβεβαίωνε διά μέσου του παριζιάνου απεσταλμένου της, γενικού διευθυντή κ. Thierry Jacquillat, ότι είναι έτοιμη να καταβάλει στους 66 μυτιληνιούς ποτοποιούς – μετόχους της ΕΠΟΜ περίπου 5,4 δισ. δρχ. για να αποκτήσει το 95% των μετοχών. Ο μεγάλος γάλλος ποτοποιός Pernod Ricard κέρδιζε έτσι οριστικά τη μάχη με τον βρετανοϊσπανό Allied Domecq για το γνωστό σε εκατομμύρια Ελληνες και τουρίστες ούζο «Μίνι» και ετοιμαζόταν να «τρίξει τα δόντια» στη διεθνή αγορά σε έναν μεγάλο ανταγωνιστή του, τον βρετανό IDV – Grand Metropolitan που διακινεί το πρώτο σε πωλήσεις ελληνικό ούζο, το περίφημο «Ούζο 12». Οι συνεργάτες του κ. Jacquillat είχαν ήδη ενημερώσει τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης. Με την έγκριση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη του υφυπουργού κ. Μ. Χρυσοχοΐδη και της υπουργού κυρίας Βάσως Παπανδρέου η εξαγορά δεν θα αργήσει να «κλείσει» και τυπικά. Περίπου οκτώ χρόνια μετά την ιστορική απόφαση του κ. Σπύρου Μεταξά να μεταβιβάσει την ομώνυμη εταιρεία του μπράντι Metaxa σε κολοσσιαία βρετανική εταιρεία, η οποία ­ είναι η αλήθεια ­ το 1996 εξήγαγε τεράστιες ποσότητες του επώνυμου ελληνικού μπράντι σε δεκάδες χώρες σε όλες τις ηπείρους, στο πρόσωπο της ΕΠΟΜ ήλθε η ώρα του ελληνικού ούζου, του δεύτερου μετά το μπράντι διάσημου ελληνικού προϊόντος, να απολέσει κεφαλαιουχικά την ελληνική του «ταυτότητα». Στη θέση του κ. Μεταξά αυτή τη φορά βρέθηκαν 17 οικογένειες της Μυτιλήνης που ανάλωσαν τη ζωή τους στην παρασκευή ούζου και τώρα θριαμβεύουν. Με μερίδιο που δεν απέχει πολύ από το 20% της ελληνικής αγοράς η ΕΠΟΜ δεν είναι μια οποιαδήποτε εταιρεία ποτών. Με πωλήσεις που έφθασαν τα 3,75 δισ. δρχ. και κέρδη που υπολογίζεται ότι ανήλθαν σε 790 εκατ. δρχ. το 1996, είναι ο κορυφαίος έλληνας ποτοποιός από όσους αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο ασχολούνται με το ούζο. Ενας στους πέντε Ελληνες υπολογίζεται ότι προτιμά το «Μίνι» και τα άλλα προϊόντα της ΕΠΟΜ.





Τ
ο διεθνές ενδιαφέρον για την ΕΠΟΜ και η «πολιορκία» της εταιρείας αυτής, η οποία γνώρισε μια καταπληκτική ανάπτυξη αυτή τη δεκαετία, έγινε έντονο για πρώτη φορά τη διετία 1993-1994. Ο ίδιος ο επικεφαλής και βασικός μέτοχος της γαλλικής ποτοποιίας κ. Patrick Ricard είχε συγκατανεύσει πριν από τρία χρόνια στην προσφορά ενός ποσού που δεν απείχε πολύ, όπως λέγεται, από τα 3,5 δισ. δρχ. και το οποίο ήταν σαφώς μεγαλύτερο από το ποσό που η γαλλική αυτή εταιρεία είχε διαθέσει τον Σεπτέμβριο του 1990 για να εξαγοράσει το 100% των μετοχών του μεγαλύτερου έλληνα παραγωγού λικέρ, της εταιρείας Λίζας & Λίζας ΑΕ.


