Στην Πεσινέ, όπως είναι περισσότερο γνωστή η εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος, καταβάλλονται οι υψηλότεροι μισθοί στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας. Το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε βεβαίως την εταιρεία να πραγματοποιήσει υψηλά κέρδη το 2000 και την περασμένη εβδομάδα να αποφασίσει τη διανομή μερίσματος συνολικού ύψους 19,12 δισ. δρχ. έναντι ποσού 4,89 δισ. δρχ. που είχε διανείμει έναν χρόνο νωρίτερα.


Σύμφωνα με στοιχεία που έθεσε υπόψη των μετόχων της η εταιρεία, οι μέσες ετήσιες ακαθάριστες αποδοχές ανά εργαζόμενο διαμορφώθηκαν πέρυσι στο ύψος των 10,7 εκατ. δρχ. Σε σχέση με το 1999 παρουσίασαν αύξηση μόλις 1% και σε σύγκριση με το 1996 είναι αυξημένες μόνο κατά 8,2%.


Δεν παίρνουν βέβαια και οι 1.264 εργαζόμενοι στην εταιρεία τόσα. Οπως παντού, τα στελέχη παίρνουν πολλά, επηρεάζοντας τον μέσο όρο. Ωστόσο, όπως εξήγησε ο πρόεδρος της εταιρείας κ. Ι. Στράτος, πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ, το 2000 δεν υπήρχαν ακαθάριστες αποδοχές νεοπροσλαμβανομένου, για πλήρη απασχόληση, χαμηλότερες από 4,6 εκατ. δρχ. Η σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική βιομηχανία δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι στην Πεσινέ οι αμοιβές υπερέχουν. Η οριακή εξάλλου μέση αύξησή τους, από χρόνο σε χρόνο, έχει να κάνει κυρίως με τη μείωση του αριθμού των πλέον υψηλόμισθων στελεχών και υψηλόβαθμων υπαλλήλων, καθώς επίσης με την αποχώρηση εργατών με πολυετή υπηρεσία και, κατά συνέπεια, υψηλότερες αμοιβές. Η εξέλιξη του μέσου αριθμού των εργαζομένων στην εταιρεία πέρυσι ήταν 1.264 άτομα, έναντι 1.563 πριν από τέσσερα χρόνια.


Πέρυσι εξάλλου, συμπληρώνοντας 40 χρόνια από την ίδρυσή της, η εταιρεία πέτυχε τα καλύτερα ιστορικά αποτελέσματα στον τομέα ασφάλειας της εργασίας. Σε αντίθεση με ό,τι παρατηρήθηκε σε σειρά μεγάλων βιομηχανιών σιδηρούχων και μη σιδηρούχων μετάλλων στη χώρα μας, όπου σημειώθηκαν θανατηφόρα δυστυχήματα, εδώ ο δείκτης συχνότητας ατυχημάτων έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα μετά την εφαρμογή νέων μεθόδων διασφάλισης ­ όπως λέγεται ­ μιας «σίγουρης επαγγελματικής κίνησης» στο εργοστάσιο της Αντίκυρας. Η ελληνική εταιρεία κατετάγη πρώτη, μεταξύ όλων των εργοστασίων αλουμινίου του μεγάλου γαλλικού ομίλου Pechiney, με βάση τον σχετικό δείκτη, αποσπώντας ειδικό βραβείο.


Η ασφάλεια αλλά και η παραγωγικότητα της εργασίας ίσως βελτιωθούν ακόμη περισσότερο τους επόμενους μήνες, καθώς αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 70 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ. Τα υπουργεία Ανάπτυξης και ΠΕΧΩΔΕ έχουν ετοιμάσει και σχεδιάζουν μέσα στον Ιούνιο να καταθέσουν στη Βουλή, σύμφωνα με πληροφορίες, νομοθετική ρύθμιση με την οποία θα «διευθετούνται» θέματα οικοδομικών αδειών που χρονίζουν εδώ και πολλά χρόνια και δεν επιτρέπουν στην εταιρεία την ανέγερση νέων εγκαταστάσεων υποδομής στον χώρο του εργοστασίου, εκθέτοντάς τη σε κίνδυνο επιβολής μεγάλων χρηματικών ποινών. Η εξέλιξη αυτή θα επιτρέψει, όπως λέγεται, την υλοποίηση επενδύσεων υποδομής.


Οπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα πάντως σε αυτόν τον τομέα, μάλλον θα «πέσουν έξω» όσοι αισιόδοξοι αναμένουν περαιτέρω αύξηση των κερδών της εταιρείας κατά το τρέχον έτος, βασιζόμενοι στην αυξημένη κερδοφορία του πρώτου τριμήνου. «Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κανένας λόγος που να δικαιολογεί προσδοκία ότι τα εφετινά αποτελέσματα θα είναι καλύτερα των περυσινών» αναφέρουν οι κκ. Ph. Varin και G. de Sainte Marie, διευθύνων σύμβουλος και γενικός διευθυντής της εταιρείας. Μπορεί η τιμή του αλουμινίου να παραμένει υψηλά, αλλά η ζήτηση στην Ευρώπη ήδη εξασθενεί, προϊδεάζοντας για όχι και τόσο ευχάριστες αλλαγές, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν και σε περικοπές παραγωγής.


Μερικοί… απαισιόδοξοι σπεύδουν βεβαίως να υποθέσουν ότι η Πεσινέ υιοθέτησε εφέτος τόσο άνετη μερισματική πολιτική επειδή σκέπτεται να «αποχωρήσει» μετά το 2006, οπότε και τερματίζεται η σύμβαση της ελληνικής εταιρείας με τη ΔΕΗ για την παροχή φθηνού ρεύματος. Η εταιρεία όμως, όπως τονίζεται, αναζητεί διάφορες «εναλλακτικές λύσεις» και ως τα τέλη του έτους θα έχει επιλέξει την προσφορότερη. Ως τότε άλλωστε η Διαιτησία στην οποία έχουν προσφύγει η ΔΕΗ και η εταιρεία, για το θέμα της τιμής, θα έχει εκδώσει την απόφασή της, η οποία ασφαλώς θα συνεκτιμηθεί. Το μέρισμα που λαμβάνει η γαλλική εταιρεία από την ελληνική, για το 60,1% των μετοχών της που ελέγχει, ανέρχεται σε 11,49 δισ. δρχ.