Η συγκλονιστική ιστορία της δολοφονίας του Γιώργου Νικολαΐδη και της φίλης του Σούλας Καλαθάκη έφερε εκ νέου στο προσκήνιο τις απαγωγές ως μέσο εκβιασμού με στόχο το οικονομικό κέρδος. «Το Βήμα» παρουσιάζει τις πιο σημαντικές υποθέσεις της τελευταίας δεκαετίας



«Ανθρώπων πάντων μέτρον χρήμα». Η αντιστροφή της ρήσης του Πρωταγόρα έχει προ πολλού ισχύ νόμου στην κοινωνική ζωή, πόσο μάλλον στις μορφές οργανωμένης εγκληματικότητας. Δεν είναι τυχαίο που ο κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στο βιβλίο του «Η είδηση μιας απαγωγής», που βασίζεται στις απαγωγές και δολοφονίες συμπατριωτών του από το καρτέλ των εμπόρων ναρκωτικών της χώρας του κατά τη δεκαετία του ’80, σημειώνει: «Ενα ναρκωτικό πιο καταστρεπτικό και από τα κακώς ονομαζόμενα σκληρά μπήκε στην κουλτούρα του έθνους: το εύκολο χρήμα. Καλλιεργήθηκε η ιδέα πως ο νόμος είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ευτυχία, πως σε τίποτα δεν χρησιμεύει να μάθει κανείς να διαβάζει και να γράφει, πως ζει κανείς καλύτερα και πιο σίγουρα ως παράνομος παρά ως καλός πολίτης. Συνοπτικά: η χαρακτηριστική κατάσταση κοινωνικής διαφθοράς κάθε πολέμου σε επώαση».


Τηρουμένων των αναλογιών, οι σύγχρονες ­ επονομαζόμενες και «προηγμένες» ­ χώρες αντιμετωπίζουν το φάσμα της βίας σε πολλές μορφές. Οι απαγωγές άρχισαν να απασχολούν την ελληνική επικράτεια μετά το 1990 και σήμερα βρίσκονται στην επικαιρότητα με αφορμή μια είδηση με μη αναστρέψιμο αποτέλεσμα: απαγωγή μετά φόνου. Τη στιγμή που οι διωκτικές αρχές εντείνουν τις έρευνές τους για τον εντοπισμό του «γιατρού» και την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης Νικολαΐδη, που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, οι απαγωγές έρχονται στο «σκοτεινό» προσκήνιο. Το διπλό έγκλημα, που εμφανίστηκε σε κοινή θέα στο Σέσι Μαραθώνα, έφερε όλα τα στοιχεία ενός σίριαλ βγαλμένου από τη θλιβερή παράδοση της γειτονικής Ιταλίας, όπου οι «sequestri di persone», οι απαγωγές προσώπων δηλαδή, έχουν μακρόχρονη ιστορία.


Μια από τις πρώτες συγκλονιστικές υποθέσεις απαγωγής, που θεωρείται ως το εναρκτήριο «σάλπισμα» σε αυτού του τύπου εγκληματικές ενέργειες, ήταν εκείνη του Μαρσελίνο. 18 Μαρτίου 1990. Ο 17χρονος Γιάννης Τσατσάνης, ποδοσφαιριστής του Κεραυνού Αγίας Βαρβάρας, γνωστός και ως Μαρσελίνο, εξαφανίζεται από το σπίτι του. Δύο μέρες αργότερα, ο πατέρας του δέχεται ένα τηλεφώνημα. Μια άγνωστη αντρική φωνή λέει: «Εδώ ιταλιάνο καλό παιδί». Η γραμμή κλείνει για να ηχήσει, λίγο αργότερα, ξανά το τηλέφωνο: «Θέλουμε 150.000.000 δραχμές για να σου δώσουμε πίσω τον γιο σου». Οι απαγωγείς δίνουν το τηλέφωνο στον Μαρσελίνο. «Μπαμπά, κανόνισε μαζί τους, γιατί δεν θα με ξαναδείς…».