Οι Γάλλοι και προσωπικά ο κ. Jacquillat γνωρίζουν καλά την ελληνική αγορά, αφού ελέγχουν την εταιρεία που παράγει τα περίφημα λικέρ Eoliki. Η ίδια αυτή ελληνική εταιρεία, γνωστή και για το πρώτο σε πωλήσεις ξίδι Top που παράγει, διαθέτει στην αγορά μεταξύ πολλών άλλων ποτών και το ουίσκι Jameson. Ο Jacquillat ως μέλος του ΔΣ της ελληνικής εταιρείας, η διεύθυνση της οποίας συνεχίζει σαν να μην άλλαξε τίποτε να ασκείται από τους κκ. Ηλία Λίζα και Χρήστο Λουτζάκη, βρίσκεται συχνά στη μονάδα της εταιρείας στην Ανθούσα της Παλλήνης. Με σημαντική κερδοφορία και καθαρές ­ μετά τους φόρους ­ πωλήσεις της τάξεως των 2,6 δισ. δρχ. το 1996 η Λίζας & Λίζας ΑΕ είναι μια υπολογίσιμη δύναμη στην αγορά των ποτών. Οι Γάλλοι μάλιστα είχαν εκτιμήσει με το παραπάνω τις δραστηριότητές της και δεν δίστασαν πριν από μερικούς μήνες να «γεμίσουν» πόλεις της Ιρλανδίας με τις πολύ πετυχημένες αφίσες που είχε ετοιμάσει η ελληνική εταιρεία στην ελληνική γλώσσα για την εμπορική προβολή του ιρλανδέζικου ουίσκι Jameson.


Η μάχη όμως για τον έλεγχο της ΕΠΟΜ, η οποία τελικά εξαγοράζεται από την εταιρεία SEGM, τον ευρωπαϊκό δηλαδή κλάδο της διεθνών διαστάσεων γαλλικής ποτοποιίας, ήταν σκληρή και προς στιγμήν φάνηκε να κερδίζεται από τη βρετανοϊσπανική Allied Domecq, εκπρόσωποι της οποίας επίσης είχαν «αποπλεύσει» στο μεγάλο και ακριτικό αυτό νησί του Βορείου Αιγαίου. Η ελληνική Allied Domecq ΑΕΒΕ, η εταιρεία που διακινεί τα ουίσκι Ballantines και άλλα ποτά και η οποία παράγει επίσης κρασιά και άλλα ποτά στην Αττική, είχε εξουσιοδοτηθεί και ο επικεφαλής της κ. Ακης Αγγελίδης είχε φθάσει προ μηνών σε κατ’ αρχήν συμφωνία με τους μυτιληνιούς ποτοποιούς, με προσφερόμενο τίμημα περί τα 4,3 δισ. δραχμές. Η «ρελάνς» των Γάλλων όμως ήταν καταλυτική από τη στιγμή όπου μερικές από τις οικογένειες των μετόχων της ΕΠΟΜ διεμήνυσαν προς κάθε ενδιαφερόμενο ότι η εταιρεία τους αξίζει περισσότερο. Μερικοί μέτοχοι μάλιστα είχαν «απειλήσει» με προβολή βέτο την περίοδο της συζήτησης της βρετανοϊσπανικής προσφοράς.


