Υπάρχουν μέσα στην ψυχή μας εικόνες, όπως αυτή της μητέρας, που βρίσκονται εκεί χαραγμένες ανεξίτηλα από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας; Νέοι ερευνητές στρέφονται προς τα πίσω και αναγνωρίζουν ότι κάποιες από τις θεωρίες του Γιουνγκ, αν και δεν διατυπώθηκαν ποτέ με αυστηρά επιστημονικούς όρους, φαίνεται να επαληθεύονται. Υπάρχει, για παράδειγμα, κάτι σαν συλλογικό υποσυνείδητο, μια βάση δεδομένων που χρειάστηκε αιώνες για να συγκροτηθεί αλλά συνοδεύει πλέον κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Εκεί έχουν αποκρυσταλλωθεί πρότυπα ψυχονοητικής συμπεριφοράς και βρίσκονται τα θεμέλια πολλών εκδηλώσεων του ανθρώπου, όπως οι μύθοι, οι αριθμοί, οι συμβολισμοί, οι αρχές της τέχνης και της επιστήμης.


Οι νέοι γονείς βλέποντας τον δεσμό ανάμεσα στο νεογέννητο μωρό τους και στη μητέρα του νομίζουν πως ξέρουν και να τον εξηγήσουν. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ζευγαριού μητέρας – παιδιού σκέπτονται ότι πολύ απλά το δέσιμο μεταξύ τους είναι αποτέλεσμα της περιποίησης και της τροφής που παρέχονται συνήθως αφειδώς τις πρώτες ημέρες από τη μία πλευρά. Κατά τους ερευνητές όμως της ανθρώπινης ψυχής από τον καιρό του Γιουνγκ, στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας, ως τους σημερινούς, που ζουν το τέλος του, το βρέφος προσκολλάται στη μητέρα μόλις εκείνη αρχίσει να το θηλάζει. Οχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί μέσα του υπάρχει μια αρχετυπική εικόνα της έννοιας της μητέρας – τροφού. Ετσι η παρουσία του στήθους της ενεργοποιεί τον νοητικό μηχανισμό που το βοηθάει να αρχίσει με τη μία, και χωρίς καθοδήγηση, να ψάχνει για το γάλα του. Φυσικά υπάρχει και στην άλλη όχθη, μέσα στη μητέρα, το αρχέτυπο ενός παιδιού, που αν όλα πάνε καλά θα προβληθεί στο νεογέννητο.


Η έννοια του αρχετύπου


Ο όρος αρχέτυπο σημαίνει αρχικός τύπος, ό,τι δηλαδή θα χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλο. Τα αρχέτυπα μας καθοδηγούν σε ορισμένες βασικές συμπεριφορές όντας αντιπρόσωποι, ως προς τα πιο χαρακτηριστικά τους στοιχεία, εικόνων, ιδεών, εμπειριών και συναισθημάτων. Στα αρχέτυπα μελετητές διαφόρων σχολών βρίσκουν τα θεμέλια πολλών εκδηλώσεων του ανθρώπου, όπως των μύθων, της λογοτεχνίας, της τέχνης, των συμβολισμών και όλων των βασικών συλλήψεων της επιστήμης.


Η ύπαρξη των αρχετύπων έχει γίνει ήδη δεκτή, άμεσα ή έμμεσα, σε πολλές επιστήμες: στην Εθνολογία ως συλλογικές αναπαραστάσεις, στη Βιολογία ως πρότυπα συμπεριφοράς και μορφογενετικά πρότυπα, στην Ιστορία ως μοντέλα επανάληψης των βασικών γεγονότων, στη Συγκριτική Μυθολογία και Εθιμογραφία ως θέματα με παρόμοια χαρακτηριστικά, στην Κυβερνητική ως κατασκευή βασικών δυναμικών σχημάτων για την εξομοίωση διαδικασιών. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η παρουσία της έννοιας του αρχετύπου, το οποίο είναι κάτι πολύ σύνθετο.


