Θύμα του πολιτικού προσωπικού της υπήρξε η Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, υποστήριξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στην εκδήλωση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου (Hellenic Observatory) του London School of Economics με θέμα: «Getting Policy Knowledge Into Government».
Όπως είπε, «τα χρόνια της κρίσης, η εξωτερική τεχνογνωσία απέκτησε βαρύνουσα σημασία. Οι οικονομικές πολιτικές έπρεπε να προσαρμοστούν στις κατευθύνσεις που όριζαν οι συμφωνίες με την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ενώ η ανάγκη για τεχνογνωσία ήταν επιτακτική για την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων».
Υπό αυτές τις συνθήκες, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, η τεχνική βοήθεια προερχόταν ως επί το πλείστον από εξωτερικές, μη εγχώριες πηγές (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) ως απαραίτητη, υποχρεωτική συμβολή στη διαμόρφωση των οικονομικών πολιτικών.
«Στην Ελλάδα η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν επηρέασε ορατά τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις αξιολογούν και χρησιμοποιούν την εξωτερική γνώση» υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Και πρόσθεσε πως ο σχεδιασμός του τρόπου αντιμετώπισης της μεγάλης πρόκλησης που έθεταν οι ριζικές μεταρρυθμίσεις γινόταν εσωτερικά, με τη βοήθεια ξένων συμβούλων.
«Παράλληλα, τα πολιτικά κριτήρια συνέχιζαν να επηρεάζουν δυσμενώς τις αποφάσεις πολιτικής, σε αντίθεση με την πρόδηλη ανάγκη για υπερκομματικές λύσεις. Μπορώ να ισχυριστώ (από προσωπική εμπειρία) ότι στις σπάνιες περιπτώσεις όπου παραμερίστηκαν τα πολιτικά κριτήρια και οι αποφάσεις υποστηρίχθηκαν από τεκμηριωμένη τεχνοκρατική γνώση, το αποτέλεσμα ήταν θετικό και οι πολιτικές στέφθηκαν με επιτυχία» υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ.
Εν κατακλείδι, είπε ο ίδιος, η δυσπιστία απέναντι στην εξωτερική γνώση οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, το προβάδισμα του «πολιτικού» έναντι του «τεχνοκρατικού».
Δεύτερον, η κομματικοποίηση του ελληνικού πολιτικού βίου που οδηγεί σε πόλωση, ελαχιστοποιεί τον ενδιάμεσο χώρο, αποκλείει τη συναίνεση και υποβαθμίζει την τεχνογνωσία στο βαθμό που δεν είναι κομματικοποιημένη.
«Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν αυτές οι συμπεριφορές, η εξωτερική γνώση θα διαδραματίζει περιθωριακό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων πολιτικής».
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε και στην ομιλία του Νίκου Θεοχαράκη που είχε προηγηθεί, επισημαίνοντας ότι όσα είπε είναι «ένα τέτοιο παράδειγμα κομματικοποιημένης πολιτικής, αφού χρημάτισα κι εγώ υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση την οποία χαρακτήρισε σχεδόν αποικιοκρατική στην κομματικοποιημένη ομιλία του».
Ωστόσο, πρόσθεσε ο διοικητής ότι ο κ. Θεοχαράκης «δεν μπόρεσε να παραδεχθεί ότι οι »γενναίες διαπραγματεύσεις» που διεξήγαγε μαζί με τον Γιάνη Βαρουφάκη, οι οποίες οδήγησαν στην αλλαγή του ονόματος από τρόικα σε θεσμούς, και μετακίνησε την τρόικα από τα υπουργεία στο Χίλτον είχαν επίσης ένα κόστος».
Και συνέχισε τονίζοντας: Αν υποθέσουμε ότι αυτό που περιέγραψε ήταν τα οφέλη, το κόστος βεβαίως ανήλθε σε 86 δισεκ. ευρώ: Αυτό ήταν το τρίτο μνημόνιο και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων που επιβλήθηκαν μετά από εκροές καταθέσεων ύψους 45 δισεκ. ευρώ.
«Και αυτοί οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιβλήθηκαν για να διαφυλάξουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υστέρα από τις »γενναίες διαπραγματεύσεις» του κ. Θεοχαράκη και του κ. Βαρουφάκη. Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά είχα την υποχρέωση να πω τα πράγματα με το όνομά τους» επεσήμανε ο κ. Στουρνάρας.
Κλείνοντας υπογράμμισε πως «οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ κατά την περίοδο της κρίσης μάς άφησαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη: η ανάλυση των γεγονότων, η τεχνογνωσία και οι ακριβείς προβλέψεις είναι απολύτως αναγκαίες και δεν μπορούν να υποκατασταθούν από την πολιτική βούληση. Ευελπιστώ ότι αυτό το παράδειγμα δεν θα ξεχαστεί και ότι οι κυβερνήσεις στο μέλλον θα διακρίνουν πιο καθαρά την αναγκαιότητα και τα πλεονεκτήματα της ανεξάρτητης, εξωτερικής γνώσης και τεχνογνωσίας».