Ολα αυτά όμως ως τα Χριστούγεννα και τις ανακοινώσεις που αφορούσαν την αλλαγή του νομικού και φορολογικού καθεστώτος για τις μεταβιβάσεις μετοχών και εταιρικών μεριδίων. Η αύξηση του τιμήματος, από την πλευρά των Γάλλων, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για μεγαλύτερη διεκδίκηση. Αυτή, λέγεται, ήταν και η συμβουλή που έδωσαν στους ποτοποιούς της Μυτιλήνης ένα μεγάλο αθηναϊκό δικηγορικό γραφείο που έφερε σε επαφή τα δύο μέρη και η ελληνική Arthur & Andersen, η οποία είχε αναλάβει το ελεγκτικό – λογιστικό μέρος της συμφωνίας: στις οικογένειες του ηλικίας 71 ετών προέδρου και γενικού διευθυντή της εταιρείας κ. Δ. Ψαρέλλη, της διευθύνουσας συμβούλου κυρίας Μαρίας Τσόχατζη, 45 ετών, του ηλικίας 57 ετών συνδιευθύνοντος συμβούλου και αντιπροέδρου κ. Ν. Κουζινόγλου, του 43χρονου κ. Θ. Αθηνιώτη, του 39χρονου κ. Α. Πρίμου, του κ. Δ. Σταυρινού, 63 ετών, του 37χρονου κ. Δ. Πιτσιλαδή, συνολικά στις 17 οικογένειες των 17 ανθρώπων που κάποτε ένωσαν τα «ουζάδικά» τους για να προκόψουν και τελικά θριάμβευσαν.


«Πανηγύρια» λοιπόν στη Μυτιλήνη για τους δημιουργούς της ΕΠΟΜ και τα παιδιά ή και… τα δισέγγονά τους. Αυτή είναι, μάλλον, η μία όψη των πραγμάτων. Ενας από τους πωλητές, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του και φαίνεται να συνοψίζει ποικίλα αισθήματα, τονίζει: «Δεν ξέρουμε αν πρέπει να χαιρόμαστε ή να λυπόμαστε. Η ΕΠΟΜ έχει γίνει σαν ένα παιδί μας, είναι, μπορώ να πω, ένα σπίτι μας και είναι κάτι για το οποίο κάναμε περήφανη, πιστεύουμε, τη Λέσβο. Μαζί με όλα αυτά είναι κάτι που οι Ελληνες το στήριξαν, το εμπιστεύτηκαν. Ολοι πρέπει να γνωρίζουν όμως ότι η ΕΠΟΜ ήταν, είναι και θα μείνει εδώ. Είμαστε υπερήφανοι κατ’ αρχήν για το γεγονός ότι μια διεθνής εταιρεία του μεγέθους και του εύρους της Pernod Ricard κατ’ αρχήν αναγνώρισε με τον καλύτερο τρόπο το έργο μας. Δεν εννοώ μόνο το τίμημα. Αυτό είναι μέρος μιας συμφωνίας που προβλέπει πολλά πράγματα. Οπως θα γνωρίζετε ίσως, ένα κομμάτι των μετοχών θα παραμείνει σε εμάς, εδώ. Πάνω από όλα όμως φροντίσαμε για μερικά πράγματα, την αναγκαιότητα των οποίων αποδέχθηκαν πράγματι και οι γάλλοι φίλοι μας. Η γαλλική πλευρά δεσμεύτηκε με τη συμφωνία ότι η ΕΠΟΜ θα συνεχίσει να έχει το εργοστάσιό της στη Μυτιλήνη και θα το μεγαλώσει, διατηρώντας το σύνολο του προσωπικού της και αυξάνοντάς το. Τα προϊόντα μας θα προωθούνται μέσω του διεθνούς δικτύου της σε ολόκληρο τον κόσμο, κάτι που εμείς, πρέπει να το πούμε, σε μικρό μόνο βαθμό το καταφέραμε. Ετσι το ελληνικό ούζο θα γίνει περισσότερο διάσημο αλλά και το νησί μας και η χώρα μας θα προβληθεί καλύτερα στον διεθνή χώρο». Δεν αποκλείεται, άλλωστε, όπως έγινε και με την εταιρεία Λίζας & Λίζας ΑΕΒΕ, η διοίκηση της ΕΠΟΜ ΑΕΒΕ να συνεχίσει να έχει Μυτιληνιούς, Ελληνες στο «τιμόνι».