Ο Γιώργος Τσατσάνης, πατέρας του θύματος, είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με εμπορικές συναλλαγές που εκτείνονταν από την Ιταλία ως την Κίνα. Ενώ η τηλεφωνική οδύσσεια συνεχιζόταν επί καιρώ και η μαγνητοφωνημένη φωνή του γιου του ήταν μόνιμη επωδός σε κάθε επικοινωνία, ο πατέρας του Μαρσελίνο μάζεψε 50 εκατομμύρια δραχμές και έκλεισε ραντεβού με τους απαγωγείς στις 21 Απριλίου. Είχε ειδοποιήσει και την Αστυνομία αλλά δεν ήρθε κανείς. «Εσύ πολύ μιλάς» του είπαν αργότερα. Τραγική κατάληξη αυτής της ιστορίας ήταν η δολοφονία του Μάρσα, του παιδιού που όλοι έλεγαν «Μαραντόνα του Αιγάλεω». Τρεις μήνες μετά την απαγωγή ο θάνατος συμπλήρωσε το εφιαλτικό παζλ. Το σώμα του βρέθηκε θαμμένο σε κοπριές, μέσα σε μια στάνη. Τα μέλη της πολυπληθούς σπείρας, ανάμεσα στους οποίους ο Δημήτρης Αγαπητός, ο Κ. Σπινάρης και ο Τζίνο, συγγενής του θύματος, είχαν κίνητρο το χρήμα. Ο Βασ. Βασιλείου ή Τζίνο ήταν ο «κατάσκοπος» των απαγωγέων, αφού έδινε συνεχώς πληροφορίες από το οικογενειακό περιβάλλον του Μαρσελίνο για τις κινήσεις του πατέρα, για τη συγκέντρωση των χρημάτων που θα έδινε ως λύτρα στους απαγωγείς.


Και ενώ εκείνο το καλοκαίρι του ’90 κύλησε βαριά, μια άλλη περίεργη ιστορία τάραξε τον επόμενο Ιούλιο. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού φθάνει η Μπάρμπαρα Οσκανιάν, μητέρα της 12χρονης Ταμάρ. Εκεί την περιμένει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Ναούμ Τζίφρας, με εντολή να καταθέσει μήνυση για «απόπειρα εκβιασμού και απαγωγή». Τι είχε συμβεί; Η μικρή Ταμάρ έπεσε θύμα απαγωγής στην περιοχή Αυλάκι, στο Πόρτο Ράφτη. Στην προσπάθειά τους να πάρουν το κορίτσι, οι απαγωγείς έδωσαν χλωροφόρμιο στην 55χρονη γκουβερνάντα της, Βαρβάρα Καρούζου. Της έκλεισαν το στόμα με ένα πανί εμποτισμένο με ισχυρή δόση αναισθητικού. Η άτυχη γυναίκα πέθανε από καρδιά. Είχαν ζητήσει 2 εκατ. δολάρια ως λύτρα από την οικογένεια του Κεβόρκ Οσκανιάν, εμπόρου πολύτιμων λίθων. Η μικρή, επτά ώρες μετά την αρπαγή της, αφέθηκε ελεύθερη ενώ η Ασφάλεια ανέφερε ότι ο θάνατος της γκουβερνάντας χάλασε τα σχέδιά τους. Τον πληροφορήθηκαν σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν με τον πατέρα της 12χρονης, στην Αμβέρσα. Η Ταμάρ, μετά την απελευθέρωσή της, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Σχιστού. Τη βρήκε ένας τσιγγάνος που με το αυτοκίνητό του τη μετέφερε στον Κορυδαλλό και από εκεί ένας ταξιτζής την έφερε πίσω στο Πόρτο Ράφτη.


Οι απαγωγείς, σύμφωνα με τα στοιχεία από την κατάθεση της Ταμάρ, ήταν τέσσερις, τρεις άντρες και μια γυναίκα. Αλλά ποιοι; Επρεπε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να βρεθούν οι δράστες, μέσα από μιαν άλλη υπόθεση απαγωγής που συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς ένα απόσπασμα από τα αμερικανικά αστυνομικά εγχειρίδια, σχετικά με την αντιμετώπιση απαγωγών με κίνητρο τα λύτρα: «Σε τέτοιες περιπτώσεις την υπόθεση χειρίζονται οι οικείοι του απαχθέντος. Η Αστυνομία καταβάλλει προσπάθεια να συνεργαστεί, χωρίς όμως να επιδιώκει την ανάληψη πρωτοβουλιών αν δεν το επιθυμεί η οικογένεια του θύματος. Στο μέρος της συνάντησης για την είσπραξη των λύτρων δεν λαμβάνονται αστυνομικά μέτρα. Δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλες περιπτώσεις απαγωγών με διαφορετικά κίνητρα, όπως απελευθέρωση κρατουμένων ή φυλακισμένων, ικανοποίηση πολιτικών αιτημάτων, κρίση τρέλας, εκβίαση γενικά».


