Οι ηγέτες των κρατών-μελών της Ομάδας των Είκοσι (G20) συναντώνται την Πέμπτη και την Παρασκευή στην Αγία Πετρούπολη, φιλοξενούμενοι της Ρωσίας που παραμένει κατηγορηματικά αντίθετη σε στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ζήτημα το οποίο απειλεί να υπερισχύσει της συζήτησης σχετικά με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Επισήμως, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των σημαντικότερων ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών του πλανήτη πρόκειται να συζητήσουν σχετικά με την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας και να εξετάσουν τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης που πλέον μεταφέρεται στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες καταγράφεται σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης και πλήττονται τα εθνικά νομίσματα.

Αλλά καθ’ ομολογία πολλών από τους ηγέτες που θα λάβουν μέρος στη σύνοδο κορυφής, η συριακή κρίση ενδέχεται να κυριαρχήσει τελικά στη σύνοδο.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ υπενθύμισε τη Δευτέρα ότι «η G20 δημιουργήθηκε για να επιλύονται οικονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα», προσθέτοντας ότι η Συρία «δεν βρίσκεται στην ατζέντα της συνόδου της Αγίας Πετρούπολης». Ωστόσο, ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας αναγνώρισε πως «οποιοσδήποτε πολιτικός ηγέτης μπορεί να θέσει το ζήτημα αυτό στο τραπέζι. Είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια συζήτηση».

Το Σάββατο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε κρίνει ότι η G20 αποτελεί «ένα καλό πεδίο» για να συζητηθεί η κρίση στη Συρία, αν και τόνισε ότι ασφαλώς «δεν μπορεί να αντικαταστήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας» του ΟΗΕ. «Γιατί να μην επωφεληθούμε;», πρόσθεσε ο πρόεδρος της Ρωσίας.

Ο οικοδεσπότης της συνόδου παραμένει ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, καθώς η Ρωσία τα τελευταία δύο χρόνια έχει εμποδίσει την κύρωση οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μαζί με την Κίνα. Χθες η Μόσχα ανέφερε ότι «ανησυχεί έντονα» για το ενδεχόμενο μονομερούς ανάληψης στρατιωτικής δράσης από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.

Η Ρωσία δεν άλλαξε στάση αφού πολλές δυτικές δυνάμεις κατηγόρησαν τη συριακή κυβέρνηση ότι χρησιμοποίησε χημικά όπλα σε μία επίθεση, η οποία στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους την 21η Αυγούστου σε προάστιο της Δαμασκού, επιχειρηματολογώντας ότι δεν είναι πειστικά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν παρουσιαστεί ως σήμερα.

Η ρωσική θέση ενισχύθηκε μετά την απόρριψη της συμμετοχής της Βρετανίας στη στρατιωτική επέμβαση από τη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά και την ανακοίνωση του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα ότι θα ζητήσει την έγκριση του αμερικανικού Κογκρέσου, το οποίο είναι κλειστό ως την 9η Σεπτεμβρίου.

Νωρίτερα την Τρίτη η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, η οποία έχει αποκλείσει τη συμμετοχή της χώρας της σε ενδεχόμενη στρατιωτική δράση στη Συρία, ανέφερε αργά την Τετάρτη πως, παρά τη μείωση των προσδοκιών για μια ειρηνική επίλυση της συριακής κρίσης, θα συνεχίσει τις προσπάθειες της για ειρηνική διευθέτηση στη Σύνοδο. «Ακόμα και αν υπάρχει ελάχιστη ελπίδα», δήλωσε η Μέρκελ σε εκδήλωση στο Γκίσεν της Γερμανίας, «κάποιος πρέπει πάντα να συνεχίζει την προσπάθεια, τουλάχιστον αυτός θεωρώ πως είναι ο ρόλος μου».

Αλλά οι διαφορές πολύ δύσκολα θα ξεπεραστούν, ιδίως σε μια συγκυρία που οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ εξαιτίας και της υπόθεσης του Έντουαρντ Σνόουντεν. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν πρόκειται να γίνει η διμερής συνάντηση ανάμεσα στον Πούτιν και στον Αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα, η οποία -πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο με τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν για το πρόγραμμα παρακολούθησης των επικοινωνιών από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και η Μόσχα χορηγήσει πολιτικό άσυλο στον Αμερικανικό πληροφορικό- προγραμματιζόταν να γίνει πριν από την διεξαγωγή της G20, ενώ δεν αναμένεται να έχουν κατ’ ιδίαν επαφές ούτε και στη διάρκεια της συνόδου κορυφής.

«Δεν βλέπω το πώς θα μπορούσαν να συμφωνήσουν» οι ηγέτες σχετικά με τη Συρία, σχολίασε ο Σεργκέι Καραγκανόφ της σχολής Οικονομίας και Διεθνούς Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Κατά τον ίδιο, η σύνοδος δεν θα αποβεί «σε συμφωνία για κανένα σημαντικό θέμα».

Πέραν της Συρίας, η σύνοδος σημειώνεται ενώ οι αναδυόμενες χώρες βλέπουν τα νομίσματά τους να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση: η ινδική ρουπία έχει χάσει το ένα τέταρτο της αξίας της από την αρχή του 2013, το βραζιλιάνικο ρεάλ 15% και το ρωσικό ρούβλι 10%.

Παρότι είχαν συγκρατήσει εν μέρει την παγκόσμια οικονομία συνεχίζοντας να αναπτύσσονται εν μέσω της κρίσης της περιόδου 2008-2009, οι χώρες αυτές προστίθενται στις πηγές ανησυχίας για την παγκόσμια οικονομία, την ώρα που η ευρωζώνη βγαίνει από την ύφεση. Υφίστανται κυρίως τις συνέπειες της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, που είχε ωθήσει τους επενδυτές σε διεθνές επίπεδο να στραφούν ξανά στην αμερικανική οικονομία, εν αναμονή ανόδου των επιτοκίων.

Η ομάδα των χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), καλεί τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτρέψουν «παράπλευρες απώλειες» σε αυτές εξαιτίας της νομισματικής τους πολιτικής: απαιτείται, λένε οι κυβερνήσεις τους, «καλύτερη αναγνώριση του γεγονότος ότι ζούμε σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο» και η αποφυγή της λήψης αποφάσεων «οι οποίες βασίζονται μόνον στα εθνικά συμφέροντα (και οι οποίες) πιθανόν έχουν βαριές συνέπειες για άλλα έθνη».

Εν μέσω της κρίσης στη Συρία και της κατάστασης των οικονομικών των αναπτυσσόμενων χωρών, σε αυτή τη σύνοδο της G20 πιθανόν καταγράφονται «οι περισσότερες διαφωνίες από ποτέ», σχολίασε ο Κρις Ουίφερ, οικονομολόγος της εταιρίας συμβούλων Macro Advisory.