Οι δύο συγγενείς πλέον ελληνικές ποτοποιίες, με συνολικές πωλήσεις που θα ξεπεράσουν πιθανότατα τα 7 δισ. δραχμές το 1997, θα αποτελούν ασφαλώς μια σημαντική δύναμη στην ελληνική βιομηχανία ποτών, με αιχμή του δόρατος όχι μόνο σειρά από εισαγόμενα προϊόντα, όπως το Jameson, αλλά και τα ελληνικά προϊόντα «Μίνι» και Eoliki. Δεν αποκλείεται μετά από λίγους μήνες όλα τα προϊόντα να διανέμονται από κοινό δίκτυο στην ελληνική αγορά. Στα ύψη οι μετοχές των Γάλλων μετά την εξαγορά


Το ούζο αποτελεί παραδοσιακό ελληνικό προϊόν αναγνωρισμένο, κατά κάποιον τρόπο, με την ιδιότητα αυτή και στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με την εξαγορά όμως της ΕΠΟΜ από την εταιρεία Pernod Ricard είναι γεγονός ότι οι ελληνικές προσπάθειες που αποβλέπουν σε μια μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη κατοχύρωση της ελληνικότητας του ούζου θα έχουν έναν… αντίπαλο λιγότερο. Ο μεγάλος γάλλος ποτοποιός, του οποίου οι καθαρές ­ μετά τους φόρους ­ πωλήσεις το 1995 ανήλθαν σε 16 δισ. γαλλικά φράγκα, αντιπροσωπεύει μια μεγάλη δύναμη στα ουίσκι, στα κρασιά και σε χίλια δύο ποτά. Μεταξύ άλλων είναι ο ιδιοκτήτης του 95% των ιρλανδέζικων ουίσκι, αλλά η πιο μεγάλη του τέχνη και ικανότητα, λένε, είναι η παραγωγή ποτών με βάση τον γλυκάνισο. Σε αυτόν ανήκουν τα πασίγνωστα διεθνώς και εν μέρει ανταγωνιστικά με το ούζο ποτά που αντιπροσωπεύει και η επωνυμία του, τα απεριτίφ Pernod και Ricard. Με άλλα λόγια, αυτός είναι στην Ευρώπη και παγκοσμίως ο μεγαλύτερος «ουζάς», η πρώτη φίρμα διεθνώς στα οινοπνευματώδη ποτά anise. Προφανώς, λοιπόν, κάτι ουσιαστικό σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό και τα κέρδη «μυρίστηκαν» οι επενδυτές στο χρηματιστήριο του Παρισιού, που «μέθυσαν», θα έλεγε κανείς, με την τιμή της μετοχής της εταιρείας μόλις «κυκλοφόρησαν» τα μαντάτα για την ελληνική βιομηχανία του Αιγαίου Πελάγους. Η γέννηση, η ακμή και οι μέτοχοι


Ηταν πριν από 30 περίπου χρόνια και συγκεκριμένα το 1967, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο CD-Rom «Ελληνική Βιομηχανία & Οικονομία», όταν μια ομάδα 17 παραγωγών ούζου στη Μυτιλήνη, «μεταφέροντας» ο ένας στον άλλον και συνενώνοντας τις γνώσεις και την πείρα των παππούδων τους στην παρασκευή του παραδοσιακού αυτού ελληνικού ποτού, αποφάσιζαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους.


Ετσι δημιουργήθηκε η Ενωση Ποτοποιών Μυτιλήνης ΕΠΕ, στην οποία αργότερα προσχώρησαν και άλλοι παραγωγοί, με αποτέλεσμα οι εταίροι της μαζί με τα παιδιά τους να ξεπεράσουν τους 60. Το 1995 η εταιρεία μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία, τα γραφεία και τις εγκαταστάσεις της οποίας εύκολα συναντά κανείς στην πάροδο Ναυμαχίας Ελλης στη Μυτιλήνη. Τις επιτελικές θέσεις της ΕΠΟΜ ανέλαβαν από την αρχή οι μέτοχοί της – ποτοποιοί, οι οποίοι πλαισιώνονται από μια ομάδα έμπειρων στελεχών. Το μετοχικό κεφάλαιο της ΕΠΟΜ ΑΒΕΕ, όπως ονομάζεται μετά τη μετατροπή της σε ΑΕ, είναι ύψους 218.700.000 δραχμών, διαιρούμενο σε 2.187.000 μετοχές.