Είναι κάτι που βιώνεται με τις εικόνες, τις ιδέες, τις εμπειρίες, με αρχετυπική δομή και παραγωγό τον μη συνειδητό νου. Αλλά η βασική και γενική δομή των περιεχομένων μέσα μας αρχετύπων είναι παγκόσμια και προϋπάρχει. Η προϋπάρχουσα δομή είναι αδύνατο να παρασταθεί και λειτουργεί ως ρυθμιστής εκείνου του υλικού που αναπαρίσταται. Ετσι, το αρχέτυπο ως εμπειρικό φαινόμενο καθορίζεται από το πού, το πότε και προσωπικές συνθήκες αλλά είναι, από την άλλη πλευρά, ιδεατό γενικό δομικό σχέδιο, ανεξάρτητο από συνθήκες, αποτελώντας ουσιαστικό συστατικό της ψυχής, του πνεύματος και του νου.


Η δυσκολία, που προκαλεί παρανοήσεις, έγκειται στο ότι τα αρχέτυπα είναι, κατά κάποιο τρόπο, πραγματικά. Δηλαδή είναι δυνατόν να αναγνωριστούν εμπειρικά ορισμένες καταστάσεις, με την αιτία τους να περιγράφεται ως αρχέτυπο. Κάτι τέτοιο το ξέρουμε στη Φυσική για καταστάσεις με αιτία τους, υποτίθεται, το άτομο, που όμως γι’ αυτές είναι απλώς ένα πρότυπο ή όπως τα Μαθηματικά έχουν ως βάση τον αριθμό αλλά δεν είναι κάποιο δεικνυόμενο ον.


Κανένας δεν είδε ποτέ ένα αρχέτυπο, ούτε ένα άτομο, ούτε έναν αριθμό. Αλλά είναι γνωστό ότι όλα αυτά λειτουργούν, με τον τρόπο του το καθένα: το ένα παράγει την πρώτη ύλη όλης της δημιουργικότητας, το άλλο την ύλη και εκρήξεις, το τρίτο τα Μαθηματικά. Οταν λοιπόν λέμε άτομο ή αριθμός, στην ουσία εννοούμε ένα πρότυπο, μια ιδέα, μια εικόνα, μια σύλληψη, μια έννοια και όχι κάποιο υλικοφυσικό αντικείμενο. Ομοια, όταν λέμε αρχέτυπο εννοούμε την ιδέα, την εικόνα που αντιστοιχεί σε αυτό και ποτέ το πράγμα καθαυτό, που σε όλες τις περιπτώσεις είναι κάποιο υπερβατικό μυστήριο. Ποτέ ένας φυσικός ή μαθηματικός δε θα πίστευε ότι έχει χτυπήσει τον στόχο του, με το πρότυπο του ατόμου ή την έννοια του αριθμού, αντίστοιχα, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι χειρίζεται ένα δυναμικό σχήμα ή μοντέλο που απλώς φανερώνει γεγονότα.


Πρέπει να κάνουμε όμως διάκριση μεταξύ του αρχέτυπου καθαυτού, δηλαδή του μη αντιληπτού, που είναι δυνητικά παρόν σε κάθε δομή, και του εκδηλωμένου αρχετύπου, που γίνεται αντιληπτό και εισέρχεται στο πεδίο της συνείδησης. Το εκδηλωμένο αρχέτυπο εμφανίζεται ως αρχετυπική εικόνα, που η μορφή της μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζεται στο περιβάλλον ως αρχετυπικός τρόπος δράσης, ως αρχετυπική διαδικασία, ως αρχετυπική στάση, ως αρχετυπική ιδέα, ως αρχετυπική εμπειρία. Ολα αυτά, αν ενεργοποιηθούν υπό ορισμένες συνθήκες, αναδύονται από τη μη συνειδητή ως τώρα κατάστασή τους και γίνονται κατά κάποιο τρόπο ορατά. Ετσι, το αρχέτυπο μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο σε στατική μορφή, αλλά και με μια δυναμική διαδικασία και στην πραγματικότητα όλες οι τυπικές ανθρώπινες εκδηλώσεις της ζωής, βιολογικές, ψυχικές, πνευματικές, στηρίζονται σε μια αρχετυπική βάση.


