Οι «Financial Times» χρησιμοποιούν ως παράδειγμα την Πορτογαλία. Η κυβέρνηση της Λισαβόνας, γράφουν, πάσχισε για να εφαρμόσει το πρόγραμμα ανόρθωσης της οικονομίας και για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Αλλά το δημόσιο χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει στο 130%. Επίσης, αν και το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας μειώθηκε, η χώρα εξακολουθεί να δαπανά περισσότερα για να εξυπηρετεί το χρέος παρά για την Παιδεία, φέρ’ ειπείν.
Ανάλογα συμβαίνουν και στις άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς της Ελλάδας, η οποία επιπλέον ευεργετήθηκε(;) με ένα πρωτοφανούς κόστους για τους πιστωτές «κούρεμα» του χρέους της το 2012, για να επιστρέψει όμως σύντομα το ποσοστό πάνω από το 170%. «Κάποιοι οικονομολόγοι θεωρούν ότι το χρέος της Πορτογαλίας παραμένει μη βιώσιμο» γράφει η βρετανική οικονομική εφημερίδα.
Με άλλα λόγια οι «FT» παραδέχονται ότι ενώ ο βίος των Πορτογάλων έγινε αβίωτος το χρέος παραμένει βιώσιμο. Τα ίδια ισχύουν ασφαλώς και για τους Ελληνες, αλλά η εφημερίδα προεξοφλεί ότι αυτοί πρόκειται να εκλέξουν ένα «κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που ευαγγελίζεται τη διαγραφή του χρέους». Το κεντρικό ερώτημα που θέτουν εν τέλει οι «FT», έπειτα από τα παραδείγματα που χρησιμοποίησαν, είναι «με ποια κριτήρια ένα χρέος κρίνεται μη βιώσιμο». Και, επιτέλους, «πότε θεωρείται ότι χρεοκοπεί μια χώρα».
248 χρεοκοπίες 107 χωρών


«Σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις, όταν μιλάμε για χώρες δεν υπάρχει σαφής απάντηση για το επίπεδο πάνω από το οποίο το χρέος καθίσταται μη βιώσιμο» γράφει ο Ρόμπιν Γουίγκλεσγουορθ στους «FT». Εξάλλου υπάρχει η άποψη ότι οι χώρες δεν χρεοκοπούν. Αποψη την οποία υποστηρίζει ο πρώην πρόεδρος της Citigroup Γουόλτερ Ρίστον –τη βασίζει στο γεγονός ότι ενώ μια επιχείρηση μπορεί να εξαφανιστεί από τον χάρτη όταν φαλιρίσει, μια χώρα συνεχίζει να υπάρχει. Ωστόσο οι οικονομολόγοι Μάικλ Τομζ και Μαρκ Ράιτ μελέτησαν την ιστορία 176 χωρών από το 1820 ως το 2013 και μέτρησαν 248 χρεοκοπίες από 107 χώρες που «γονάτισαν υπό το βάρος των χρεών τους και κήρυξαν χρεοστάσιο, ζήτησαν δηλαδή παράταση της εξόφλησης των οφειλομένων λόγω αδυναμίας να τα καταβάλουν».
Οι 107 χώρες ασφαλώς δεν σβήστηκαν από τον χάρτη. Αλλά γονάτισαν υπό το βάρος των υποχρεώσεών τους σε ξένους δανειστές –μιλάμε για εξωτερικά χρέη και όχι για εσωτερικά, τα οποία αντιμετωπίζονται με το τύπωμα νέου χρήματος που μπορεί να φέρνει πληθωρισμό και να μην ικανοποιεί τους ομολογιούχους, αλλά… τι να κάνουμε; Τα έχει αυτά η ζωή. Εν πάση περιπτώσει, ποια μπορεί να είναι η κόκκινη γραμμή του δημοσίου χρέους που αν την περάσει κανείς μπλέκει για τα καλά; Ο αρμοδιότερος διεθνής οργανισμός για να απαντήσει, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), θεωρεί ότι για τις ανεπτυγμένες χώρες το όριο που το εξωτερικό χρέος καθίσταται μη εξυπηρετήσιμο είναι 85% του ΑΕΠ για τις ανεπτυγμένες οικονομίες και 70% για τις αναπτυσσόμενες.
Ποσοστά του ιλίγγου