Η εταιρεία παράγει το γνωστό στην αγορά «μαλακό» ούζο «Μίνι» (40% vol), το δυνατό ούζο με τη διπλή απόσταξη «Λέσβος» (46% vol) και το ούζο με το λεπτό άρωμα «Φήμη» (42% vol). Επίσης, παράγει και διαθέτει ούζο σε μεγάλες οικονομικές συσκευασίες, κατάλληλες για καταστήματα μαζικής εστίασης. Εκτός από ούζο όμως, που αποτελεί το βασικό της προϊόν, παράγει σε μικρή κλίμακα μπράντι και λικέρ. Οι μεγάλες πωλήσεις γίνονται στην εκτός καταστημάτων τροφίμων αγορά, τις ώρες όπου οι Ελληνες αλλά και οι τουρίστες διασκεδάζουν. Το καλοκαίρι ιδιαίτερα, με θαλασσινά, οι Ελληνες συχνά πίνουν αρκετό ούζο. Στις ταβέρνες και στα υπαίθρια καταστήματα το ούζο «Μίνι» σιγά σιγά ανέβηκε στην πρώτη θέση στις προτιμήσεις. Συνδυάζει αλκοόλη με γλυκάνισο και αρωματικά φυτά της Λέσβου. Εξαγωγές γίνονται όλο και περισσότερες τα τελευταία χρόνια και έχουν πλησιάσει αλλά δεν έχουν φθάσει το 10% των πωλήσεων.


Υπολογίζεται, με βάση ανεπίσημες πληροφορίες, ότι οι συνολικές πωλήσεις το 1996 έφθασαν, αν δεν ξεπέρασαν, τα 3,5 εκατ. λίτρα, ενώ το 1984 ήταν 1 εκατ. λίτρα και μόλις το 1991 είχαν «αγγίξει» τα 2 εκατ. λίτρα. Η ανοδική πορεία ήταν θριαμβευτική. Η αύξηση του όγκου πωλήσεων ειδικότερα το 1995, σε μια χρονιά πτώσης μάλλον της ζήτησης ουίσκι, ήταν 9%. Το ούζο κέρδισε στην αναμέτρησή του με το ουίσκι και το 1996. Το μερίδιο εξάλλου των προϊόντων της ΕΠΟΜ στην ελληνική αγορά επωνύμου και μη επωνύμου ούζου διευρύνθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια και υπολογίζεται ότι δεν απέχει πολύ από το 20%.


Με ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στη βιομηχανική περιοχή της Μυτιλήνης η ΕΠΟΜ αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής ούζου στην Ελλάδα με δυναμικότητα μεγαλύτερη από 20.000 φιάλες την ώρα. Οι εγκαταστάσεις της, που βρίσκονται σε ιδιόκτητα οικόπεδα, διαθέτουν για την απόσταξη 20 χάλκινους άμβυκες, πέντε σύγχρονες γραμμές παραγωγής, εργαστήρια εξοπλισμένα με σύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές ελέγχου της ποιότητας, καθώς και ανοξείδωτες δεξαμενές αποθήκευσης έτοιμου προϊόντος και πρώτων υλών. Εντός του 1996 η εταιρεία προώθησε επένδυση ύψους 250 εκατ. δρχ. σε ακίνητα και μηχανολογικό εξοπλισμό. Απασχολεί σήμερα 75 εργαζόμενους. Από το 1994 τα κέρδη της άρχισαν να ξεπερνούν το μισό δισ. δραχμές, φθάνοντας τότε τα 535 εκατ. δραχμές. Πρόκειται για εταιρεία με υγιή, κατά βάση, χρηματοοικονομική διάρθρωση, αφού πολλά από τα κέρδη επί σειρά ετών επανεπενδύονταν. Η καλή χρηματοοικονομική δομή επέτρεψε στην εταιρεία να λειτουργεί με ιδιαίτερα χαμηλό χρηματοοικονομικό κόστος, που οδήγησε τελικά σε ένα από τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους του τομέα: γύρω στο 20%. Παράλληλα η εταιρεία συχνά εξασφάλιζε δείκτη μέσης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων που δεν απείχε πολύ από το 100%.