Τα αρχέτυπα στη λογοτεχνία


Ο Jung εφάρμοσε τη θεωρία του για το συλλογικό υποσυνείδητο και τα αρχέτυπα στη λογοτεχνία και υποστήριξε ότι σε ένα αληθινά συμβολικό έργο τέχνης η πηγή των εικόνων δεν βρίσκεται στο προσωπικό υποσυνείδητο του συγγραφέα (αυτό θα έκανε το έργο ένα συμπτωματολογικό αλλά όχι συμβολικό προϊόν), αλλά στον χώρο της ασύνειδης μυθολογίας, της οποίας τα αρχέγονα περιεχόμενα αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Στις μυθολογίες όλων των πολιτισμών καθώς και στα όνειρα και στα λογοτεχνικά δημιουργήματα παρουσιάζονται αυτές οι αρχέγονες εικόνες ή αρχέτυπα, που δεν ανήκουν στο ατομικό πνεύμα ή στο πνεύμα του συγκεκριμένου πολιτισμού αλλά στο αχανές ασύνειδο πνεύμα, που αποτελεί το υπόστρωμα όλων των επιμέρους ατομικών πνευμάτων.


Στην εμφάνιση αυτών των αρχετύπων οφείλουν τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα τη μεγάλη δύναμή τους να συγκινούν. Νιώθουμε ξαφνικά μια εξαιρετική ανακούφιση σαν να μας παρασύρει ή να μας κυριεύει μια ακατανίκητη δύναμη, γιατί βλέπουμε να μας αποκαλύπτονται οι βαθύτερες πηγές της ζωής. Ο Jung λέει ότι το αρχετυπικό περιεχόμενο εκφράζει ένα σχήμα λόγου (μια ταύτιση του ήλιου με τον βασιλιά ή του παιδιού με τον Θεό) και αποτελεί μέρος ενός μύθου. Οι μύθοι έχουν έναν ασύνειδο νοηματικό πυρήνα, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ανακληθεί στο συνειδητό αλλά ως ένα βαθμό μπορεί να προσεγγισθεί με περιγραφικά μέσα.


Το συλλογικό υποσυνείδητο είναι γεμάτο από αρχετυπικά σχήματα, που μοιράζεται όλο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτόν τον λόγο το έργο του καλλιτέχνη γίνεται παγκόσμιος πόλος έλξης και καταφύγιο κάθε διψασμένης ψυχής, η οποία βλέπει εκεί την πραγμάτωση αιτημάτων που η ίδια ήταν ανίκανη να μετουσιώσει σε τέχνη. Ο πραγματικός καλλιτέχνης ξέρει πώς να επεξεργάζεται τα περιεχόμενά του, έτσι ώστε αφαιρώντας την προσωπική χροιά να βρίσκει την πεμπτουσία τους, που είναι υπερπροσωπική. Εχει την ικανότητα να παρουσιάζει πιστά αυτά τα περιεχόμενα, δίχως αναπαραστατικές αδεξιότητες ή ατέλειες. Οι άνθρωποι έλκονται από την παγκοσμιότητά του, από τη δεξιοτεχνία του και από τις επωφελείς για την ψυχή τους υποδηλώσεις του. Το έργο τέχνης μάς βοηθάει να αφομοιώσουμε τις αγωνίες και τους φόβους μας, γιατί υπερβαίνει τους αμυντικούς μηχανισμούς της εγωικής συνείδησης. Παρασυρόμενοι από τον εγγενή κόσμο της συμβολικής τέχνης λυτρωνόμαστε, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την τέχνη ως λύτρωση και τον καλλιτέχνη ως λυτρωτή. Στο αληθινά μεγάλο έργο τέχνης ο καλλιτέχνης καθαίρει αυτό το έργο από κάθε λογής προσωπικά στοιχεία, πηγαίνει, με μια υπερβατική λειτουργία, πέρα από το προσωπικό και ιδιωτικό ή τουλάχιστον του δίνει υπερπροσωπικές προεκτάσεις, ώστε να γίνεται πανανθρώπινο.