Το σχέδιο μιας απαγωγής έχει συχνά την πολυπλοκότητα ενός σεναρίου, με δράση που θα ζήλευε συχνά και ο κινηματογράφος του… σασπένς. «Ο μικρός Κωστάκης και τα παιγνίδια των μεγάλων» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της απαγωγής του Σεπτεμβρίου 1995, που σίγουρα ο 11χρονος Κώστας Δαλάκας δεν θα ξεχάσει, όσο και αν ο χρόνος απαλύνει την τραυματική εμπειρία. Η συμμορία του… AIDS έστησε μια από τις πιο δραματικές απαγωγές με μια επιστολή – απειλή. Το 11χρονο παιδί έμεινε όμηρος επί πέντε μέρες, ώσπου οι απαγωγείς να πάρουν από τους γονείς του 40 εκατ. δραχμές ως λύτρα. «Είμαστε φορείς του AIDS. Αν δεν πληρώσετε, θα μεταδώσουμε τον ιό στον γιο σας» έγραφαν σε επιστολή που έστειλαν στους γονείς του απαχθέντος, τη νομικό Θάλεια και τον ναυπηγό Αριστείδη Δαλάκα. Η απαγωγή έγινε στην Ανάβυσσο, όπου μένει η οικογένεια. Σημείο – κλειδί το κερδοφόρο δελτίο του ΛΟΤΤΟ που είχε παίξει η γιαγιά του μικρού Κώστα. Μετά την πενθήμερη ομηρεία, ο μικρός απελευθερώθηκε, αφού οι απαγωγείς πήραν στο χέρι 40 εκατομμύρια δραχμές. Το παιδί επέστρεψε σώο στην οικογένειά του και από εκεί ξεκίνησε το κυνήγι της Αστυνομίας για την… τιμή των όπλων, άλλως ειπείν τη σύλληψη των δραστών. Αλλωστε, όπως επισήμαινε τότε ο καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Ιάκωβος Φαρσεδάκης, «αν μείνουν ατιμώρητοι οι δράστες, θα βρεθούν μιμητές» («Το Βήμα», 24.9.95).



Εβδομήντα μέρες μετά, η κοινή γνώμη ξαφνιάστηκε και πάλι. Αυτή τη φορά από την ανακοίνωση των προσώπων που εμπλέκονταν στην υπόθεση. Η θεία του Κωστάκη Δαλάκα συμμετείχε στη συμμορία των απαγωγέων! Η 31χρονη Φανή Χατζηρουσσέα ήταν ο πιο δυνατός κρίκος, δίπλα στον «εγκέφαλο» της σπείρας Γιάννη Χειλά, έμπορο αυτοκινήτων, με τον οποίο συγκατοίκησε δύο μήνες μετά την απαγωγή και ενώ αυτός είχε καταθέσει δέκα εκατομμύρια στην τράπεζα (αμέσως μετά την είσπραξη των λύτρων). Ο ανιψιός του Χειλά, ο Χρήστος, ήταν αυτός που φώτισε εις διπλούν τόσο την απαγωγή Δαλάκα, όσο και την απαγωγή της Ταμάρ. Ο νεαρός Χρήστος Χειλάς, λίγο μετά την απαγωγή της 12χρονης στο Πόρτο Ράφτη, είχε φύγει για ένα χρόνο στη Γερμανία, χωρίς κανείς να γνωρίζει τότε το γιατί… «Τα κάναμε όλα για τα λεφτά» δήλωσαν στο δικαστήριο.