Από την ίδρυσή της ως τις μέρες μας η ΕΠΟΜ ανήκε σε 17 οικογένειες μυτιληνιών ποτοποιών, καμία από τις οποίες όμως δεν είχε μερίδιο πολύ μεγαλύτερο από το 5% των μετοχών.


Μέλη αυτών των 17 οικογενειών είναι οι σημερινοί 66 «χρυσοί μέτοχοι» που συμφώνησαν σε γενικές συνελεύσεις να μεταβιβάσουν, σύμφωνα με τον φάκελο που υπεβλήθη στο υπουργείο Ανάπτυξης, το 95% των μετοχών της εταιρείας αντί συνολικού τιμήματος 5,4 δισ. δραχμών. Ιδού, από τον ίδιο φάκελο, τα ονόματα των «χρυσών Μυτιληνιών»: Θεόδωρος Αθηνιώτης, Κωνσταντίνος Αθηνιώτης, Παρασκευή Αθηνιώτη, Αλέξανδρος Αλεξανδρής, Δημήτριος Αλεξανδρής, Αδαμαντία Αμπατζιδέλλη, Δημήτριος Αμπατζιδέλλης, Μαρία Βερναρδάκη, Βασιλεία Βουλγαράκη, Μαρία Βουλγαράκη, Μελπομένη Βουλγαράκη, Αγγελική – Ελβίρα Γιαλαμά, Μυρσίνη Ζαμβακέλη, Ελένη Ιακώβου, Ευστρατία Ιακώβου, Ελπινίκη Καλαμιδιώτου, Μαρία Καλαμιδιώτου, Παναγιώτης Καλαμιδιώτης, Ευθαλία Κοκκίνη, Νικόλαος Κόρακας, Αλέξανδρος Κουζινόγλου, Ουρανία Κουζινόγλου, Μυρσίνη Κυπριώτη, Μαριάνθη Λεμανή, Νικόλαος Μακρής, Παναγιώτης Μακρής, Αννα Μούστου, Θέμις Μπάμπου, Καλλιόπη Μπάμπου, Ειρήνη Μπουχλή, Δημήτριος Πιτσιλαδής, Μάριος Πιτσιλαδής, Αθανάσιος Πούλος, Μαρία Πούλου, Αικατερίνη Ρόβου, Ελένη Ρόβου, Ευστράτιος Ρόβος, Κωνσταντίνα Ρόβου, Κωνσταντίνος Ρόβος, Βασίλειος Σπυρέλης, Γεώργιος Σπυρέλης, Χριστίνα Σπυρέλη, Ελένη Σταυρινού, Αννα Στεφανοπούλου, Ολγα Τεφτσή, Πελαγία Τεφτσή, Πηνελόπη Τεφτσή, Ελένη Τσερή, Μαρία Τσόχατζη, Ιουλία Φωτιάδου, Παναγιώτης Φωτιάδης, Παρασκευή Φωτιάδου, Πηνελόπη Φωτιάδου, Σοφία Χατζηδημητρίου, Δημήτριος Χατζηνικολάου, Ευστρατία Χατζηνικολάου, Κλεάνθης Χατζηνικολάου, Αρτεμις Χατζησάββα, Κλεονίκη Χατζησάββα, Σπύρος Χατζησάββας, Αλεξάνδρα Χονδρομπίλα, Βικτωρία Χόνδρου, Σταυρούλα Χόνδρου, Ειρήνη Ψαρέλλη, Ελένη – Χρύσα Ψαρέλλη και Κωνσταντίνος Δημ. Ψαρέλλης.