Με την εισαγωγή της έννοιας του συλλογικού ασυνειδήτου μπορούμε να πούμε ότι ο καλλιτέχνης δεν καθαίρει συνειδητά τα περιεχόμενα του ατομικού ασυνειδήτου από τις προσωπικές προσμείξεις, αλλά είναι μεγάλος καλλιτέχνης, στο μέτρο όπου μπορεί, και δίνει σχήμα αποδεκτό και ευχάριστο των αρχετυπικών εικόνων που συλλαμβάνει, μοιράζεται, κατανοεί, και στις οποίες φυσικά ανταποκρίνεται θετικά ολόκληρη η ανθρώπινη φυλή. Ο Jung δεν βλέπει στα διανθρώπινα και διαχρονικά σύμβολα απλώς την επιβίωση ορισμένων μορφών σκέψης, αλλά γι’ αυτόν τα αρχέτυπα είναι ανεξάρτητες οντότητες, που δομούν το συλλογικό υποσυνείδητο. Αυτές οι οντότητες είναι άφθορες στην ουσία τους και συνιστούν τον ακλόνητο άξονα γύρω από τον οποίο η ανθρώπινη ψυχή περιστρέφεται πραγματοποιώντας τις αναρίθμητες παραλλαγές της. Αν ξέρουμε τι συμβαίνει στην ψυχή του καλλιτέχνη, μαθαίνουμε τι σημαίνει το έργο του. Αν ξέρουμε τι σημαίνει το έργο, μαθαίνουμε τι συμβαίνει στην ψυχή του καλλιτέχνη. Καλλιτέχνης και έργο βρίσκονται προφανώς σε αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση, αλληλενέργεια.


Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα έργα εκείνα που είναι δημιουργήματα της εγωικής συνείδησης κρατάνε κάτι από τον λογικό κόσμο, την καθημερινότητα, την ιδιαιτερότητα του προσωπικού και είναι έργα επιδερμικά, επιφανειακά, χωροχρονικά περιορισμένα, δείχνουν το μερικό και όχι το γενικό. Αντίθετα, τα έργα που εκφράζουν το συλλογικό στην αιωνιότητά του, που εκφράζουν την ασύνειδη φυλετική μνήμη, που διαπερνούν τους περιορισμούς της λογικής και της καθημερινότητας αγγίζοντας τα βάθη της ανθρώπινης φύσης και ψυχής, τα έργα αυτά μπορούν να θεωρηθούν μεγάλα.


Ο δημιουργός τους λειτούργησε όχι ως προσωπικότητα, αλλά ως φορέας του δημιουργικού, ως ένα απρόσωπο μέσο για να ακουστεί ο γενικότερος προβληματισμός, λειτούργησε πέρα από το εγώ του, έχοντας, έστω προς στιγμή, ξεπεράσει την τάση του να ξεχωρίσει και έχοντας έτσι ενταχθεί ξανά στην αδιαφοροποίητη ενότητα. Στην περίπτωση αυτή, μιλάμε για μεγάλη, για αντικειμενική τέχνη. Και πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, αφού έτσι κι αλλιώς το υποσυνείδητο έχει τη δομή μιας γλώσσας, τα αρχέτυπα και οι αρχέγονες εικόνες αποτελούν έναν κώδικα επικοινωνίας, που χρησιμοποιείται ασυνείδητα, πηγαία και αυθόρμητα, κοινό σε ποιητή και αναγνώστη. Συνεπώς, ένα τέτοιο έργο μπορεί να μπει στην ψυχή από την «πίσω πόρτα» και όχι μέσα από τη λογική ανάλυση, με μια διά του ασυνειδήτου γνώση, οραματικά, διαισθητικά, ενορατικά.