Οι καθηγητές Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρογκόφ ωστόσο έβγαλαν τον μέσο όρο των ποσοστών του χρέους που οδήγησαν στις χρεοκοπίες χωρών τα έτη από το 1970 ως το 2008. Ο μέσος όρος είναι μόλις 69,3%. Αν αναλογιστεί κανείς ωστόσο ότι συνήθως (τουλάχιστον πριν από την ανείπωτη κρίση του 2008) η συντριπτική πλειονότητα των χρεοκοπιών αφορούσε τις αναδυόμενες οικονομίες και επίσης ότι, σύμφωνα με την έκθεση Geneva Report του περασμένου Σεπτεμβρίου, ο μέσος όρος δημοσίου χρέους των αναδυόμενων οικονομιών είναι μόλις 48%, συμπεραίνει πως τα καμπανάκια του κινδύνου θα έπρεπε να χτυπούν νωρίτερα. Διαπιστώνει επίσης ότι το ανώτατο ανεκτό όριο 60% που θέτει η Συνθήκη του Μάαστριχτ (και αφορά ανεπτυγμένες οικονομίες βέβαια) μοιάζει αρκετά λογικό.

«Βεβαίως, αν στο ποσοστό 48% του δημοσίου χρέους των αναδυόμενων οικονομιών προστεθεί και το εσωτερικό χρέος των κυβερνήσεων, φθάνουμε στο 151% και από το ποσοστό αυτό εξαιρούνται τα χρέη των τραπεζών των χωρών»
σημειώνουν οι «FT». Αν όμως η αντιμετώπιση του εσωτερικού χρέους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με το τύπωμα χρήματος, θα πρέπει να ανησυχεί και η Ιαπωνία. Η οποία είναι μεν ανεπτυγμένη και παραγωγικότατη, αλλά είναι και η πλέον υπερχρεωμένη χώρα του πλανήτη με χρέος 245% του ΑΕΠ της, το οποίο δεν λέει να υποχωρήσει μετά την κρίση του 1990 και το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων.

Λήψη μέτρων
«Η χρεοκοπία είναι απόφαση πολιτική»

«Η χρεοκοπία είναι πάντα μια πολιτική απόφαση» αποφαίνονται οι ειδικοί. Διότι έχει να κάνει με τη δυνατότητα που έχει (ή δεν έχει) μια χώρα να επιβάλει μέτρα με μεγάλες επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία για να ρίξει το χρέος της. «Τη δεκαετία του 1980 ο ρουμάνος δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου για να αποπληρώσει 9 δισ. δολάρια που χρωστούσε σε ξένες τράπεζες υποχρέωσε εκατομμύρια συμπατριώτες του να ξεπαγιάσουν επί σειρά χειμώνων, ενώ περιόρισε την παραγωγή εργοστασίων για να κάνει οικονομία στο ρεύμα» γράφουν οι «FT».
Από την άλλη πλευρά, το 2008 η κυβέρνηση του Εκουαδόρ αποφάσισε να χαρακτηρίσει μέρος του χρέους της «επαχθές» και να κηρύξει στάση πληρωμών, δίχως να αντιμετωπίζει σοβαρές πιέσεις από τους δανειστές της, αναφέρει η εφημερίδα. Εξυπακούεται ότι για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και δη της ευρωζώνης, μια τέτοια προοπτική είναι αδιανόητη. Αλλά πού οδηγούν εν τέλει τα προγράμματα δημοσιονομικής σταθεροποίησης που εφαρμόζουν οι χώρες του Νότου;
«Προς το παρόν οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας που έχει δημόσιο χρέος 137%) δαπανούν το 10% του ΑΕΠ τους όχι για να μειώσουν τα χρέη τους αλλά απλώς για να συνεχίσουν να τα εξυπηρετούν. Διότι τα χρέη και της Ελλάδας και της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και της Ιταλίας εξακολουθούν να αυξάνονται» αναφέρουν οι «FT». Η εφημερίδα σημειώνει επίσης ότι για να μειωθούν τα χρέη της Ισπανίας και της Ελλάδας στο 60% ως το 2030 θα πρέπει οι χώρες αυτές να εμφανίζουν κάθε χρόνο πρωτογενή πλεονάσματα 4% η πρώτη και 7,2% η δεύτερη. Εν τέλει η καλύτερη αντιμετώπιση μιας δημοσιονομικής εμπλοκής είναι η καλύτερη πρόγνωσή της, αναφέρει ο καθηγητής Ρογκόφ. Διότι «το μείζον πρόβλημα με τα χρέη είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις αντιδρούν πολύ καθυστερημένα… όλες χάνουν πολύτιμο χρόνο αρνούμενες να δουν την πραγματικότητα» λέει συγκεκριμένα. Ε, αφού υπάρχει και το περίφημο πολιτικό κόστος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