Εν έτει 1961 το νεοϋορκέζικο Συμβούλιο για την Ασφάλεια ανακοίνωνε ότι 49 από τους 54 πολίτες που είχαν παρουσιάσει τον Οκτώβριο προβλήματα με τη μέση τους είχαν επιδοθεί σε μαραθώνια τουίστ. Την ίδια χρονιά ο υπάλληλος μιας αντιπροσωπείας αυτοκινήτων παθαίνει καρδιακή προσβολή χορεύοντας τουίστ σε ένα εργασιακό… πάρτι και αλλόφρων η σύζυγός του, μια χυμώδης αμερικανίδα νοικοκυρά, σπεύδει να υποβάλει μήνυση στην εταιρεία. Ο Τσάμπι Τσέκερ μπαινοβγαίνει στα τζούκμποξ των 10 σεντς και η νεοαφιχθείσα μόδα ­ κάτι σαν να τρίβεις την πλάτη σου με μια πετσέτα ή να «τσαλακώνεις» με το μοκασίνι σου μια γόπα ­ κατασκηνώνει στο περίφημο «Peppermint Lounge» («Σαλόνι Μέντας») της Times Square. Κυκλοφορούν κοστούμια τουίστ, κομμώσεις τουίστ, μανικετόκουμπα και καραμέλες τουίστ. Μόνο που η εν λόγω μανία, όπως άλλωστε και όλες οι συγγενείς μανίες ­ το χάλι-γκάλι, το limbo, το mashed potato, το frug, το watusi ­, θα κρατήσει όσο ένας παρατεταμένος λικνισμός των γοφών: δυο-τρεις χειμώνες. Οσο δηλαδή να πεις «twist and shout».


Για όσους όμως επιμένουν να θεωρούν τις ως άνω μόδες ίδιον των ’60s, η μακαρένα ήρθε να διαλύσει και το τελευταίο σύννεφο ηδυπαθούς παρελθοντολογίας. Οι Σεβιλιάνοι Αντόνιο Ρομέρο Μόνχε και Ραφαέλ Ρουίθ (Los del Rio) παρακολουθούν στο Καράκας την παράσταση μιας bailora (χορεύτριας φλαμένκο) και εμπνέονται τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των ’90s. Οι αριθμοί τα λένε όλα: 4 εκατ. αντίτυπα στις ΗΠΑ, 14 συνεχόμενες εβδομάδες στην κορυφή του αμερικανικού Billboard, 400.000 Ισπανοί χορεύουν ταυτοχρόνως μακαρένα (η νέα καταχώριση στα ρεκόρ Γκίνες). Στο συνέδριο των Δημοκρατικών οι μετέχοντες καλούνται να βάλουν το δεξί και το αριστερό χέρι στους γοφούς, να τους κουνήσουν τρεις φορές και να αναπηδήσουν στην παραμικρή εξαγγελία του Κλίντον. Η Αυτής Μεγαλειότης Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας καλεί τους Los del Rio σε privee ακρόαση, το ίδιο και ο Πάπας Ιωάννης – Παύλος ΙΙ. Φαίνεται ότι το δολοπλόκο μάρκετινγκ και τα «πιασάρικα» βήματα δεν γνωρίζουν δεκαετία. Μόνο τα μέσα αλλάζουν ­ λίγο «σερφ» στο Ιντερνετ και μερικά κυβερνομαθήματα χορού στη διεύθυνση http: //home. rica. net/bschumin/macarena/index. htm θα σας πείσουν.


Οι μανίες πάντα φθάνουν στην Ελλάδα. Η μακαρένα χορεύεται σήμερα σε εγχώριες γαμήλιες δεξιώσεις, σε σχολικούς χορούς και εν γένει σε εμποροπανηγύρεις. Χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και τα αμιγώς ελληνικά είδη. Οταν ο κονφερανσιέ Ικαρος σιγοψιθύριζε, εκεί γύρω στο 1959-60, στον Βαγγέλη Παπαθανασίου και στον Σωτήρη Αρνή έναν δημοτικό σκοπό (της Ρουμανίας ή της Φινλαδίας) κανένας δεν φανταζόταν την επιτυχία της γιάνκας. Οι θρυλικοί Forminx (μαζί με τους δύο προαναφερθέντες οι Τάσος Παπασταμάτης, Γιώργος Σκόκος και Βασίλης Μπακόπουλος) είναι οι επίτιμοι προσκεκλημένοι σε όλα τα «υψηλά» σαλόνια της εποχής. Η «Γιάνκα» δεν έχει στίχους ­ εκτός ίσως από την οιμωγή «Τζερόνιμοοοοο» του Παπαθανασίου στο τέλος του δίσκου ­, όσο για τα βήματά της είναι απλά ακόμη και για τον βλακωδέστερο mod της εποχής: ο ένας πιάνει τον άλλον από τη μέση και τα πόδια εκτοξεύονται εναλλάξ δεξιά και αριστερά.


