Βρέθηκα πριν από λίγες ημέρες στα Τίρανα για να συμμετάσχω σε ένα αναπτυξιακό Συνέδριο της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το θέμα που κυριαρχούσε στον οικονομικό Τύπο ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να εκχωρήσει το 51% της Εταιρείας Διανομής Ηλεκτρικού Ρεύματος σε ξένο στρατηγικό επενδυτή. Στόχος της αποκρατικοποίησης είναι η χρηματοδότηση επενδύσεων για την αναβάθμιση του δικτύου και η διασύνδεσή του με την ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.


Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση: το αλβανικό δίκτυο ετοιμάζονται να το διεκδικήσουν τέσσερις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες της Ευρωπαϊκής Ενωσης – η ιταλική ENEL, η τσέχικη CEZ και δύο αυστριακές (EVN και SAG). Απουσιάζει όμως η ελληνική ΔΕΗ, παρά το γεγονός ότι θα ήταν η πιο φυσική και αυτονόητη εξέλιξη, με την οποία θα γινόταν ενοποίηση των δικτύων διανομής Ελλάδας – Αλβανίας και θα αποτελούσε το πρώτο σοβαρό βήμα για τη δημιουργία μιας ενιαίας ηλεκτρικής αγοράς στη Νότια Ευρώπη, με πρωτοπόρο τη χώρα μας.


Οταν η ΔΕΗ υλοποιούσε το τετραετές Σχέδιο 2000 – 2004 με την αναδιάρθρωση της επιχείρησης και την αποκρατικοποίηση του 49%, είχε ως στρατηγικό στόχο την εδραίωσή της ως κυρίαρχου παραγωγού και διανομέα στη βαλκανική αγορά. Γι’ αυτό είχε ήδη από τότε ξεκινήσει η προσπάθεια εισόδου στο δίκτυο διανομής της Βουλγαρίας, στην ηλεκτροπαραγωγή των Σκοπίων και στη στενή συνεργασία με τη Σερβία. Οι διμερείς επαφές γίνονταν τόσο σε επίπεδο επιχείρησης όσο και με αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες, ενώ την ίδια περίοδο η Ευρωπαϊκή Ενωση υποστήριζε με την τότε επίτροπο Παλάθιο τη δημιουργία μιας Περιφερειακής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας.


Η στρατηγική αυτή θα οδηγούσε στη διασπορά της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ και εκτός Ελλάδος, λύνοντας έτσι οριστικά το πρόβλημα επάρκειας, αλλά και τις απαιτήσεις περιβαλλοντικής συμμόρφωσης με τον περιορισμό εκπομπών CO2, χωρίς να υπάρξουν καταστροφικές πιέσεις στο κόστος της επιχείρησης.


Ολα αυτά άρχισαν να ξεθωριάζουν τα τελευταία χρόνια και μετά την αποτυχημένη κίνηση αγοράς ενός εργοστασίου στη Βουλγαρία εγκαταλείφθηκαν οριστικά. Αντί να εξελιχθεί σε έναν ισχυρό ενεργειακό όμιλο της Νότιας Ευρώπης, η ΔΕΗ παρακμάζει διαρκώς και μετατρέπεται σε μια ζημιογόνο ΔΕΚΟ παλαιάς κοπής με πρωτοφανείς κομματικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της που γρήγορα οδήγησαν σε κατάρρευση της κερδοφορίας και απηνείς αυξήσεις τιμολογίων σε βάρος των καταναλωτών. Από κει που θα γινόταν κυρίαρχος παίκτης, της έχει απομείνει τώρα μόνο η φιλοδοξία να υπαχθεί η ίδια σε κάποια ευρωπαϊκή ενεργειακή εταιρεία και μάλιστα με κρυφές διαδικασίες.


Το δεύτερο ερέθισμα προήλθε από τον τρόπο με τον οποίο η Αλβανία θα επιλέξει τον στρατηγικό επενδυτή. Η διαδικασία είναι ανοιχτός διεθνής διαγωνισμός που περιλαμβάνει διαδοχικά στάδια αξιολόγησης και δημόσιας συζήτησης, την οποία εποπτεύει ο έγκυρος διεθνής οργανισμός επενδύσεων (IFC). Η σύγκριση με τη βιαστική, αδιαφανή και αμήχανη εκχώρηση του ΟΤΕ σε στρατηγικό επενδυτή χωρίς κανέναν διεθνή διαγωνισμό προκαλεί εύλογα συμπεράσματα και ερωτηματικά.


Να χάνουμε στρατηγικές επενδυτικές ευκαιρίες στη γειτονιά μας είναι μια σημαντική αμέλεια. Γίνεται όμως πιο μελαγχολική, αν ταυτοχρόνως παίρνουμε και μαθήματα θεσμικής διαφάνειας και αποτελεσματικότητας.