Τα αρχέτυπα στην επιστήμη


Κατά τον Jung, ο αριθμός στα Μαθηματικά και το άτομο στη Φυσική είναι αρχέτυπα, τα οποία έγιναν συνειδητά. Εφαρμογές των αρχετύπων βρίσκουμε στις επιστήμες της Βιολογίας και της Κοινωνιολογίας, στη δυναμική των Μη Γραμμικών Συστημάτων, στην επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, στην Κβαντομηχανική, στη Φυσική Φιλοσοφία, στην Αρχιτεκτονική. Πράγματι, η ανακάλυψη ή η επινόηση προτύπων αρχετυπικής φύσης και η χρησιμοποίησή τους στις επιστήμες φαίνεται πως αποτελεί την πρωτοπορία σε εντελώς τεχνικούς και εφαρμοσμένους κλάδους. Καλό παράδειγμα εδώ είναι ο αρχιτέκτονας Alexander (που γράψαμε γι’ αυτόν παλαιότερα εδώ στο «Βήμα»), οι απόψεις του οποίου χρησιμοποιήθηκαν από τους προγραμματιστές των κομπιούτερ, καθώς και ο αρχετυπικός προγραμματισμός, που εφαρμόζεται στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας. Σύμφωνα με αυτόν, ένα αρχετυπικό πρόγραμμα – σκελετός έχει τη δυνατότητα να πάρει πολλές μορφές, χωρίς να χάνει τον βασικό δομικό του χαρακτήρα και να εφαρμοστεί ανάλογα με το αντικείμενο.


Μία από τις πιο έγκυρες φωνές σχετικά με τα μυστήρια του εγκεφάλου είναι αυτή του Τζέραλντ Εντελμαν, τον οποίο ο έλληνας αναγνώστης μπορεί να βρει και να μάθει τη θεωρία του περί νευρωνικού δαρβινισμού στο βιβλίο «Αιθέρας θεϊκός, Λαμπερή φωτιά» (εκδόσεις Κάτοπτρο). Ενας μελετητής των αρχετύπων, ο Αντονι Στίβενς, στο καινούργιο βιβλίο του «Private Myths: Dreams and Dreaming» γράφει ότι η θεωρία του Γιουνγκ περί αρχετύπων επαναφέρεται με τον Εντελμαν στο προσκήνιο. Θεωρεί μάλιστα ότι η κάπως ασαφής θεωρία του Γιουνγκ να χωριστεί ο νους σε τρία μέρη ­ στο συνειδητό, στο προσωπικό υποσυνείδητο και στο συλλογικό υποσυνείδητο ­ επιβεβαιώνεται από τα όσα ο νευροφυσιολόγος Πολ Μακ Λιν το 1973 παρουσίασε σε βιβλίο, όπου γι’ αυτόν ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι τρεις εγκέφαλοι σε έναν.


Ο πρώτος αντιστοιχεί στην περίοδο εξέλιξής μας ως νεοθηλαστικά, ένας για την προηγούμενη περίοδο των παλαιοθηλαστικών και ένας απομεινάρι της περιόδου των ερπετών με όλα τα αρχέτυπα διατηρημένα από τις διάφορες αυτές περιόδους.


Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε μόλις τον Ιούλιο αυτής της χρονιάς στο περιοδικό «Discovery» μαθαίνουμε ότι την έννοια του αριθμού την μοιραζόμαστε ως αρχέτυπη γνώση και με τα περιστέρια και με τους ποντικούς, ενώ από άλλα πειράματα έχει ήδη διαπιστωθεί ότι μωρά λίγων μόλις μηνών έχουν ήδη την έννοια μικρών αριθμών όπως το ένα και το δύο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως σήμερα τα αρχέτυπα βρίσκονται παντού και αυτό είναι φυσιολογικό, αφού βρίσκονται στον νου και στην ψυχή μας.


Την έννοια του αρχετύπου εισήγαγε τόσο ο Ηράκλειτος, που αντιμετώπιζε την ψυχή ως την αρχετυπική πρώτη αρχή, όσο και ο Πυθαγόρας, που θεωρούσε τον αριθμό αρχετυπικό στοιχείο του κόσμου. Η έννοια αυτή δομήθηκε από τον Πλάτωνα στη θεωρία των μορφών, όπου υποστηρίζει ότι η ουσία ενός πράγματος ή μιας έννοιας είναι η υποκείμενη μορφή ή ιδέα του και ότι αληθινή γνώση αποκτάται όταν η ψυχή φτάσει στην ανάμνηση των αρχέτυπων ιδεών.