Η κατάσταση φθάνει στο απροχώρητο. Το σουξέ των Forminx βγαίνει από το απαστράπτον εστιατόριο – μπαρ Ρέμβη της Θεσσαλονίκης και εισβάλλει στα πάρτι κάθε «τέντιμποϊ» που σέβεται τον εαυτό του. Οι κοσμικοί εμφανίζονται κάπως πιο απόμακροι ­ άλλωστε το «τσικ του τσικ» είναι και πιο σικ ­ αλλά κάποιες στιγμές θα εξοκείλουν. Στους χορούς του Λεβίδη, του Γερουλάνου, του Δοξιάδη οι «ουρές» δίνουν και παίρνουν. Το σινγκλάκι πουλάει συνολικά 100.000 αντίτυπα ­ ρεκόρ για τα δισκογραφικά δεδομένα της εποχής ­, ενώ το αμερικανικό «Crash Box» φιλοτεχνεί φωτογραφία του γκρουπ ­ μαύρο κοστούμι, γυαλιά με μαύρο χοντρό σκελετό ­ με φόντο τον Παρθενώνα. «Το να γράφουμε για τους Forminx θα είναι σαν να παρουσιάζαμε για πρώτη φορά την… Μπριζίτ Μπαρντό» γράφει το 1966 η «Γυναίκα». Η «γιανκομανία» έχει βέβαια ήδη σβήσει ­ αν εξαιρέσει ίσως κανείς τη βασιλόφρονα εκδοχή της: «Γιάνκα χορεύει και η Αννα Μαρία, γιάνκα χορεύει και ο βασιλιάς, γιάνκα χορεύει και η μικρή Αλεξία…».


Οι σκληροπυρηνικοί ροκάδες σνομπάρουν, αλλά οι «μανίες του ενός χειμώνα» δεν το βάζουν κάτω. Το χούλα – χουπ, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50, θα είναι από τις πιο ανθεκτικές. «Πήρες το τσέρκι σου;» ρωτούσαν οι θαμώνες των αθηναϊκών πάρτι και έπονται οι διαγωνισμοί μέχρι τελικής… εξαντλήσεως. Την ίδια εποχή παρελαύνουν το μάντισον, η μποστέλα, το χάλι – γκάλι ­ η Αλίκη Βουγιουκλάκη χρίζεται πρέσβειρά τους μέσω του σελιλόιντ. Αλλά ακόμη και όταν το «Ανναμπέλα» και το «Ντόλυς» θα αρχίσουν να αδειάζουν από τους αυτόκλητους Φρεντ Αστέρ τους, ολόφρεσκα είδη ξεφυτρώνουν. Αρκετά ενδεικτικό το παράδειγμα μιας τρυφερής ύπαρξης του Κολωνακίου που σπάει έναν σπόνδυλο ενώ ο Dimitri Dourakine και η ορχήστρα του φιλοτεχνούν στο πικ απ το μνημειώδες ρωσικό φολκλόρ «Casatschok».


Η δεκαετία του ’80 έχει λιγότερο στυλ και οι ημερομηνίες λήξεως συρρικνώνονται. Το «Ska Chou Chou» του ιταλοτραφούς Κλάουντιο Τσεκέτο κυκλοφορεί το 1982, συμβάλλει στο σάουντρακ μερικών εφηβικών πάρτι και εξανεμίζεται. Ακολουθεί το «Il ballo del qua qua» ή επί το λαϊκώτερον «τα παπάκια» από το LP «Felicita» των Αλμπάνο και Ρομίνας Πάουερ. Τα βήματα απλά ­ ώς απλοϊκά· από το 1964, όπου το σέικ καταργεί το μονοπώλιο του ζευγαριού, όλα είναι θεμιτά στην πίστα. Και η συχνότητα δεν είναι πια η ίδια. Θα περάσουν αρκετά χρόνια ώσπου να εμφανισθεί ένα κατά γενική ομολογία πανάθλιο «Agadou» («Push Pine Apple, Shake the Tree, Push Pine Apple Grind Coffee» κ.ο.κ.), το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων χορευτικό άλεσμα καφέ και ποικίλων ζαρζαβατικών. Η επιτυχία του όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν του «Λαμπάντα», του λάγνου υποπροϊόντος των Λατινοαμερικανών. Οι δισκογραφικές εταιρείες θησαυρίζουν ­ ας είναι καλά και το βιντεοκλίπ με τα ανασηκωμένα κλος φουστανάκια.


Σήμερα η μακαρένα (παρακαλώ, ιδιαίτερη προσοχή στο λίκνισμα των γοφών αριστερά – δεξιά). Ποιοι θα είναι οι περίτεχνοι διάδοχοι; Δεν έχετε παρά να περιμένετε ώς τον επόμενο χειμώνα.