Το 1995 ήταν χρονιά… επιδημίας απαγωγών με ουρά το 1996. Ο επιχειρηματίας Αλέξανδρος Χαΐτογλου κατέβαλε λύτρα – ρεκόρ για να αφεθεί ελεύθερος, μετά την απαγωγή του: 260 εκατομμύρια δραχμές. Ο απαχθείς εγκαταλείφθηκε στο ΚΤΕΛ υπεραστικών λεωφορείων Καρδίτσας, ύστερα από 80 ώρες κράτησης. Ο αδελφός του Κώστας, πρόεδρος του μπάσκετ του Ηρακλή, ήταν ο υπερτυχερός τότε της κλήρωσης του ΛΟΤΤΟ με 160 εκατομμύρια δραχμές αλλά οι απαγωγείς ζήτησαν πολύ περισσότερα. Ενα μήνα αργότερα, το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου 1996, έμελλε να είναι βασανιστικά μακρύ για την 24χρονη καθηγήτρια ξένων γλωσσών Ζέτα Κουκέα. «Επέστρεφα στο σπίτι μου, στο Ν. Ψυχικό. Μόλις παρκάρισα το αυτοκίνητό μου, με απήγαγαν άγνωστοι με καλυμμένα τα πρόσωπά τους και με μετέφεραν σε ένα σπίτι… Ημουν τρομοκρατημένη». Την κράτησαν τέσσερις ημέρες, ώσπου συμφώνησαν με τον πατέρα της, έμπορο αυτοκινήτων, Παν. Κουκέα, για την είσπραξη των 49,4 εκατ. δραχμών ως λύτρα, ενώ αρχικά ζητούσαν 400 εκατομμύρια δραχμές. Η παράδοση των χρημάτων έγινε στο τούνελ της Πανεπιστημιούπολης. Το σχέδιο της απαγωγής είχε καταστρωθεί από τον Πέτρο Καμπούρη, ο οποίος είχε επιχειρήσει να αγοράσει ταξί από τον πατέρα του θύματος. Λόγω οικονομικών προβλημάτων του Καμπούρη, η αγοραπωλησία δεν έγινε αλλά γεννήθηκε η ιδέα της απαγωγής της κόρης του πλούσιου επιχειρηματία.


Οι γόνοι ευκατάστατων οικογενειών είναι συχνότατα στόχος των κακοποιών, που δρουν με τη μέθοδο της απαγωγής για να βγάλουν λεφτά. Ξέρουν ότι προβάλλοντας τη δική τους συναισθηματική ψυχρότητα ενεργοποιούν την ψυχολογική πίεση των οικείων και τους μηχανισμούς σιωπής για να μην τους προδώσουν. Το μετά μιας απαγωγής τυραννά για καιρό τα θύματα και πόσο μάλλον όταν είναι σε τρυφερή ηλικία. «Οταν πήραμε το παιδί από την Ασφάλεια, είδαμε ότι δεν είχε εξωτερικά τραύματα. Υστερα όμως άρχισε η δεύτερη φάση του δράματος. Το παιδί για ένα μήνα μόλις νύχτωνε και ήταν στο κρεβάτι του τραβούσε τα σεντόνια και έλεγε «δεν θέλω να με πετάξετε στα σκουπίδια». Σήμερα το παιδί είναι πολύ καλύτερα αλλά δεν κοιμάται στο κρεβάτι του. Κοιμάται μαζί μας, στο δικό μας κρεβάτι. Ε, δεν είναι ένα φυσιολογικό παιδί αυτό» έλεγε στην κατάθεσή του στο Κακουργιοδικείο Χανίων ο Δημήτρης Λουλάκης, πατέρας της εξάχρονης Ελένης που έπεσε θύμα απαγωγής τον Ιανουάριο του 1997, στο Ηράκλειο Κρήτης. Την απήγαγαν έξω από το ιδιωτικό σχολείο Παγκρήτιο του Ηρακλείου. Παρασκευή 24 Ιανουαρίου, στις 11.20 το πρωί. Μια γυναίκα (η Δήμητρα Καμπά) επικοινωνεί με τον οδηγό του σχολικού, ισχυριζόμενη ότι είναι η θεία της Ελένης, ζητεί να ετοιμάσουν τη μικρή γιατί θα περάσει να την πάρει.


Στις 12.30 εμφανίζεται στην είσοδο του Παγκρήτιου Εκπαιδευτηρίου και με τη μικρή κατηφορίζει τη λεωφόρο Κνωσού, συναντά την Καλλιόπη Κυριακάκη και μαζί φθάνουν στο σπίτι της οδού Νεάρχου Κορακάκη 33, που μετατρέπεται σε κρησφύγετο. Από εκεί τηλεφωνούν στον πατέρα της μικρής, Δημήτρη Λουλάκη, διευθυντικό στέλεχος στην αντιπροσωπεία της Φορντ. Η Καμπά λέει: «Το δέμα το έχουμε εμείς. Για να το πάρεις, θέλουμε 120 εκατομμύρια δραχμές». Η αντίστροφη μέτρηση για τους απαγωγείς άρχισε όταν ο οδηγός του σχολικού λεωφορείου ανέφερε ότι αντιλήφθηκε σε κοντινή απόσταση από το σχολείο την Καλλιόπη Κυριακάκη, η οποία «έστρεψε την πλάτη της μόλις είδε το σχολικό λεωφορείο». Ηταν γνωστή του, αφού στο παρελθόν είχε δουλέψει ως οικιακή βοηθός στο σπίτι της μητέρας του κ. Κοπιδάκη, ιδιοκτήτη του Παγκρητίου. Το γεγονός ότι το παιδί έδειξε να γνωρίζει τη γυναίκα που την πήρε, οδήγησε στην Καμπά, ιδιοκτήτρια βρεφονηπιακού σταθμού στο οποίο πήγαινε παλαιότερα η μικρή. Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν επίσης ο γιος της Καμπά και ο φίλος τους Βαρδής Σαρτζετάκης, τους οποίους έκρινε καταδικαστέους το δικαστήριο.