Ο όρος αρχέτυπο συναντάται στα Ερμητικά κείμενα, στον Φίλωνα, στον Ειρηναίο, στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και στον Αυγουστίνο. Συγκεκριμένα, στο Corpus Hermeticum ο Θεός ονομάζεται «το αρχέτυπον φως», ενώ υπάρχει και η έκφραση «είδες εν τω νω το αρχέτυπον είδος». Στον Φίλωνα τον συναντάμε σε σχέση με την εικόνα του Θεού, που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, και σε εκφράσεις όπως «αρχέτυπος σφραγίς» και «αρχέτυπον παράδειγμα». Ο Ειρηναίος λέει: «Ο δημιουργός του Κόσμου δεν έπλασε αυτά τα πράγματα κατευθείαν από τον εαυτό του, αλλά τα αντέγραψε από αρχέτυπα έξω από τον εαυτό του». Στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη υπάρχουν εκφράσεις όπως «άυλα αρχέτυπα» και «αρχέτυπος λίθος». Ο Πλωτίνος αναφέρει την έκφραση «πολύ αρχετυπώτερον και αληθέστερον», ενώ ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς λέει: «αρχέτυπον της αληθείας». Τέλος, ο Αυγουστίνος λέει τα εξής: «Οι πρωταρχικές ιδέες είναι καθορισμένες μορφές, σταθερές και αμετάβλητες αιτίες πραγμάτων, καθαυτές άμορφες, αιώνιες και ομοιότροπες, οι οποίες εμπεριέχονται στη θεία κατανόηση. Μολονότι οι ίδιες δεν χάνονται, όλα όσα μπορούν να δημιουργηθούν και να χαθούν διαμορφώνονται σύμφωνα με το πρότυπό τους. Η ψυχή δεν μπορεί να τις διακρίνει, εκτός και αν είναι η ορθολογική ψυχή».


Από καθαρά φιλοσοφική άποψη, το αρχέτυπο μπορεί να θεωρηθεί πλατωνικό είδος ή αριστοτελική κατηγορία εμπειριών, ενώ από επιστημονική άποψη εμπειρική περιγραφή ενός γεγονότος, το οποίο χαρακτηρίζει τις δομικές μορφές που βρίσκονται στη βάση του συνειδητού, όπως ακριβώς το κρυσταλλικό πλέγμα βρίσκεται στη βάση της διαδικασίας κρυστάλλωσης.


Στο ενδιαφέρον της σύγχρονης εποχής τα αρχέτυπα τα έφερε ο Jung, με τη θεωρία των αρχετύπων που διατύπωσε, και στο επιστημονικό ενδιαφέρον ήρθαν με την υπόθεση των αρχετύπων των Jung – Pauli, την οποία συνέχισε κυρίως η Von Franz. Ο Jung απλώς εφάρμοσε μια έτοιμη άποψη στα σύγχρονα προβλήματα, συνεχίζοντας στην ίδια γραμμή εξέλιξης, και είναι φανερό πως όλοι οι ασχολούμενοι με το θέμα των θεμελίων και της φιλοσοφίας των επιστημών δεν θα έπρεπε να την αγνοούν. Το γιατί συμβαίνει αυτό ή γιατί δεν αντιλαμβάνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο το συγκεκριμένο αρχέτυπο το εξηγεί ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης:


«Μπορεί όμως να πει κανείς πως η σφραγίδα δεν είναι η ίδια και πλήρης σε όλες τις αποτυπώσεις της. Βέβαια δεν είναι η αιτία η ίδια η σφραγίδα, γιατί συμμετέχει ολοκληρωτικά και παρόμοια σε κάθε περίπτωση, αλλά οι διαφορές των συμμετεχόντων που κάνουν τις αποτυπώσεις διαφορετικές, αν και το αρχέτυπο είναι ένα, πλήρες και το ίδιο σε κάθε περίπτωση».