Αν και η Ελλάδα δεν είναι χώρα με παράδοση στις απαγωγές, υπάρχει πλούσια προϊστορία από περιβόητους λήσταρχους, κατά τον 19ο αιώνα. Οι απαγωγές τότε ήταν το «γερό χαρτί» για τους ληστές της υπαίθρου, που αιχμαλωτίζοντας ξένους ταξιδιώτες ή Ελληνες με «ειδικό» ενδιαφέρον εξασφάλιζαν λεφτά και μερικές φορές αμνηστία. Τα βράδια στον Πειραιά του 1855, τέλος καλοκαιριού, ήταν απόλαυση για τους περιπατητές. Το ίδιο σκεφτόταν και γάλλος λοχαγός Μπερτό, ως τη στιγμή που βρέθηκαν στον δρόμο του επτά φουστανελοφόροι, μέλη της συμμορίας του Νταβέλη. Τον απαλλάσσουν από τα… περιττά, ρολόγια, παράσημα και χρήματα, και αρχίζουν την πεζοπορία στα λημέρια των ληστών. Εχουν πιάσει και έναν χωροφύλακα, ο οποίος γίνεται ο φορέας μηνυμάτων για την είσπραξη των λύτρων. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δυσμενή θέση. Οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας απαιτούν την πληρωμή των χρημάτων από την κυβέρνηση, η οποία όπως είναι φυσικό ενδίδει.


Τον Δεκέμβριο της ίδια χρονιάς, στόχος των ληστών γίνεται η οικία του βουλευτή Νικολάου Βουδούρη. Θεαματική κίνηση. Είκοσι ληστές εισβάλλουν και κατ’ αρχάς εξαναγκάζουν τον γαμπρό του βουλευτή να παίξει παρέα τους χαρτιά! Φεύγοντας παίρνουν μαζί τους αιχμαλώτους με σκοπό να ζητήσουν εκτός των άλλων ασυλία. Η κόρη του βουλευτή είναι ανάμεσά τους. Για την απελευθέρωσή της ο Βουδούρης πλήρωσε 40.000 δραχμές άνευ αμνηστίας…


Η απαγωγή πάντως που συγκλόνισε την Ελλάδα του 19ου αιώνα έγινε το 1870 επί κυβερνήσεως Ζαΐμη. Κοντά στο Πικέρμι, μια χαρούμενη παρέα αλλοδαπών επιστρέφει από εκδρομή στο Μαραθώνα, συνοδεία τεσσάρων έφιππων χωροφυλάκων. Εκεί τους την έχουν «στημένη» οι ληστές και τους επιτίθενται. Τραυματίζουν δύο χωροφύλακες και κατευθύνονται προς την Πάρνηθα, όπου συναντούν τους αρχηγούς Αρβανιταίους και τον περιβόητο Σπανό. Απελευθερώνουν τις γυναίκες για να μην καθυστερούν στις μετακινήσεις τους και όταν εμφανίζεται μπροστά τους στρατιωτικό απόσπασμα απειλούν ότι θα εκτελέσουν τους αιχμαλώτους. Φθάνουν στο λημέρι τους και αρχίζουν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση που δεν καταλήγουν πουθενά επί δέκα μέρες. Η δράση τους δημιουργεί διπλωματικό επεισόδιο ενώ η απαίτηση των ληστών να τους δοθεί αμνηστία προκαλεί τριγμούς στην κυβέρνηση. Οι ληστές βρίσκονται στον Ωρωπό και ο Στρατός ετοιμάζει επίθεση. Οι χωρικοί τους ειδοποιούν όμως και οι ληστές φεύγουν προς το Δήλεσι. Εκεί αποφασίζουν να εκτελέσουν τους αιχμαλώτους. Τους σκότωσαν φθάνοντας στο Δήλεσι. Το μονοπάτι που ακολούθησαν σπάρθηκε από πτώματα…